Ας το ξεκαθαρίσουμε: η τοποθέτηση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι ένα επικό λάθος. Μακροπρόθεσμα, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες μόνο και μόνο επειδή ίσως να έχει χαθεί η τελευταία καλή ευκαιρία για να καταπολεμηθεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Θα είναι, όμως, το μέγεθος της καταστροφής άμεσα αισθητό; Είναι φυσικό και ίσως δελεαστικό να προβλέψει κανείς μια ταχεία απόδοση ευθυνών – κι εγώ ο ίδιος ενέδωσα σε αυτόν τον πειρασμό εκείνο το φρικτό βράδυ των εκλογών και πρόβλεψα πως είναι άμεση μια ύφεση στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά συνήλθα γρήγορα. Ο τραμπισμός θα έχει τρομερές επιπτώσεις, αλλά θα παρέλθει χρόνος μέχρι να γίνουν αντιληπτές.
Μην εκπλαγείτε από την άλλη πλευρά εάν υπάρξει επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Γιατί είμαι σχετικά αισιόδοξος για τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της τοποθέτησης ενός τόσο φρικτού ανθρώπου με μια τόσο φρικτή ομάδα συνεργατών σε θέση ισχύος; Η απάντηση είναι ένας συνδυασμός γενικών αρχών και ειδικών περιστάσεων στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία.
Πρώτον, οι γενικές αρχές. Πάντα υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα οφέλη της κοινωνίας ή ακόμη και της οικονομίας, και των οικονομικών επιδόσεων στο διάστημα των επόμενων τριμήνων. Η αποτυχία στη λήψη μέτρων για την προστασία του κλίματος μπορεί να είναι η καταδίκη του πολιτισμού, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο εάν θα επηρεάσει και πώς τις καταναλωτικές δαπάνες το επόμενο έτος.
Ακόμη και στο πεδίο της εμπορικής πολιτικής, το «σήμα κατατεθέν» της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Τραμπ, οι επιπτώσεις θα είναι μακροπρόθεσμες. Μια επιστροφή στον προστατευτισμό και στους εμπορικούς πολέμους θα κάνουν φτωχότερη την παγκόσμια οικονομία με την πάροδο των ετών και ειδικότερα θα παραλύσουν τα φτωχότερα κράτη, που απεγνωσμένα χρειάζονται ανοικτές αγορές για να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Αλλά προβλέψεις ότι οι δασμοί Τραμπ θα προκαλέσουν ύφεση δεν είχαν ποτέ καμία λογική. Ναι, θα εξάγουμε λιγότερα και επίσης θα εισάγουμε λιγότερα.
Εχει προηγηθεί «πρόβα» αυτού του χάσματος ανάμεσα στις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην κοινωνία και στην οικονομία με τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές επιδόσεις. Η «πρόβα» αυτή είναι το δημοψήφισμα για το Brexit, όταν οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της αποχώρησής τους από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το Brexit θα επιδεινώσει μακροπρόθεσμα τις οικονομικές συνθήκες στη Βρετανία. Αλλά η αντίληψη ότι θα προκαλέσει ύφεση δεν βασίζεται σε προσεκτικούς συλλογισμούς. Και, όπως, φαίνεται δεν έχει προκληθεί ύφεση από το Brexit.
Πέραν αυτών των γενικών αρχών, οι ειδικές περιστάσεις στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία μπορεί τελικά να δικαιώσουν ενέργειες της κυβέρνησης του Τραμπ, η οποία μπορεί να καταλήξει να κάνει το σωστό για τους λάθους λόγους. Προ οκταετίας, όσο ο κόσμος βυθιζόταν σε κρίση, είχα σχολιάσει πως βιώνουμε μια οικονομική πραγματικότητα όπου «η αρετή είναι αμαρτία, η προσοχή είναι ριψοκίνδυνη και η σύνεση είναι τρέλα». Ολοι βρεθήκαμε σε μια κατάσταση που τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και ο υψηλός πληθωρισμός ήταν καλά και όχι κακά πράγματα. Και εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση και ενδεχομένως να ήταν ωφέλιμη μια αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών – ίσως, όμως, όχι στο ίδιο βαθμό με πριν.
Πολλοί οικονομολόγοι το γνωρίζουν εδώ και καιρό. Αλλά το πολιτικό κατεστημένο ήταν εδώ και καιρό παθιασμένο με τα «κακά του χρέους», εν μέρει επειδή οι Ρεπουμπλικανοί αντετίθεντο σε κάθε πρόταση της κυβέρνησης. Σήμερα, ωστόσο, η πολιτική ισχύς έχει περάσει στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν πάσχει από υπερβολική «αρετή» ούτε σύνεση.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν προτείνει τεράστιες φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να εκτινάξουν το δημόσιο χρέος βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, αυτές που προτείνει θα αυξήσουν το δημόσιο χρέος κατά 4,5 τρισ. δολάρια μέσα στην επόμενη δεκαετία – δηλαδή θα είναι πενταπλάσιο σε σύγκριση με τα επίπεδα που ίσχυαν τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ομπάμα, όταν εφαρμόζονταν μέτρα στήριξης στην οικονομία.
Οι πολιτικές του τραμπισμού θα πλήξουν και δεν θα βοηθήσουν ειδικά τον Αμερικανό εργαζόμενο. Τελικά θα αποδειχθεί πως οι υποσχέσεις για την αναβίωση των παλαιών καλών εποχών –όταν η Αμερική ήταν μεγάλη και τρανή– δεν ήταν παρά ένα πικρό ανέκδοτο.