Την αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα πρόκειται, σύμφωνα με πολύ καλά ενημερωμένες πηγές, να θέσει στους Ευρωπαίους εταίρους ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας στον κύκλο επαφών που θα έχει αύριο και μεθαύριο σε Βρυξέλλες και Βερολίνο. Η «πολιτική λύση» που η Αθήνα διεκδικεί έχει, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αυτό το περιεχόμενο. Ο κ. Τσίπρας θα διερευνήσει τις προθέσεις των εταίρων όσον αφορά μια τέτοια εξέλιξη και κατά πόσον είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν το ελληνικό αίτημα. Εναλλακτικά, η Αθήνα θα ζητήσει την παράταση του καθεστώτος συμμετοχής του Ταμείου σε ρόλο τεχνικού συμβούλου στο πρόγραμμα, κάτι που, ωστόσο, θεωρείται ότι δεν θα μειώσει την πίεση που το ΔΝΤ ασκεί, καθώς και με αυτή την ιδιότητα θα συνεχίσει να διατηρεί ισχυρό εποπτικό ρόλο, όσον αφορά την υλοποίηση των προβλέψεων του μνημονίου.
Συνεργάτες του κ. Τσίπρα προσδίδουν στις επαφές που θα έχει με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, τον επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν–Κλοντ Γιούνκερ και τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, χαρακτηριστικά οροσήμου, όσον αφορά τις αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις του, όχι μόνο σε σχέση με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της αξιολόγησης, αλλά και αναφορικά με τις πρωτοβουλίες και κινήσεις του στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το Βερολίνο και γενικότερα οι εταίροι φέρεται να προειδοποιούν την Αθήνα να μη θέσει ζήτημα πρόωρων εκλογών. «Δεν θέλουμε πλέον το Ταμείο» αναφέρεται και φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει καταλήξει στη διαπίστωση ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα επιφέρει δυσανάλογο πολιτικό κόστος εκτός εάν υπάρξει δραματική αλλαγή στη μέχρι τώρα αδιάλλακτη θέση του.
Το κλίμα στις σχέσεις της κυβέρνησης με το ΔΝΤ είναι πλέον απόλυτα συγκρουσιακό. Ο κ. Τσίπρας μίλησε χθες από τη Νίσυρο για «ανόητους τεχνοκράτες», ενώ η κυβέρνηση έσπευσε να υπενθυμίσει όλες τις λανθασμένες εκτιμήσεις που έγιναν από την πλευρά των εκπροσώπων του τα προηγούμενα χρόνια. Η αναζήτηση φόρμουλας τουλάχιστον περιθωριοποίησης του ρόλου του Ταμείου έχει συζητηθεί τις τελευταίες ημέρες σε σειρά συσκέψεων σε κυβερνητικά και κομματικά όργανα. Η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε νομοθέτηση μέτρων για μετά το 2018, τα οποία επιτακτικά ζητεί το Ταμείο προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Αυτό που εδώ και μερικές εβδομάδες άρχισε να διατυπώνεται ως μεμονωμένη άποψη υπουργών –ενδεικτική είναι η περίπτωση του κ. Σκουρλέτη– ότι η διαπραγμάτευση μπορεί να συνεχιστεί χωρίς το ΔΝΤ, ενώπιον του διαφαινόμενου αδιεξόδου και της πίεσης που η κυβέρνηση υφίσταται, έχει εξελιχθεί σε κεντρική κυβερνητική θέση. Μάλιστα, ενώ η Αθήνα αρχικά εμφανιζόταν να επιθυμεί την παρουσία του Ταμείου στη γενική εικόνα, επενδύοντας στην πίεση που μπορεί να ασκήσει για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, πλέον βλέπει ότι αυτή η στρατηγική δεν απέδωσε και εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ. Το Ταμείο απλώς ζητεί περισσότερα μέτρα, ενώ, πλέον, εμφανίζεται να αποσυνδέει τη θέση του για περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις και για μείωση του αφορολογήτου από το ύψος των πλεονασμάτων και ζητάει, ούτως ή άλλως, την υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η Αθήνα εμφανίζεται, πλέον, να επενδύει σε αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 μέσα από την υιοθέτηση των μεσομακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, για τα οποία, να σημειωθεί, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμία δέσμευση από την πλευρά των εταίρων.
Πάντως, το κλίμα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία, έναντι ενός ελληνικού αιτήματος για αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα ή παράταση του καθεστώτος παρατηρητή που έχει, δεν είναι ιδιαίτερα θετικό. Δημοσιεύματα στον γερμανικό Τύπο, μόλις προ ημερών, εμφάνιζαν Γερμανούς βουλευτές να ζητούν ακόμη και αποχώρηση της Γερμανίας από το ελληνικό πρόγραμμα, στην περίπτωση που δεν ενεργοποιηθεί η πλήρης συμμετοχή του Ταμείου.
Η Αθήνα εμφανίζεται να επενδύει σε στήριξη από την πλευρά της Ευρώπης για δύο λόγους: διότι, σύμφωνα με την κυβερνητική ανάλυση, κανείς στην Ευρώπη δεν επιθυμεί την επαναφορά του «ελληνικού προβλήματος» και της αποσταθεροποίησης που μπορεί να επιφέρει σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν ανακύψει νέες προκλήσεις για την Ευρώπη. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την αξιοποίηση του ρόλου ανάσχεσης των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών που η Ελλάδα εκπληρώνει και όσο αυξάνεται η ανησυχία για κατάρρευση της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας, θα γίνεται πιο σημαντικός.