Περιπλανήθηκε, μικρό κοριτσάκι μαζί με την οικογένειά της, επί δύο χρόνια στα δύσβατα μονοπάτια της προσφυγιάς. Οταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν κι εκείνη έβλεπε τα πρόσωπα των αεροπόρων που τους βομβάρδιζαν στο νησί τους, όταν δεν πετύχαιναν τον στόχο τους να βγάζουν τα πολυβόλα για να τους αποτελειώσουν. Αυτή η εποχή σφράγισε μέσα της και τη ματιά του συγγραφέα. Αλλάζουν μόνο οι άνθρωποι στο σκηνικό του πολέμου και η Λίτσα Ψαραύτη, γνωστή και πολυβραβευμένη για την πορεία της στην παιδική κι εφηβική λογοτεχνία, ξαναθυμάται και διηγείται αυτά που έζησε λόγω της θλιβερής επικαιρότητας του τωρινού προσφυγικού κύματος.
Η ίδια είχε βιώσει –με ανάστροφη πορεία σε σχέση με σήμερα– μια άγνωστη στους πολλούς ιστορία βίαιης φυγής από τη Σάμο και φυγάδευσης στην Τουρκία κι ύστερα ένα ταξίδι μέχρι την Παλαιστίνη του 1943. Την ιστορία την έχει αποτυπώσει και στο βιβλίο της «Το διπλό ταξίδι» (εκδόσεις Πατάκη, Νοέμβριος 1987), σε μια εποχή όμως που όλες αυτές οι ιστορίες φάνταζαν μυθιστορηματική πραγματικότητα.
Με συγκινητική γλυκύτητα, ανθρωπιά κι απλότητα, έχοντας αφαιρέσει το ψυχολογικό βάρος και τη δραματικότητα των γεγονότων, η Λίτσα Ψαραύτη μάς μιλά για εκείνη την καθοριστική για τη ζωή της περιπέτεια, με ένα σκοπό: Να «δούμε» τους πρόσφυγες, τα προβλήματά τους, να συνδράμουμε, να θυμηθούμε ότι 8.500 Ελληνες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διέσχισαν τις σημερινές εμπόλεμες ζώνες και βρήκαν απάγκιο και εντέλει σωτηρία.
Ξανακούγοντας την ιστορία της δεν είμαι βέβαιη ότι απευθύνεται στους πρόσφυγες μόνο, γιατί έτσι κι αλλιώς τους νιώθει μέσα στην ψυχή της, έχει μπει στο πετσί τους. Μένω με την αίσθηση ότι βρεθήκαμε σπίτι της με τον φωτογράφο Αλέξανδρο Φιλιππίδη, για να μας μιλήσει για την υπομονή και τη δύναμη που είναι ελευθερία, όπως λέει η ίδια. Για να μας αγκαλιάσει και να μοιραστεί αυτό που έχει κατασταλάξει μέσα της από όλη της τη ζωή: απλότητα, χάρη, αγάπη, ειλικρίνεια, σοφία. Κατορθώνει να κρατήσει μέσα της άσβεστο το αιώνιο παιδί αλλά και τη μεγάλη μητέρα, μια συμφιλιωμένη γυναίκα με όλες τις εκφάνσεις της ζωής της, θετικές κι αρνητικές. Και το μαγνητόφωνο έχει αρχίσει να γράφει.
«17 Νοεμβρίου 1943, μεσημέρι, εγώ είμαι έξι εφτά χρονών, είμαι ανεβασμένη σε μια πορτοκαλιά και ξαφνικά βλέπω από πάνω μου τον ουρανό να σκοτεινιάζει, ακούω το βουητό, η σειρήνα ούτε και πρόλαβε να χτυπήσει και μια μάνα έξαλλη που τρέχει να με αρπάξει να πάμε να κρυφτούμε σε κανένα χαντάκι να σωθούμε. Φάγαμε τον βομβαρδισμό, ένα δύο κύματα και κάποια στιγμή που τους τέλειωσαν οι βόμβες υποθέτω, κατέβηκαν χαμηλά και θέριζαν τον κόσμο με τα πολυβόλα.
Ο πατέρας μου ήταν σε μια μικρή ομάδα αντίστασης που περνούσαν, κυρίως Εγγλέζους, από την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή. Είχε λερωμένη τη φωλιά του, να το πούμε έτσι, και φοβόταν μη μας μαρτυρήσουν. Μπήκαμε λοιπόν με μία οικογένεια σε μια βάρκα και πρέπει να σας πω ότι η απόσταση από το ακρωτήρι που συναντήσαμε τη βάρκα μέχρι την Τουρκία απέναντι είναι πολύ μικρή, περίπου 1.600 μέτρα. Ο γνωστός επταστάδιος πορθμός της αρχαιότητας.
Φτάσαμε στο Κουσάντασι, γινόταν μεγάλος σαματάς, πρόσφυγες, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τέλος πάντων, καταφέραμε και πήγαμε λίγο παραέξω με τους μπόγους στα χέρια. Προσφυγιά και μπόγος, αυτά τα δύο είναι συνδεδεμένα. Πόλεμος, προσφυγιά και μπόγος στον ώμο… Εβγαλε η μάνα μου κι έδωσε μια χρυσή λίρα, που είχε κρύψει, στον Τούρκο για να μας αφήσει να κοιμηθούμε στην αυλή του το βράδυ. Πήγαμε εκεί που κατέγραφαν οι Αγγλοι τους πρόσφυγες, σου έδιναν κι έναν αριθμό, κι άρχισαν να μας βάζουν σε τρένα μέσα, κάτι άθλια βαγόνια γεμάτα κοπριές αλόγων, από κείνα που μεταφέρανε ζώα, άχυρα, μας στρίμωχναν εκεί τις οικογένειες κι έτσι ξεκινήσαμε.
Περάσαμε όλη την Τουρκία, τη Συρία, τον Λίβανο (κάθε τόσο το τρένο σταματούσε για να πάρουμε νερό από βρύσες, αλλά και για να κάνουμε τις ανάγκες μας, ξεδιάντροπα πια όπου βρίσκαμε, βιαστικά, μην βρεθούμε έξω από το τρένο).Φτάσαμε στην τότε Παλαιστίνη. Εκεί σταματήσαμε στη μέση της ερήμου και είδαμε ένα πελώριο στρατόπεδο, ένα πέλαγος από σκηνές κι από κάτι μεγάλες παράγκες που ήταν το νοσοκομείο, το εστιατόριο, τα μαγειρεία, και μας μοίρασαν στις σκηνές. Εκείνες οι σκηνές σε σχέση με αυτές που βλέπω σήμερα, ήταν το “Χίλτον” ας πούμε, χωρούσαν τέσσερα αχυρένια στρώματα. Μας έδωσαν κουβέρτες, γιατί τη μέρα είχε 45 βαθμούς θερμοκρασία και το βράδυ έπεφτε στους 15 βαθμούς. Κάθε βράδυ φύλαγαν βάρδιες πότε η μάνα μου πότε ο πατέρας μου με μια λάμπα, γιατί υπήρχαν και σκορπιοί στην έρημο που σκαρφάλωναν στη σκηνή».
Εμπειρία
Παρ’ όλα αυτά στα μάτια του παιδιού, που ήταν τότε, η εμπειρία έχει καταγραφεί με τα ζωηρότερα χρώματα. Πέρασε καλά, είχε φίλους, είχε παρέα, είχε συγγενείς μαζί της, είχε τους γονείς της που την προστάτευαν.
«Κάντε υπομονή, πόλεμος είναι θα περάσει», ήταν η γονεϊκή παραίνεση. Μικρά παιδιά τρέχανε μέσα στην έρημο, παίζανε στη θάλασσα, ξυπόλητα, βρώμικα, ελεεινά, όπως λέει η ίδια, αλλά με μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις φιλίες, τις αγάπες που τους δείξανε τα παλαιστινιανάκια εκείνη τη δύσκολη εποχή. Δεν θα ξεχάσει τα πορτοκάλια που τους δίνανε μες στην έρημο, χρυσάφι στα μάτια ενός παιδιού. «Ενα νυσταγμένο, ταλαιπωρημένο, κακοχτισμένο χωριό ήταν η Γάζα τότε», θυμάται πια.
Προεξάρχουσα θέση στις αναμνήσεις της κατέχει το αυτοσχέδιο σχολείο, όπου έμαθε τα γράμματα χαραγμένα με ένα ξυλάκι πάνω στην άμμο. Θησαυρό, το λέει. Χωρίς καν μολύβι, χωρίς τετράδιο. Εκείνα τα γράμματα που την έκαναν συγγραφέα σαράντα και πλέον βιβλίων. Δεν μπορείς να μην υποκύψεις στον πειρασμό να αναλογιστείς τι θα γράψουν οι συγγραφείς που θα ξεπηδήσουν απ’ αυτά τα εκατομμύρια των προσφύγων μια μέρα και τη σημασία που έχει για τα παιδιά που βρίσκονται στον δρόμο, στους καταυλισμούς, στις σκηνές, να ζουν την παιδικότητά τους, να προστατεύονται, να μάθουν να διαβάζουν.
Σε εκείνο το στρατόπεδο των προσφύγων, μια μέρα έφτασε ένα τζιπ με κάποιους που τους ζητούσαν στη μέση του πουθενά: Ενα ζευγάρι προσφύγων του 1922, που ο πατέρας της συγγραφέως είχε μαζέψει και περιθάλψει κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έμαθε ότι Ελληνες είχαν βρεθεί στην περιοχή όπου διέμεναν πια και πήγαν και τους βρήκαν. Η διαδοχή της προσφυγιάς. Εκείνοι τους βοήθησαν να επιβιώσουν και δύο χρόνια αργότερα να γυρίσουν πίσω στον τόπο τους, τη Σάμο, σε ένα μακρύ και επικίνδυνο θαλασσινό ταξίδι που στιγμάτισε ο φόβος των ναρκοθετημένων περιοχών. Τραγική ειρωνεία, λοιπόν, για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει όλα αυτά, όπως η Λίτσα Ψαραύτη, να βρεθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε συνέδριο στην Ιερουσαλήμ που αφορούσε τη δουλειά του άντρα της, κι εκεί να συναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο με έναν από τους Γερμανούς αεροπόρους που βομβάρδισαν το νησί της το 1943.
Εκείνος είδε το ταμπελάκι στο πέτο της με τη χώρα καταγωγής της, σχολίασε πόσο όμορφο ήταν το μέρος, εκείνη θεώρησε ότι ήταν ένας ακόμη από τους Γερμανούς τουρίστες της εποχής, αλλά διαψεύστηκε περίτρανα.
Οταν τον ρώτησε πού ήξερε το νησί της, εκείνος απάντησε από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου. «Τι κάνατε στο νησί μου;», τον ρώτησε. «Τι κάνουν τα βομβαρδιστικά στον πόλεμο;», της είπε, «ρίχνουν βόμβες». Η ίδια πάγωσε και απομακρύνθηκε. Είχε δει έναν από κείνους τους στρατιώτες που σκορπούσαν τον θάνατο. Το περιστατικό αυτό στάθηκε η αφορμή να γράψει την ιστορία της
«Το διπλό ταξίδι», προκειμένου να αφηγηθεί τον πόλεμο και την προσφυγιά όπως τα είχε βιώσει και παρέμεναν κλειδωμένα στο σεντούκι της μνήμη της. Τη ρώτησα, μια ολόκληρη ζωή μετά, «Τους έχετε συγχωρήσει;». «Δεν μπορώ να συγχωρήσω», μου είπε. Οι πληγές του πολέμου χάσκουν χαίνουσες. Κι αυτή η διαδοχή είναι που τρομάζει.