Πέρασαν σχεδόν 160 χρόνια από τις μεγάλες μονομαχίες του Αβραάμ Λίνκολν με τον Δημοκρατικό του αντίπαλο Στέφεν Ντάγκλας (The Great Debates of 1858) που είχαν ως βασικό θέμα τη δουλεία στις ΗΠΑ. Από τότε άλλαξαν πολλά. Πρώτα απ’ όλα η μορφή των ντιμπέιτ. Τότε ο πρώτος ομιλητής έπαιρνε τον λόγο για 60 λεπτά, απαντούσε ο δεύτερος για 90 λεπτά και ανταπαντούσε ο άλλος για 30 λεπτά. Κάποιες φορές τα επιχειρήματα χρειάζονταν περισσότερο από τρεις ώρες και η «μονομαχία» συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ, με χιλιάδες ανθρώπους να παρακολουθούν γύρω από φωτιές. Στην Περόρια του Ιλινόι, ο εισαγωγικός λόγος του Ντάγκλας κράτησε τρεις ώρες. Ο Λίνκολν έπρεπε να έχει άλλες τρεις ώρες για να απαντήσει. Είχε φτάσει, όμως, η ώρα του βραδινού. Τότε, ο Λίνκολν πρότεινε στους ακροατές να πάνε σπίτι τους να φάνε και να γυρίσουν για άλλες πέντε ώρες μονομαχίας. Κι έτσι έγινε!
Από την άλλη μεριά άλλαξε και ο τρόπος που τα ΜΜΕ κάλυπταν την πολιτική. Στα Μεγάλα Ντιμπέιτ του 1858, οι εφημερίδες της εποχής είχαν επιστρατεύσει στενογράφους και μετέφεραν στις σελίδες τους αυτολεξεί τους ποταμούς των επιχειρημάτων των δύο μονομάχων. Τα κείμενα αυτά σήμερα ονομάζονται στη δημοσιογραφική αργκό «σεντόνια».
Η δουλεία των νέγρων ήταν ένα σύνθετο πολιτικό θέμα της εποχής και γι’ αυτό οι πολιτικοί χρειάζονταν πολύ χρόνο για να ξεδιπλώσουν τα επιχειρήματά τους. Το ίδιο όμως –και ίσως πιο σύνθετα θέματα– είναι η παγκοσμιοποίηση, οι εισοδηματικές ανισότητες, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός κ.ά. Πόσοι ξέρουν τι προβλέπει η εμπορική συμφωνία CETA μεταξύ Ε.Ε. και Καναδά, την οποία ελεεινολογούν διάφορες ακροαριστερές και ακροδεξιές ομάδες; Εγινε ποτέ συζήτηση γι’ αυτή; Ζυγίστηκαν στον δημόσιο διάλογο τα θετικά και τα αρνητικά της;
Το παράδοξο
Στις σύγχρονες δημοκρατίες παρατηρείται το εξής παράδοξο: Οσο πιο σύνθετα γίνονται τα ζητήματα, τόσο λιγότερο χρόνο έχουν οι άνθρωποι για να ασχοληθούν, τόσο λιγότερος χρόνος και χώρος δίδεται για να εξηγηθούν. Στο πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ της Ιστορίας (μεταξύ Κένεντι και Νίξον το 1960), ο συντονιστής έδωσε οκτώ λεπτά στους μονομάχους για εισαγωγικές παρατηρήσεις. Στα ντιμπέιτ Τραμπ – Κλίντον το χρονόμετρο για τα εισαγωγικά σχόλια σταματούσε στα δύο λεπτά.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τηλεοπτικός χρόνος είναι αμείλικτος, αλλά δεν ονοματίζουμε ποτέ τα θύματά του. Οπως έγραψε ο μεγάλος θεωρητικός των media Νιλ Πόστμαν, το μεγαλύτερο θύμα της τηλεόρασης είναι ο ορθός λόγος και στο τέλος η Δημοκρατία. Στο βιβλίο του «Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος» (εκδ. Κατάρτι) αναφέρει σχετικώς: «Οι αλλαγές που γίνονται στα μέσα επικοινωνίας επιφέρουν αλλαγές στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, μεταβάλλουν την αντιληπτική τους ικανότητα… Κάθε μέσο επικοινωνίας, όπως ακριβώς κάνει και η γλώσσα, δημιουργεί έναν μοναδικό τρόπο συνομιλίας, παρέχοντας ένα καινούργιο πεδίο σκέψης, έκφρασης και ευαισθησίας… Παρακολουθούμε μόνο αποσπάσματα των γεγονότων που συμβαίνουν σε ολόκληρο τον κόσμο, επειδή, στα είδη των μέσων ενημέρωσης που έχουμε, ταιριάζουν αποσπασματικές συζητήσεις… Κάθε λεπτό που περνάει γινόμαστε πιο ανόητοι…». Και να σκεφτεί κανείς ότι ο μεγάλος θεωρητικός των media πέθανε πριν υπάρξει το Twitter, το οποίο αναγκάζει τον λόγο να γίνει ακόμη πιο ελλειπτικός από εκείνον της τηλεόρασης και προσπαθεί να χώσει τα πολιτικά επιχειρήματα σε 140 χαρακτήρες.
Γράφαμε και παλιότερα ότι «από τη φύση της, η δημοκρατική διαδικασία είναι πολύπλοκη. Από τη στιγμή που διευρύνεται ο αριθμός εκείνων οι οποίοι συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προστίθεται πολυπλοκότητα στο σύστημα. Είναι διαφορετικό να αποφασίζει ο ελέω Θεού μονάρχης και διαφορετικά μια κυβέρνηση που λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο και ελέγχεται από τη δικαστική εξουσία. Υπάρχει διαφορετικός βαθμός πολυπλοκότητας στη διακυβέρνηση των αρχών του περασμένου αιώνα και διαφορετική σήμερα, που υπάρχουν ανεξάρτητες αρχές, πληθώρα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ομάδες πίεσης κ.λπ. Το «βάθεμα και το πλάτεμα της Δημοκρατίας» απαιτεί όλο και περισσότερους παίκτες στη διαδικασία, αλλά –φευ!– όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα. Εκεί, όμως, βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα της: Οσο προστίθεται πολυπλοκότητα στο σύστημα, τόσο πιο ακατανόητο γίνεται, αλλά και δομικά πιο ασταθές. Ο μέσος πολίτης δεν μπορεί, για παράδειγμα, να κατανοήσει πώς μια ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αντιταχθεί και να απαγορεύσει το «προφανές» (π.χ. υπόθεση αναγραφής θρησκεύματος στις ταυτότητες). Δεν μπορεί να κατανοήσει τις δαιδαλώδεις διαδικασίες για τη λήψη μιας απόφασης ή τις ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν, επειδή ακριβώς στη διαδικασία εμπλέκονται πολλοί ανεξάρτητοι παράγοντες» («Το δημοκρατικό παράδοξο και κρίση της πολιτικής», «Καθημερινή» 28.1.2007).
Αυτή η χρονοτριβή φαντάζει με «βάλτωμα του συστήματος» και αφήνει περιθώρια στους Τραμπ να υπόσχονται ότι θα αλλάξουν τον κόσμο «με ένα νόμο κι ένα άρθρο». Το χειρότερο είναι ότι το περιβάλλον των media ευνοεί τους Τραμπ. Θα μπορούσε άραγε να εξηγήσει κάποιος σε πρωινάδικο της τηλεόρασης τι είναι μια διεθνής σύμβαση, όπως το μνημόνιο, που συνομολογήθηκε με τρεις ανεξάρτητους φορείς (που έχουν διαφορετικές ατζέντες και επιδιώξεις), σε ένα πολύπλοκο χρηματοπιστωτικό σύστημα, εντός μιας επίσης πολύπλοκης Ευρωπαϊκής Ενωσης 28 χωρών, οι οποίες επίσης έχουν διαφορετικές ατζέντες και προτεραιότητες;
Οι «εμείς» και οι «αυτοί»
Τον Νοέμβριο του 2004 ο κόσμος ξύπνησε και πάλι έκπληκτος βλέποντας ότι ο αφελής και καταστροφικός Τζορτζ Μπους κέρδισε τον έμπειρο και νουνεχή Τζον Κέρι των Δημοκρατικών. Το μυστικό της επιτυχίας Μπους, όπως γράφαμε τότε, ήταν η απλοϊκότητά του: «Ο Τζον Κέρι ήξερε πόσο σύνθετη είναι η πολιτική. Και φυσικά κατηγορήθηκε γι’ αυτό. Εμφανιζόταν χωρίς σταθερή άποψη, αλλά εκείνος στην πραγματικότητα είχε σύνθετη άποψη που φυσικά δεν χωρούσε στα καλούπια των ηλεκτρονικών media. Ο Κέρι είχε απέναντί του ένα άνθρωπο που έλεγε το απλοϊκό, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό στον μέσο ψηφοφόρο: “Οσοι δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας”. Τι θα μπορούσε να απαντήσει ο κ. Κέρι σ’ αυτό χωρίς να φανεί υποχωρητικός; “Ναι, όσοι δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας, με την προϋπόθεση ότι ο ΟΗΕ θα πράξει το Α και η Ευρώπη θα μας στηρίξει στο Β, ενώ οι διεθνείς συνθήκες… κ.λπ.”; Μέχρι να το εξηγήσει, χάθηκαν οι πέντε εκλέκτορες της Νεμπράσκας…» («Το δημοκρατικό παράδοξο» 7.11.2004). Κατά τον ίδιο τρόπο και το σύνθετο ζήτημα του μνημονίου χωράει στους 140 χαρακτήρες του Twitter, μόνο αν το λιανίσεις στο σύνθημα «Ή εμείς ή αυτοί». Παρεμπιπτόντως, να πούμε πως είναι και πολύ ισχυρό σύνθημα: Ολοι μπορούν να δουν τον εαυτό τους στο «εμείς» και στο «αυτοί» χωράει οποιοσδήποτε δεν χωνεύουμε.
Η Δημοκρατία χρειάζεται χρόνο και επιπλέον (όπως λέει ο Νιλ Πόστμαν) διάβασμα. Η παρακμή της εποχής της τυπογραφίας, γράφει, και η επικράτηση της εποχής της τηλεόρασης «μετέβαλαν δραματικά και αμετάκλητα το περιεχόμενο του δημοσίου λόγου, καθώς δύο Μέσα είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους και συνεπώς δεν μπορούν να φιλοξενήσουν τις ίδιες ιδέες». Κατ’ αντιστοιχία, την εποχή του timeline και του newsfeed, η είδηση για το σχήμα της σοκολάτας Τομπλερόνε έχει το ίδιο βάρος με την είδηση για τον σεισμό της Ιταλίας με τους 250 νεκρούς. Επειδή δε και η ιεράρχηση των θεμάτων γίνεται «δημοκρατικώς», η σοκολάτα που θα έχει και περισσότερα likes θα εμφανίζεται πιο ψηλά και πιο συχνά από τη σφαγή στο Χαλέπι. Σε αυτό το επικοινωνιακό περιβάλλον των 140 χαρακτήρων, η Χίλαρι Κλίντον και ο Ντόναλντ Τραμπ μοιάζουν ίδιοι. Και από τη στιγμή που θα παρουσιαστούν ίδιοι, ξέρουμε πού θα πάνε τα likes…