Πρόστιμο 630 εκατ. δολαρίων συμφώνησε να πληρώσει η Deutsche Bank στη χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή της Νέας Υόρκης (DFS) και στη βρετανική εποπτική αρχή του χρηματοπιστωτικού τομέα (FCA) την περασμένη Τρίτη. O λόγος; «Ξέπλυνε» 10 δισ. δολάρια μέσω του υποκαταστήματός της στη Μόσχα. Στο επίκεντρο των κατηγοριών, αυτήν τη φορά, είναι οι συναλλαγές μεταξύ των γραφείων της τράπεζας στη Μόσχα, στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο από το 2011 έως το 2015, στο πλαίσιο των οποίων, για λογαριασμό των πελατών της, αγόραζε μετοχές σε ρούβλια και πωλούσε την ίδια ποσότητα μετοχών σε άλλα νομίσματα, μεταξύ των οποίων και το αμερικανικό δολάριο, μέσω του υποκαταστήματός της στο Λονδίνο. Στόχος αυτών των συναλλαγών ήταν να μεταφερθούν, για λογαριασμό άγνωστων πελατών, περίπου 10 δισ. δολάρια από τη Ρωσία σε offshore τραπεζικούς λογαριασμούς. Η πρακτική αυτή συνιστά, σύμφωνα με την FCA, οικονομικό έγκλημα, ενώ έθεσε σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Βρετανίας την περίοδο 2012-2015.
Η βρετανική αρχή FCA εκτιμά ότι η τράπεζα απέφυγε να εφαρμόσει ενιαίους κανόνες για την αποτροπή περιπτώσεων ξεπλύματος «μαύρου χρήματος». Με το πρόστιμο των 425 εκατ. δολαρίων που επιβλήθηκε από τις ρυθμιστικές αρχές της Νέας Υόρκης και το πρόστιμο 163 εκατ. στερλινών από τις αντίστοιχες βρετανικές, διαφαίνεται ότι η τράπεζα επιλύει σταδιακά τις δικαστικές της διαμάχες με τις ρυθμιστικές αρχές άλλων χωρών. Προηγήθηκε το πρόστιμο 7,2 δισ. δολαρίων που επιβλήθηκε στην τράπεζα από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, λόγω της παραπλανητικής πώλησης τοξικών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, συμβάλλοντας στο ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Η Deutsche Bank υποστήριξε ότι τα πρόστιμα δεν θα επηρεάσουν τις προβλέψεις της για την εκδίκαση υποθέσεων δικαστικής φύσεως. Σε γενικές γραμμές, η τράπεζα έχει προχωρήσει στην εύρεση συμβιβαστικών λύσεων για την επίλυση των δικαστικών της διαμαχών, σε αντίθεση με άλλες τράπεζες που έχουν επιλέξει τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, ο επικεφαλής διοικητικών υπηρεσιών της τράπεζας Καρλ Βον Ροχρ ενημέρωσε τους υπαλλήλους του ότι «η τράπεζα δεν μπορεί να θεωρήσει το θέμα λήξαν». Ο ίδιος υποστήριξε πως η τράπεζα συνεργάζεται με τις υπόλοιπες ρυθμιστικές αρχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, για την επίλυση του θέματος.
Η επιθυμία της τράπεζας να προχωρήσει στον εν λόγω διακανονισμό και η συνεργασία της με τις ρυθμιστικές αρχές οδήγησαν στη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε από την FCA κατά 30%, σε 163 εκατ. στερλίνες, από το αρχικό πρόστιμο (229 εκατ.).
Κατηγορήθηκε, ωστόσο, για την αδυναμία της να ελέγξει αποτελεσματικά τις περιπτώσεις ξεπλύματος «μαύρου χρήματος». Από τον Απρίλιο του 2015 έως και τον Ιανουάριο του 2017, η Deutsche Bank έχει καταβάλει μέσω διακανονισμών πρόστιμα περίπου 9 δισ. δολάρια.