Καθώς προσερχόταν, το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, για την πρώτη από τις τρεις προγραμματισμένες τηλεοπτικές μονομαχίες της με τον Ντόναλντ Τραμπ, η Χίλαρι Κλίντον συνοδευόταν από μεγάλα ερωτήματα. Κάτι οι ελιτίστικες ειρωνείες της για τους «αξιολύπητους» οπαδούς του αντιπάλου της, κάτι η λιποθυμία της την 11η Σεπτεμβρίου, κάτι οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν την ψαλίδα να κλείνει επικίνδυνα, και το μέχρι πρότινος ακλόνητο φαβορί της αναμέτρησης εμφανιζόταν αίφνης ευάλωτο.
Μετά το τέλος της επεισοδιακής συζήτησης, που παρακολούθησαν πάνω από 80 εκατομμύρια Αμερικανοί, το χαμόγελο της Χίλαρι Κλίντον ήταν –σπάνιο πράγμα!– αβίαστο, ενώ ο Τραμπ παραπονιόταν για το «ελαττωματικό» μικρόφωνο, για τον συντονιστή που τον «αδίκησε» και πάει λέγοντας, επινοώντας δικαιολογίες γι’ αυτό που σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονταν: ο πρώην τηλεαστέρας κατατροπώθηκε μπροστά στις ανελέητες κάμερες. Αναγνώστης του Guardian έγραψε ότι, αντί για μονομαχία, αυτό που παρακολούθησε παρέπεμπε σε «αναμέτρηση καρχαρία και ινδικού χοιριδίου στον ανοιχτό ωκεανό».
Στα μάτια των περισσότερων Ευρωπαίων αποτελεί πραγματικό μυστήριο το πώς έφτασε να διεκδικεί μια θέση πίσω από το Οβάλ Γραφείο ένας άνθρωπος σαν τον Ντόναλντ Τραμπ. Ενας υποψήφιος που δυσκολεύεται να αρθρώσει φράσεις με αρχή, μέση και τέλος, προδίδει με κάθε ευκαιρία απελπιστική άγνοια σε θέματα διεθνούς πολιτικής (στο ντιμπέιτ καυτηρίαζε τον Ομπάμα γιατί δεν έβαλε το… Ιράν να πείσει τη Βόρεια Κορέα να θάψει τα πυρηνικά της), κομπάζει ότι το να μην πληρώνει φόρους μαρτυρεί την επιχειρηματική του δεινότητα και επιμένει, μπροστά στην κάμερα, ότι οι γυναίκες που περιέλουσε με λέξεις όπως «χοντρή», «άσχημη», «γουρούνι» και «σκύλα»… το άξιζαν! Ωστόσο ο αμερικανικός λαός δεν βλέπει κατ’ ανάγκη τα πρόσωπα και τα πράγματα με τα μάτια του Ευρωπαίου διανοούμενου. Αρκετοί είχαν βιαστεί να ανακηρύξουν τον Τραμπ «τελειωμένο» ύστερα από ατυχείς εμφανίσεις του στα αλλεπάλληλα ντιμπέιτ με τους ανθυποψηφίους του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, αλλά η πραγματικότητα τους διέψευσε.
Αλλωστε, η επίδραση των ντιμπέιτ στο εκλογικό σώμα συνήθως υπερτιμάται από τους ανθρώπους που ζουν στον χώρο των μίντια και νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου. Ο Κένεντι υπερίσχυσε σαρωτικά του Νίξον στην πρώτη τηλεοπτική μονομαχία που έγινε ποτέ, το 1960, αλλά στις εκλογές νίκησε με την ψυχή στο στόμα, εξασφαλίζοντας διαφορά μόλις 0,2%. Ο Αλ Γκορ ήταν πολύ καλύτερος του Τζορτζ Μπους το 2000, αλλά έχασε (έστω με τον γνωστό, επεισοδιακό τρόπο) το εισιτήριο για τον Λευκό Οίκο.
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ έφτασε να υποστηρίζεται, δημοσκοπικά, από το 45% των ψηφοφόρων, δεν είναι γιατί οι μισοί Αμερικανοί έγιναν ισλαμοφάγοι, ρατσιστές και μισογύνηδες. Μπορεί οι κραυγές του για τείχος με το Μεξικό και για μαζικές απελάσεις μεταναστών να έλκουν μια θορυβώδη μειοψηφία συντηρητικών ψηφοφόρων, αλλά η Αμερική του 2016, με όλα της τα προβλήματα, δεν είναι δα και Γερμανία του 1933, εν αναμονή κάποιου μεγαλομανούς δικτάτορα για να τη «σώσει». Το κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε το αίνιγμα Τραμπ μας το δίνει ο αρθρογράφος των New York Times, Ρότζερ Κοέν: «Ο Τραμπ είναι νεόφυτος πολιτικός, ενώ η Κλίντον είναι το κατεστημένο. Τίποτε από ό,τι διημείφθη στο ντιμπέιτ δεν αλλάζει το γεγονός ότι εκατομμύρια Αμερικανοί ζητούν ρήξη και όχι συνέχεια και βλέπουν στον Τραμπ τη δυνατότητα μιας ριζοσπαστικής αλλαγής στο εδραιωμένο πολιτικό σύστημα».
Πραγματικά, η σοβαρή, προετοιμασμένη και υπεύθυνη Κλίντον, που υποστήριξε και υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση, την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, τη Γουόλ Στριτ, τους πολέμους στη Γιουγκλοσλαβία και στο Ιράκ, εκφράζει τη συνέχεια – μια συνέχεια καθ’ όλα επιθυμητή από την «Αμερική που κερδίζει». Απέναντί της, ο άξεστος και απρόβλεπτος Τραμπ, που εχθρεύεται την παγκοσμιοποίηση, σαλπίζει την επιστροφή στο εθνικό κράτος, θέλει προστατευτικούς δασμούς για να προστατέψει θέσεις εργασίας, αμφισβητεί την αξία χρήσης του ΝΑΤΟ και επιδιώκει συμβιβασμό με τη Ρωσία, απευθύνεται στην «Αμερική που χάνει» και αναζητά ενστικτωδώς μια κάποια ρήξη. Ποια από τις δύο Αμερικές είναι πιο ισχυρή και συγκροτημένη, όλοι το ξέρουμε. Ποια θα κερδίσει τις εκλογές, θα το μάθουμε σε πέντε εβδομάδες.
Ρεπουμπλικανοί κατά Τραμπ
Η κωδική του ονομασία είναι R4C16. Πρόκειται για πολιτικό φόρουμ και ιστοσελίδα, με τα αρχικά να παραπέμπουν στο «Ρεπουμπλικανοί υπέρ της Κλίντον στις εκλογές του 2016». Εμπνευστές αυτής της πρωτοβουλίας, που έχει στόχο να στρατολογήσει παράγοντες των Ρεπουμπλικανών στο στρατόπεδο της υποψηφίας των Δημοκρατικών, είναι οι Ρικάρντο Ρέγιες και Τζον Σταμπς, δύο επιχειρηματίες που χρημάτισαν χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι στην κυβέρνηση του υιού Μπους. Ο «πλανητάρχης» Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος έχει αφήσει να διαρρεύσει ότι θα ψηφίσει Κλίντον, ενώ η σύζυγός του Μπάρμπαρα και ο γιος τους Τζεμπ έχουν ταχθεί δημοσίως εναντίον του Τραμπ. Στο πλευρό της Κλίντον έχουν ταχθεί νεοσυντηρητικοί ιέρακες της κυβέρνησης του υιού Μπους, όπως οι Πολ Γούλφοβιτς, Καρλ Ρόουβ, Τζον Νεγκρεπόντε, αλλά και οι Κόλιν Πάουελ και Μιτ Ρόμνεϊ. Ενεργό ρόλο στο πλευρό του Τραμπ διαδραματίζει μια ομάδα συγροτούμενη από τον πρώην πρόεδρο της Βουλής Νιουτ Γκίνγκριτς, τον πρώην δήμαρχο Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι και τον κυβερνήτη Νιου Τζέρσεϊ, Κρις Κρίστι. Ιδια γεύση στον επιχειρηματικό κόσμο. Μεγιστάνες όπως οι Τζορτζ Σόρος, Γουόρεν Μπάφετ και Μάικλ Μπλούμπεργκ, όπως και η πλειονότητα των μίντια στηρίζουν αφειδώς την Κλίντον, ενώ παραδοσιακοί υποστηρικτές των Ρεπουμπλικανών, όπως η οικογένεια Κοχ, απέφυγαν να χρηματοδοτήσουν τον Τραμπ. Ο τελευταίος εξασφάλισε, πάντως, ενίσχυση από επιχειρηματίες της Σίλικον Βάλεϊ, της αγοράς ακινήτων, των πετρελαίων και του χρηματιστηρίου (Αντελσον, Ικάν, Ντίζον, Ρος, Τίελ κ.ά.) και την απρόθυμη υποστήριξη του ομίλου Μέρντοχ (Fox News, Wall Street Journal).