Με το που πέρασα το κατώφλι του διαμερίσματος, μια κατάλευκη γάτα έτρεξε κατά πάνω μου κι άρχισε να τρίβεται πάνω στα παπούτσια μου. «Είναι η Χνου, από το Χνούδι. Αλλά μήπως σας ενοχλούν οι γάτες;» με ρώτησε ανήσυχος ο Γιάννης Φέρτης. «Οχι, κάθε άλλο. Ζω σε ένα σπίτι με τρεις», απάντησα. «Μαρίνα, η κυρία Επτακοίλη είναι και αυτή γατομαμά», φώναξε ο ηθοποιός στη σύζυγό του, την επίσης ηθοποιό Μαρίνα Ψάλτη, που βρισκόταν στην κουζίνα. Κι έπειτα, στράφηκε πάλι σ’ εμένα: «Εγώ είμαι σχετικά νέος γατομπαμπάς, αλλά πολύ το απολαμβάνω!». Στο μεταξύ, η Μαρίνα είχε έρθει να μας βρει στο σαλόνι. «Να σας κεράσω ένα γλυκό του κουταλιού δαμάσκηνο; Εγώ το έφτιαξα», μου πρότεινε. «Δαμάσκηνο; Δεν έχεις κάποιο άλλο;» με πρόλαβε, πριν απαντήσω, ο άντρας της. «Γιατί, Γιάννη, τι έχει το γλυκό μου, δεν είναι καλό;» τον μάλωσε τρυφερά εκείνη. «Οχι, αγάπη μου, καλό είναι, αλλά “κρατάει” λίγο παραπάνω στο δόντι. Δεν φταις εσύ. Τα δαμάσκηνα έφταιγαν, που ήταν σκληρόφλουδα…»
Νέος γατομπαμπάς, λοιπόν. Γιατί αργήσατε τόσο;
Δεν ξέρω τι να σας πω. Η Μαρίνα λατρεύει τις γάτες, αλλά εγώ αντιστεκόμουν σθεναρά επί χρόνια. Οταν, όμως, έφερε στο σπίτι τον Σισίνη, άλλαξα. Και ειδικά τώρα, που έχουμε και τη Χνου, όχι μόνο δεν μπορώ χωρίς τις γάτες μας, αλλά αισθάνομαι και τύψεις για όλα τα αδέσποτα του κόσμου που υποφέρουν.
Τι σας αρέσει στις γάτες;
Η τρυφερότητα, η αφοσίωσή τους και το ότι καθεμιά έχει τον δικό της χαρακτήρα – όπως οι άνθρωποι. Να σας πω και μια αστεία ιστορία. Οταν πρωτοήρθε ο Σισίνης στο σπίτι, ήταν ένα μικρό ασπρόμαυρο γατάκι λίγων εβδομάδων και νομίσαμε πως είναι κορίτσι. Ετσι, του δώσαμε το όνομα Σίσι. Οταν ανακαλύψαμε τα ανατομικά του… προσόντα, αναγκαστήκαμε να τον μετονομάσουμε. Αλλά τελικά του ταιριάζει πολύ το σημερινό του όνομα, γιατί ο Σισίνης ήταν αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, ένας πολύ γενναίος άντρας!
Πού μεγαλώσατε, κύριε Φέρτη;
Το πατρικό μου ήταν ένα διώροφο νεοκλασικό, πάνω από την οδό Ασκληπιού, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Ημασταν μεγάλη οικογένεια. Θείοι, θείες, παιδιά – για φαγητό καθόμασταν στο τραπέζι δεκατέσσερα άτομα.
Βέροι Αθηναίοι;
Οχι, ο πατέρας μου και τα τέσσερα αδέλφια του ήρθαν στην Αθήνα από τη Δάφνη, ένα ορεινό χωριό του νομού Φθιώτιδας. Εργάστηκαν ως υπάλληλοι, μάζεψαν χρήματα και κάποια στιγμή άνοιξαν το δικό τους κρεοπωλεί στη Βαρβάκειο Αγορά. Το πρώτο σπίτι που έφτιαξα ήταν στη Δάφνη. Δεν θεωρώ ότι είναι τυχαίο. Με τραβούσε η ρίζα. Το γεγονός ότι οι γονείς μου πέρασαν τα τελευταία καλοκαίρια της ζωής τους εκεί –και τα ευχαριστήθηκαν– μου δίνει πολλή χαρά.
Το θέατρο πότε μπήκε στη ζωή σας;
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Τότε, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, που με περνάει τέσσερα χρόνια, με πήρε μαζί του στο Θέατρο Κοτοπούλη, το σημερινό REX, να δούμε μια γαλλική κωμωδία στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Αννα Συνοδινού και ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Μαγεύτηκα! Ειδικά ο Ηλιόπουλος με εντυπωσίασε. Από τότε δεν άφηνα παράσταση για παράσταση, κυρίως του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Και δεν πήγαινα απλώς να τις δω. Προετοιμαζόμουν εβδομάδες πριν. Επεφτα να κοιμηθώ και σκεφτόμουν αυτό που θα έβλεπα. Εκοβα από τις εφημερίδες κριτικές και τις κολλούσα σε ένα μεγάλο λεύκωμα. Ε, στα δεκαέξι μου είχα πλέον αποφασίσει ότι θα γινόμουν ηθοποιός. Αγόραζα βιβλία με θεατρικά έργα, είχα δει τον Μινωτή στον «Αμλετ», ανέβαινα στον Λυκαβηττό τα μεσημέρια, που δεν είχε πολύ κόσμο, και απήγγελλα μονολόγους μέσα στα πεύκα. «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» και τέτοια.
Οι γονείς σας πώς το πήραν;
Η μητέρα μου αντέδρασε περισσότερο, γιατί πολύ την ταλαιπωρούσα στην εφηβεία μου. Κάθε τόσο την καλούσαν στο σχολείο. Είτε γιατί δεν διάβαζα, είτε γιατί είχα κάνει σκασιαρχείο, είτε γιατί είχα παίξει ξύλο με κάποιον συμμαθητή μου. Ηθελε, λοιπόν, να σπουδάσω. Οπως καταλαβαίνετε, έπεσε όλο το συγγενολόι πάνω μου. «Τι; Θα πας στον Κουν να σπουδάσεις ηθοποιός; Αδελφή θα γίνεις!» – αυτό άκουγα κάθε μέρα. Αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος. Για να την εκβιάσω, της είπα: «Ή θα γίνω ηθοποιός ή θα μείνω στο χασάπικο».
Το εννοούσατε;
Ναι. Γι’ αυτό την τελευταία τάξη του γυμνασίου την έβγαλα σε νυχτερινό σχολείο – με τα χίλια ζόρια, βέβαια, και απολυτήριο 11 και κάτι. Για να μπορώ τα πρωινά να δουλεύω στο οικογενειακό κρεοπωλείο. Φορούσα και ποδιά. Μάλιστα, άνοιγα κάπου-κάπου το ψυγείο κι όπου τα κρέατα ήταν πιο νωπά κι έτρεχε λίγο αίμα, το έπαιρνα και πασάλειφα την ποδιά μου. Για τον ρόλο. Το χασαπάκι! Αλλά θέλω να σας πω άλλη μια αστεία ιστορία: Η μητέρα μου, όταν ήταν έγκυος σ’ εμένα, πήγε με τον πατέρα μου να δουν μια επιθεώρηση στο Ακροπόλ. Εκεί χόρευαν η Χρυσούλα Ζώκα και ο Μανώλας Καστρινός, που ήταν ψηλός, λεπτός, εντυπωσιακός – και ομοφυλόφιλος. Αυτό, βέβαια, η μητέρα μου δεν το ήξερε. Τον έβλεπε πάνω στη σκηνή κι εκείνη από κάτω, έκθαμβη, είπε: «Αχ, Παναγιά μου, ένα τέτοιο παιδί θέλω!». (Γέλια)
Το πάθος σας για το θέατρο εξακολουθούσε να υφίσταται όσο δουλεύατε στο κρεοπωλείο;
Φυσικά. Ανάμεσα στους πελάτες μας ήταν και το Ιντεάλ. Δική μου δουλειά ήταν να παραδώσω τα κρέατα. Ενα μεγάλο μπούτι μοσχαρίσιο, για παράδειγμα. Το έβαζα στην πλάτη μου, το κρατούσα από το κόκαλο και ξεκινούσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσω από το Θέατρο Τέχνης για να δω τις φωτογραφίες, να μην μπω στη στοά όπου βρισκόταν το ταμείο για να δω κι άλλες φωτογραφίες. Αφηνα στο Ιντεάλ την παραγγελία και επέστρεφα από τον ίδιο δρόμο.
Δώσατε, λοιπόν, εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Ποια κείμενα επιλέξατε;
Εναν μονόλογο από τον «Αμλετ» και ένα ποίημα του Καβάφη. Πέρασα. Και την πρώτη μέρα των μαθημάτων μπήκαν στην αίθουσα ο Κάρολος Κουν και ο Κώστας Μπάκας, που δίδασκε υποκριτική. Σαν να έψαχναν κάποιον. «Ποιος έδωσε με “Αμλετ”;» ρώτησε ο Κουν. Εγώ τσιμουδιά. Ενα παιδί σήκωσε το χέρι του. «Οχι εσύ. Κάποιος ξανθός ήταν», συνέχισε ο Κουν. Τότε θυμήθηκα ότι τη μέρα των εξετάσεων είχα σταθεί σε ένα σημείο της σκηνής όπου έπεφτε το φως ενός προβολέα κι έκανε τα μαλλιά μου να φαίνονται πιο ανοιχτόχρωμα. Σήκωσα, λοιπόν, το χέρι. «Ναι, αυτός είναι!» είπε ο Μπάκας. Φαίνεται πως τους είχα κάνει καλή εντύπωση. Και ήταν αλήθεια, γιατί δευτεροετής στη σχολή συμμετείχα στην πρώτη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης: στην «Ηλικία της νύχτας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Τι ήταν αυτό που σας δίδαξε ο Κουν και το κρατάτε μέχρι σήμερα;
Δεν ξέρω. Ο Κουν είχε κάτι μαγικό. Σε έναν θίασο όπου υπήρχαν κάποιοι εξαιρετικοί ηθοποιοί (όπως η Βέρα Ζαβιτσιάνου), αρκετοί καλοί και μέτριοι, αλλά και μερικοί κακοί, έκανε τη σύνθεση της παράστασης με τέτοιο τρόπο που το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Εβλεπες τους κακούς ηθοποιούς, αλλά δεν έμενες σ’ αυτό… Και, φυσικά, μου έμαθε να είμαι αφοσιωμένος στο θέατρο.
Γι’ αυτό δεν ρίξατε το βάρος σας στον κινηματογράφο;
Εναν χειμώνα, ήμουν στο θέατρο Διονύσια, το σημερινό Χορν, σε έναν θίασο με την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Στέφανο Ληναίο, την Τάνια Σαββοπούλου και άλλους. Πήγαμε σχετικά καλά και ο παραγωγός αποφάσισε μετά το τέλος των παραστάσεων στην Αθήνα να πάμε στη Θεσσαλονίκη και να κάνουμε και μια τουρνέ στην επαρχία. Τότε μου τηλεφώνησε ο Γιάννης Δαλιανίδης, για να μου προτείνει να πρωταγωνιστήσω στον «Κατήφορο». «Ο Φίνος θέλει τον Κούρκουλο, αλλά εγώ πιστεύω ότι σ’ εσένα ταιριάζει περισσότερο ο ρόλος», μου είπε. Αρνήθηκα. Δεν μπορούσα να αφήσω ξεκρέμαστους τους άλλους. Οχι, λοιπόν, δεν είχα τρέλα με το σινεμά, όπως με το θέατρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, βέβαια, έκανα κάμποσες ταινίες. Μερικών τα σενάρια δεν τα διάβαζα καν πριν απαντήσω στον σκηνοθέτη ή στον παραγωγό. Γιατί; Επειδή ήξερα πως, αν τα διάβαζα, σίγουρα θα αρνιόμουν – ήταν τα μελό εκείνης της εποχής που απεχθανόμουν. Αλλά είχα ανάγκη τα χρήματα. Ημουν ήδη παντρεμένος με την Ξένια, είχαμε φτιάξει τον δικό μας θίασο, εκείνη, εκτός από το θέατρο, έπαιζε και στον κινηματογράφο για να τον στηρίξει. Δεν μπορούσα να το παίζω αφοσιωμένος καλλιτέχνης. Επρεπε να συνεισφέρω κι εγώ.
Τελικά, κερδίσατε χρήματα από το θέατρο;
Στις επιτυχίες έβγαζα χρήματα. Στις αποτυχίες έχανα τα διπλά. Αλλά χάρη στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο κατάφερα να μη χρωστάω σε κανέναν. Και πριν από είκοσι χρόνια αγόρασα αυτό το διαμέρισμα.
Τρακ έχετε ακόμα επί σκηνής;
Οταν ήμουν νέος, όχι. Μάλλον από άγνοια κινδύνου. Τώρα που είμαι μεγάλος και δεν ξέρω αν θα ξαναπαίξω, έχω μεγαλύτερη αγωνία. Και δυσκολεύομαι πια με τους ρόλους. Αργώ ολοένα και περισσότερο να τους μάθω. Και σε άλλους συνομηλίκους μου συμβαίνει, αλλά δεν το παραδέχονται. Εγώ το ομολογώ. Αισθάνομαι άσχημα που μένω πίσω και καθυστερώ τους νεότερους.
Αποτυχίες έχετε βιώσει;
Πολλές. Τη μεγαλύτερη με τον ρόλο που περισσότερο ονειρευόμουν όταν ήμουν μικρός. Δεν είναι παράδοξο; Διάβαζα από πιτσιρικάς «Αμλετ», μπήκα στη σχολή με «Αμλετ», στον «Αμλετ» μού έκανε μάθημα ο Κουν. Κι όταν τον έπαιξα, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, όλοι με βρήκαν πολύ καλό. Αλλά εγώ ήμουν ειλικρινής με τον εαυτό μου. Ηξερα πόσα δεν είχα κάνει.
Ποτέ δεν καβαλήσατε το καλάμι, δηλαδή;
Ανέκαθεν είχα στιγμές που ήμουν καλός –σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση–, αλλά δεν αισθάνομαι ότι είμαι κάτι ιδιαίτερο.
Υπάρχουν περίοδοι της ζωής σας που νοσταλγείτε περισσότερο;
Οχι. Νιώθω ότι έχω περάσει καλά έως τώρα. Πάντα λάτρευα το θέατρο, ζούσα για το θέατρο, αλλά υπήρχαν και εποχές που άφηνα να με παρασύρουν άλλα πράγματα, τα οποία επίσης απολάμβανα. Και τους έρωτές μου τους ζούσα, και στο γήπεδο πήγαινα να δω την ομάδα μου, τον Παναθηναϊκό, και χαρτιά έπαιζα με φίλους. Μια μέρα, φύγαμε με άλλους ηθοποιούς από την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και μαζευτήκαμε σε ένα σπίτι για να παίξουμε πόκα – κρυφά από τον Κουν, εννοείται. Δεν σηκωθήκαμε παρά το επόμενο βράδυ, για να προλάβουμε την παράστασή μας. (Γελάει)
Αναφερθήκατε στους έρωτές σας. Ολες οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή σας μιλούν για σας με τα καλύτερα λόγια.
Γιατί όχι; Καλός δεν ήμουν; Εκανα βέβαια και κάποιες… γαϊδουριές, αλλά όλα μέσα στο παιχνίδι είναι. Στην Ξένια (Καλογεροπούλου) το ομολόγησα, γι’ αυτό και χωρίσαμε. Είχα, βέβαια, και αρκετές ιστορίες που με έκαναν να σκεφτώ «τι μαλακία έκανα!». Αλλά ξέρετε κάτι; Ημουν ντροπαλός, σχεδόν ποτέ δεν κυνήγησα γυναίκα. Εκείνες μου την έπεφταν. Και, ναι, συνήθως ενέδιδα. (Γελάει)
Δεν έχετε κουραστεί να σας ρωτούν «πώς κρατιέστε τόσο καλά»;
(Γελάει ξανά) Ερχονται μετά τις παραστάσεις κυρίες μιας κάποιας ηλικίας, κοντά στα εβδομήντα δηλαδή, και μου λένε: «Κύριε Φέρτη, ήμασταν ερωτευμένες μαζί σας όταν ήμασταν μικρές»! Αλλά, ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν φαίνεται η ηλικία μου. Για εβδομήντα οκτώ ετών, καλά κρατιέμαι. Κι ας μην έκανα ποτέ γυμναστική. Κι ας ήμουν επιρρεπής στις καταχρήσεις: ξενύχτια, τσιγάρα και τα λοιπά – μόνο ναρκωτικά δεν πήρα ποτέ.
Πολύ νωρίς στην πορεία σας, το 1960, παίξατε με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς. Τι θυμάστε από εκείνη την παράσταση;
Ημουν στο τρίτο έτος της σχολής και κάναμε πρόβα στην «Ευρυδίκη» του Ανούιγ. Η ώρα είχε περάσει και ο Κουν, που ήταν πάντα Εγγλέζος στα ραντεβού του, δεν είχε φανεί. Ηταν με τη Μελίνα στο γραφείο του, όπως μάθαμε. Κάποια στιγμή με φώναξε και μας σύστησε. Οταν πια βγήκαν, ήμουν ακουμπισμένος σε μια κολόνα, στην άκρη της σκηνής –σαν τώρα το θυμάμαι– και η Μελίνα έτρεξε προς το μέρος μου. Για να καταλάβετετη συνέχεια, πρέπει να σας πω ότι έχω δαλτωνισμό, μια διαταραχή της όρασης, κι έτσι δεν διακρίνω κάποια χρώματα, όπως το πράσινο και το κόκκινο. Ηρθε, λοιπόν, η Μελίνα και στάθηκε μπροστά μου. Φορούσε μια κλαρωτή φούστα. «Τι χρώμα είναι αυτό;» μου έδειξε πάνω στη φούστα της. Απάντησα. «Και αυτό;» Απάντησα ξανά. «Και αυτό;» Απάντησα και πάλι. «Ελα, βρε Κάρολε, που λες ότι το παιδί δεν βλέπει τα χρώματα. Μια χαρά τα βλέπει!» είπε στον Κουν κι έφυγε.
Για τις ανάγκες εκείνης της παράστασης δεν ήταν που γίνατε ξανθός;
Α, βέβαια. Με πήγε η Μελίνα στο κομμωτήριό της. Ετσουζε τόσο πολύ το κεφάλι μου με το οξυζενέ στο ντεκαπάζ, που σκεφτόμουν πως πρέπει να είστε τρελές εσείς οι γυναίκες για να υπομένετε τέτοια ταλαιπωρία. Εφυγα από το κομμωτήριο, κατάξανθος πια, και ανηφόρισα προς την Ασκληπιού. Εξω από το 5ο Θηλέων, οι μαθήτριες με ξεφώνισαν. Στο σπίτι, η μητέρα μου άνοιξε την πόρτα. Γούρλωσε τα μάτια της μόλις με αντίκρισε και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. Αλλά δεν είπε κουβέντα. Ποτέ.
Πάνω στη σκηνή πώς ήταν η χημεία με τη Μελίνα;
Με αντιμετώπισε σαν να ήμασταν συμπρωταγωνιστές. Εκείνη, σαραντάρα και διάσημη, κι εγώ είκοσι δύο ετών και ακόμα σπουδαστής. Ηταν γλυκός άνθρωπος, ειλικρινής και… χάχας. Συχνά την έπιανε νευρικό γέλιο πάνω στη σκηνή. Μια φορά, έμπηξε τόσο δυνατά τα νύχια της στην παλάμη της, για να μη γελάσει, που έτρεχε αίμα. Αλλά στην τελευταία μας παράσταση, ήμασταν πολύ συγκινημένοι και οι δυο. Κοντέψαμε να βάλουμε τα κλάματα. Την επόμενη μέρα θα έφευγε για το Παρίσι, για να συναντήσει τον Ντασέν. Μετά το αποχαιρετιστήριο πάρτι, που κράτησε έως τα χαράματα, έσκυψε και μου ψιθύρισε: «Ελα στο σπίτι, θα σε περιμένω». Είχαν ξενοικιάσει το διαμέρισμά τους και τη φιλοξενούσε ο πρώην σύζυγός της, ο Γιώργος Χαροκόπος, στο δικό του στο Κολωνάκι. Πήγα. Πήραμε πρωινό στο δωμάτιό της. Δεν ήξερε αν και πότε θα ερχόταν ξανά στην Ελλάδα. Και φιληθήκαμε. Ο Χαροκόπος κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.
Παύση. Για μερικά δευτερόλεπτα.
«Για την καινούργια παράσταση, “Από τη σιωπή ως την άνοιξη“ του Λεωνίδα Προυσαλίδη, δεν θα πούμε τίποτα;» συνέχισε κάποια στιγμή ο Γιάννης Φέρτης. «Χθες δεν τα πήγα καλά στην πρόβα. Απογοητεύτηκα και μετά “τα πήρα”. Είπα: Γαμώτο, έχω κι αυτήν τη συνέντευξη αύριο και θα χάσω χρόνο από το διάβασμά μου. Αλλά, τελικά, δεν με ταλαιπωρήσατε καθόλου. Σας ευχαριστώ».