ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Στις 6 Φεβρουαρίου, το εκτελεστικό συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) αναμένεται να συζητήσει, ύστερα από πολύμηνη καθυστέρηση, την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Η συνεδρίαση αναμένεται να καταλήξει σε συμπεράσματα που θα καθορίσουν τις μελλοντικές αποφάσεις για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, με βάση τις εισηγήσεις του προσωπικού του, τις απαντήσεις της Ελλάδας και τα σχόλια των άλλων μελών. Στο προσχέδιο της ανακοίνωσης που θα ακολουθήσει σημειώνεται ότι «η Ελλάδα έχει κάνει σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση των μακροοικονομικών της ανισορροπιών, αλλά η δημοσιονομική προσαρμογή και η εσωτερική υποτίμηση έχουν έλθει με μεγάλο κόστος για την κοινωνία, με μείωση των εισοδημάτων και εξαιρετικά υψηλή ανεργία».
Η έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο του άρθρου IV που είδε η «Κ» τονίζει ότι παρά την πρόοδο, η Ελλάδα δεν έχει επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη και οι κίνδυνοι παραμένουν υψηλοί. Για τον λόγο αυτό, το προσωπικό του ΔΝΤ τονίζει ότι πρέπει να εμβαθύνει και να επιταχύνει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ξεχωρίζοντας το συνταξιοδοτικό που εκτιμά ότι υπονομεύει τα δημόσια οικονομικά, τους ισολογισμούς των τραπεζών, τα εμπόδια στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, αλλά και το μη βιώσιμο χρέος. Ενώ εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς προβλέπει ότι θα επιτύχει μεσοπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ, τονίζει ότι αν επιλέξει ένα υψηλότερο στόχο (το 3,5% στο οποίο επιμένουν οι Ευρωπαίοι), αυτός θα πρέπει να υποστηρίζεται από αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις.
Συγκεκριμένα, καλεί την κυβέρνηση να αλλάξει το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με μείωση του αφορολόγητου και των φοροαπαλλαγών και εφαρμογή των νέων ποσοστών αναπλήρωσης στους υπάρχοντες συνταξιούχους. Η εξοικονόμηση που θα προκύψει προτείνει να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση ενός διχτύου κοινωνικής ασφάλειας. Παράλληλα, της ζητεί να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή και να κυνηγήσει όσους μπορούν αλλά επιλέγουν να μην πληρώνουν, να διαμορφώσει το πλαίσιο για τη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να περιορίσει γρήγορα τους κεφαλαιακούς ελέγχους και να ενισχύσει τη διοίκηση των τραπεζών. Οπως τονίζει η έκθεση, η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων, στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, στη διευκόλυνση των επενδύσεων, των ιδιωτικοποιήσεων και των ομαδικών απολύσεων. Ακόμη και αν κάνει, όμως, όλα αυτά, όπως την καλεί να πράξει σε κάθε περίπτωση, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο. Γι’ αυτό και επιμένει ότι χρειάζεται ρεαλιστικές υποθέσεις για την ικανότητα της χώρας να παράξει σταθερά πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σημαντική ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Παρά τις σημαντικές δημοσιονομικές, χρηματοοικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αναγνωρίζει ότι έχει νομοθετήσει η κυβέρνηση, το προσχέδιο της ανακοίνωσης τονίζει ότι «οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που επελέγησαν δεν είναι φιλικές προς την ανάπτυξη, ενώ δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η πλήρης εφαρμογή τους», κάτι που θέτει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους. Οπως σημειώνει, «με τη συνεισφορά των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων και την επίσημη χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της, η Ελλάδα επέστρεψε σε μετριοπαθή ανάπτυξη το 2016». Η ανάπτυξη αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, εφόσον εφαρμοστεί πλήρως και εγκαίρως το πρόγραμμα προσαρμογής. Με το τρέχον πρόγραμμα, το ΔΝΤ προβλέπει ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει λίγο κάτω από το 1%, και το πρωτογενές πλεόνασμα περίπου στο 1,5%. Σημειώνει όμως ότι «οι καθοδικές πιέσεις παραμένουν σημαντικές για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές και σχετίζονται με την ατελή ή καθυστερημένη εφαρμογή» των μεταρρυθμίσεων.
Οι κίνδυνοι και η υστέρηση
Το ΔΝΤ θεωρεί ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο τη μεταρρυθμιστική κόπωση, καθώς η ανεργία παραμένει υψηλή, ενώ η ανάκαμψη δεν έχει εδραιωθεί. Σε μία τέτοια περίπτωση, η άρνηση των μεταρρυθμίσεων θα προκαλούσε νέες πιέσεις ρευστότητας στις τράπεζες και θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια χρεοκοπία και/ή έξοδο από την Ευρωζώνη. Ως απάντηση προτείνει την παρακολούθηση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί στο πρόγραμμα του ESM.
Ενας δεύτερος υψηλός κίνδυνος είναι η αδύναμη ανάκαμψη της εσωτερικής ζήτησης λόγω του υψηλού χρέους και των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής, που βασίστηκε στην πλευρά των εσόδων. Η αδύναμη εσωτερική ζήτηση υπονομεύει την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, περιπλέκοντας την ελάφρυνση του χρέους. Για να αντιμετωπιστεί, το ΔΝΤ εκτιμά ότι χρειάζεται μια πιο φιλική προς την ανάπτυξη προσαρμογή, με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των δαπανών, μείωση των φόρων και διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Ακόμη και χωρίς αυτούς τους κινδύνους, το ΔΝΤ δεν προβλέπει σύγκλιση της Ελλάδας με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οπως υπολογίζει, με ρυθμό ανάπτυξης 1% μακροπρόθεσμα σε σχέση με 1,3% στην Ευρωζώνη, το επίπεδο ζωής στην Ελλάδα θα ανέρχεται μόλις στο 63% της Ευρωζώνης το 2040, χαμηλότερα από τα επίπεδα που βρισκόταν το 2006. Στο απαισιόδοξο σενάριο, μάλιστα, το επίπεδο ζωής θα είναι ακόμη χαμηλότερο, στο 55% με τάσεις περαιτέρω απόκλισης, υποδηλώνοντας μία «μη διατηρήσιμη κατάσταση».