Η εξουσία είναι από γυαλί: δείχνει όμορφη και αυτάρκης στους αντικατοπτρισμούς της, δίνει πάντα μια αίσθηση αλαζονείας στον νάρκισσο που αντικατοπτρίζεται σε αυτό. Και για τούτο μοιάζει αιώνια και πανίσχυρη, όπως η ομορφιά της νεότητος. Αλλά επειδή ακριβώς είναι γυάλινη, είναι το πιο εύθραυστο πράγμα στον κόσμο. Ετοιμη να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, κάποτε από ένα απαλό χτύπημα, από ένα επιπόλαιο γρατζούνισμα. Μεγάλο μέρος της ουσίας της κρύβεται, άλλωστε, στο κύρος της, στην αυτοαναφορικότητά της. Λέει η ίδια, καθώς κορδώνεται στον καθρέφτη της, ότι είναι ισχυρή και πείθονται και οι άλλοι ότι είναι έτσι. Προφανώς, το κύρος αυτό πρέπει να συνοδεύεται και από έναν βαθμό φόβου. Τι εξουσία θα ήταν αλλιώς, αν δεν μπορούσε να κυριαρχήσει διά της επιβολής, ακόμη και στο πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο πλαίσιο; Ομως το κύρος χτίζεται λιθαράκι λιθαράκι, ημέρα με την ημέρα, κίνηση με την κίνηση. Κατοικεί στα μεγάλα, αλλά αναδεικνύεται ίσως πιο έντονα στα μικρά, που είναι και τα πιο χτυπητά στο μάτι. Το λέει και η παροιμία που περιγράφει γλαφυρά τι κοιτούν όλοι όταν η μαϊμού ανεβαίνει ψηλά στο δέντρο. Κι έτσι, για έναν περίεργο λόγο, από εκεί ξεκινά συχνά και το ξήλωμα του πουλόβερ. Μια μικρή κλωστούλα που εξέχει, αν αρχίσεις να την τραβάς, δεν θέλει και πολύ να σου αποκαλύψει τη γύμνια του πανίσχυρου μονάρχη. Και μαζί τον εξευτελισμό του.
Για παράδειγμα. Ενας κακόμοιρος «ηγέτης» που δεν μπορεί να σταθεί ευσταλής σε μια συνάντηση κορυφής, ένας βραδύγλωσσος αρχηγός που ταλαιπωρεί μονίμως τη μητρική του γλώσσα πρώτα απ’ όλα, και μετά όποια άλλη πιάσει στο στόμα του, ένας πολιτικός το ύφος του οποίου τείνει μονίμως προς τη γελοιοποίηση, που σχεδόν ό,τι και να πει προκαλεί τον γέλωτα. Ιδού το άλλο αδύναμο σημείο της εξουσίας: το ύφος της.
Παλαιότερα, ο μεγάλος εχθρός της ήταν ο πομπώδης χαρακτήρας της, ο τρόπος που φούσκωνε σαν παγόνι, που κόμπαζε σαν τον γίγαντα της Κυψέλης, που βρυχόταν παρότι μπορεί να ήταν ποντίκι. Μα σήμερα, ο εχθρός της είναι το εντελώς αντίθετο. Η τάση της να είναι πολύ οικεία, να μοιάζει όσο πιο πολύ μπορεί με τον τελευταίο των τελευταίων. Να φαίνεται (και να είναι;) αγράμματη, αφελής, άξεστη, δήθεν χωρίς φτιασίδια.
Να είναι του δρόμου.
Κι έτσι πέφτει στην ίδια την παγίδα της. Διότι πρόκειται προφανώς για μια άλλου τύπου φιλαρέσκεια, την αντεστραμμένη όψη του πομπώδους παρελθόντος της. Τι άλλο είναι άραγε παρά αλαζονεία απέναντι σε όσους εκπροσωπεί όταν ένας πρωθυπουργός εκφράζεται σαν λιμενεργάτης, ντύνεται σαν επαίτης, μαλώνει σαν φορτηγατζής; Οταν χυδαιολογεί και ειρωνεύεται ακόμη και την πίκρα ή την αγωνία ενός ανέργου, ενός αδύναμου. Δεν είναι αισθητικό το πρόβλημα, τίποτα στην εξουσία δεν έχει αισθητική αξία άλλωστε. Η απίστευτα ελκτική της δύναμη τα φέρνει όλα στα μέτρα της. Ακόμη και η επιλογή της γραβάτας (ή η απουσία της) ενέχει αυτομάτως έναν πολιτικό συμβολισμό, δεν είναι ποτέ πρόβλημα της haute couture. Οπως ο σταρ του κινηματογράφου, ο πολιτικός έχει πάψει προ πολλού να είναι άνθρωπος σαν όλους τους άλλους.
Αυταπατάται όταν ισχυρίζεται το αντίθετο. Στο κάτω κάτω, είναι το τίμημα που καλείται να πληρώσει για να έχει το πολυπόθητο αυτό αγαθό το οποίο, σε αντίθεση με το χρήμα, ουδείς ποτέ εμίσησε. Θέλει δεν θέλει, ο ίδιος είναι σύμβολο, ένα κινούμενο τοτέμ, που ό,τι και να πει ή να κάνει μπαίνει στο μικροσκόπιο. Σαν θα μιλήσει ο μάγος της φυλής (και αλίμονο, μιλάνε όλα πάνω του), όλοι θα ψάξουν να εξηγήσουν τον χρησμό του.
Αλλά τι γίνεται όταν ο σαμάνος αρχίσει τα σαρδάμ, όταν πιαστεί ψευδόμενος, αν αποδειχθεί ότι υποστηρίζει τα πάντα και τίποτα, όταν φανεί ανόητος και επαγγελματίας γκαφατζής; Οταν χτυπάει το μπαστούνι του στο χώμα και, αντί να αναβλύσει νερό, σπάει το μπαστούνι; Ποιος θα τον πάρει στο σοβαρά όταν πρώτα ο ίδιος δεν μπορεί να δει σοβαρά τον εαυτό του; Ποιος θα υποταχθεί στην αυθεντία της δύναμής του, ποιος θα υπολογίσει στα σοβαρά την ισχύ του; Σε αντίθεση με τον σταρ, η αφέλεια και η ασχετοσύνη του δεν είναι μέρος της γοητείας του. Δεν μακροημερεύουν στην πολιτική οι μπουφόνοι. Ο ηγέτης πρέπει να είναι εξ ορισμού καλύτερος από εμάς. Πώς γίνεται λοιπόν να καταντά της σφαλιάρας; Πώς γίνεται, όταν τον ρωτάμε τι πρέπει να κάνουμε, προς τα πού πρέπει να πάμε, να μας απαντάει όπως εκείνος ο παλιός γελωτοποιός του ‘80 στο γνωστό τραγουδάκι: ουγκάγκα μπουμ μπουμ χι, γκάπα γκουμ μπιρλι γκαγκά, αούγκιγκι αούγκιγκι, μπάγκαλα γκάουγκα γκα…;
*Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».