Προσλήψεις γίνονται, αλλά με… κουπόνια. Ενας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων, που προσλαμβάνoνται αυτόν τον καιρό, αμείβεται πλέον με ποσά κοντά ή και κάτω από τον κατώτατο μισθό και συμπληρωματικά με «διατακτικές γευμάτων». Κουπόνια, δηλαδή, με τα οποία μπορεί να αγοράσει τρόφιμα από σούπερ μάρκετ και άλλα συνεργαζόμενα καταστήματα.
Εκτιμάται πως ήδη, σήμερα, περισσότεροι από 200.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν τμήμα της αμοιβής τους με αυτόν τον τρόπο, ενώ άλλες πληροφορίες της αγοράς αναφέρουν πως ήδη ένα μεγάλο μέρος των νέων προσλήψεων, χαμηλόμισθων στον ιδιωτικό τομέα, γίνεται μόνο με αυτόν τον τρόπο: Ενα τμήμα δηλαδή του μισθού, της τάξεως του 20-25% δίνεται με κουπόνια και μόνο το υπόλοιπο cash. Με αυτό τον τρόπο, ο εργαζόμενος αλλά και ο εργοδότης έχουν χαμηλότερη φορολόγηση και κόστος μισθοδοσίας αντίστοιχα.
Η πρακτική αυτή δεν είναι νέα και είναι ασφαλώς σύννομη. Ομως, ενώ παλαιότερα χρησιμοποιείτο επικουρικά ως επιπλέον κίνητρο, επιβράβευση ή παροχή προς τους εργαζομένους, πλέον τείνει να γίνει μια διαδεδομένη πρακτική και να χρησιμοποιείται ως διέξοδος στο υψηλό φορολογικό κόστος και στις αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές. Αποκτά δε κυρίαρχη σημασία για εργαζομένους που λαμβάνουν μηνιαίες αμοιβές της τάξεως των 300-400 ευρώ, συν 130 ευρώ περίπου σε κουπόνια, αφού καλύπτει σημαντικό μέρος του μεροκάματου, υπογραμμίζουν κύκλοι της αγοράς.
Το ισχύον φορολογικό πλαίσιο παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Ειδικότερα, μετά τον νόμο 4172 του 2013 για τη φορολόγηση των παροχών σε είδος –με τον οποίο φορολογήθηκαν παροχές στελεχών, όπως το αυτοκίνητο, οι εταιρικές πιστωτικές κάρτες κ.ά.– και σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών (ΠΟΛ 1219/06-10-2014), εξαιρούνται από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία οι διατακτικές σίτισης έως και 6 ευρώ ανά εργάσιμη ημέρα. Το ποσό μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται μικρό, αλλά εφόσον ευσταθούν οι εκτιμήσεις της αγοράς για άνω των 200.000 εργαζομένων που αμείβονται και με κουπόνια, αυτό μεταφράζεται σε ετήσιο τζίρο της τάξεως των 300 εκατομμυρίων, ο οποίος βαίνει αυξανόμενος όσο περισσότερο διευρύνεται η χρήση αυτής της πρακτικής.
Τουλάχιστον δύο μεγάλες ξένες πολυεθνικές δραστηριοποιούνται στη διαχείριση αυτής της δραστηριότητας στην Ελλάδα (δηλαδή εκδίδουν τα κουπόνια, πραγματοποιούν την εκκαθάριση κ.λπ.), εδώ και πολλά χρόνια, καθώς αποτελεί διαδεδομένη διεθνώς πρακτική επιβράβευσης και μάλιστα προστιθέμενης αξίας για τα προγράμματα διαχείρισης ανθρωπίνου δυναμικού αλλά και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Ομως, ενώ στο εξωτερικό, και μέχρι πρότινος και στην Ελλάδα, χρήση της κάνουν μεγάλες (με βάση τα ελληνικά μεγέθη) επιχειρήσεις και εταιρείες που δεν επιθυμούν να έχουν το κόστος και τον φόρτο διαχείρισης εστιατορίων εντός των εγκαταστάσεών τους, τώρα, στη χώρα μας, τείνει να πάρει πολύ ευρύτερες διαστάσεις. Ως καταλύτης για τη μεγέθυνση του φαινομένου, εκτός από την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία και στην απασχόληση, εκτιμάται πως υπήρξε και η επιβολή των capital controls που από τη φύση τους προάγουν την αναζήτηση λύσεων χωρίς τη χρήση χρημάτων.
Ποιοι όμως «εξαργυρώνουν» τα κουπόνια αυτά; Οι σχετικές πληροφορίες από την αγορά αναφέρουν πως στα προγράμματα αυτά συμμετέχουν περισσότερες από 4.000 εταιρείες-πελάτες, που δέχονται τα κουπόνια αυτά σε περίπου 10.000 συμβεβλημένα σημεία-καταστήματα. Το κόστος αυτών των προγραμμάτων επιβαρύνει, σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς, με περίπου 2% την επιχείρηση που δέχεται τα κουπόνια και δίδει τρόφιμα και με 3-4% περίπου την επιχείρηση που τα χορηγεί. Ποσοστά που εισπράττει ο διαχειριστής τους.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι διατακτικές σίτισης που φέρονται να πληθαίνουν ως μέσο ανταμοιβής. Οπου η δραστηριότητα μιας εταιρείας το επιτρέπει και η φύση της απασχόλησης ενός εργαζομένου το δικαιολογεί, αυξάνεται και η χρήση των εξοδολογίων. Εξοδα δηλαδή που κάνουν οι εργαζόμενοι στο πλαίσιο της εκτέλεσης της εργασίας τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσκομίζοντας τα απαραίτητα παραστατικά, πληρώνονται από τον εργοδότη τους. Οι δαπάνες αυτές των επιχειρήσεων, διατακτικές σίτισης, εξοδολόγια με καύσιμα κ.λπ., όχι μόνον δεν επιβαρύνονται με τις φορολογικές και ασφαλιστικές κρατήσεις και εισφορές που συνοδεύουν τη μισθωτή εργασία αλλά λογίζονται και ως έξοδα των επιχειρήσεων.
Νεωτερισμός ή έλλειψη ρευστότητας;
Αρκετοί είναι εκείνοι οι οικονομολόγοι που μιλούν ήδη για μια διαφαινόμενη ενδυνάμωση των πρακτικών που συναντά κανείς στη θεωρία της ανταλλακτικής οικονομίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ροπή προς το είδος της οικονομίας εντός της οποίας λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή αγαθών (υλικών και άυλων) μεταξύ των οικονομικών μονάδων, χωρίς τη διαμεσολάβηση του χρήματος. Αλλοι, σαφώς πιο «καχύποπτοι», παρατηρούν με αυξημένη επιφυλακτικότητα τη διάδοση των κουπονιών στην ελληνική οικονομία, καθώς τους προκαλεί, όπως αναφέρουν, «αρνητικούς συνειρμούς που σχετίζονται με παράλληλα νομίσματα».
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές πως η αυξανόμενη χρήση των κουπονιών, ως υποκατάστατο μέρους της αμοιβής, ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων εργαζομένων, είναι απότοκος της κρίσης και απειλεί να μεταλλάξει περαιτέρω μια αγορά εργασίας με ιστορικά υψηλά επίπεδα ανεργίας, όπως και το σύστημα διαμόρφωσης των αμοιβών στις νέες προσλήψεις. Ερχεται δε να προστεθεί de facto ως νεωτερισμός στα φαινόμενα επέκτασης των υποαμειβόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, παραδέχονται ότι είναι –κι αυτός– ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί το μεγαλύτερο των προβλημάτων που καλούνται να διαχειρισθούν οι επιχειρήσεις: αυτό της ρευστότητας.