Στην «Καθημερινή» της 26ης Φεβρουαρίου δημοσιεύθηκε ένα άρθρο τεσσάρων οικονομολόγων με το οποίο επιχειρηματολογούν υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από την Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) και επιστροφή στη δραχμή. Το άρθρο τους γράφτηκε ως απάντηση σε άρθρο 14 γνωστών οικονομολόγων του εξωτερικού, που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» στις 19 Φεβρουαρίου.
Το σύστημα του ευρώ, όπως σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε από το 1999 με σκοπό την ΟΝΕ, είναι ατελές και πάσχει από πολλές αδυναμίες, όπως άλλωστε έχει επισημανθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή διαδικασία νομισματικής ολοκλήρωσης, που ξεκινάει από την πολιτική ολοκλήρωση και στη συνέχεια την οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση, το σύστημα του ευρώ ξεκίνησε από την οικονομική ολοκλήρωση (ή ενιαία αγορά), και στη συνέχεια με τη νομισματική ολοκλήρωση στοχεύει στην πολιτική ολοκλήρωση. Αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και δεν υπήρχε προηγούμενο για σύγκριση.
Λόγω της αρχής της αποκέντρωσης που υιοθετήθηκε, και η οποία συνεπαγόταν κεντρικές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής αλλά αποκεντρωμένες εφαρμογές της πολιτικής αυτής από τα κράτη-μέλη, το ευρωσύστημα εναπόθεσε μεγάλο βάρος στις ικανότητες τού κάθε κράτους-μέλους να συμμορφώνεται με τις κεντρικές αποφάσεις. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των συναινετικών διαδικασιών της Ε.Ε., αλλά δεν ήταν πάντα εφικτό λόγω εγχώριων πολιτικών προβλημάτων στα κράτη-μέλη. Αυτή ήταν η αιτία που δημιούργησε τριβές στο σύστημα, και η βασική αιτία που η Ελλάδα απέκλινε πολύ από τις προδιαγραφές της δημοσιονομικής πολιτικής που συνεπάγεται η συμμετοχή στο ευρωσύστημα.
Οι υποστηρικτές της επανόδου στη δραχμή βασίζουν τα επιχειρήματά τους σε ορισμένες υποθέσεις.
Πρώτον, ότι μία υποτίμηση, που θα επέλθει σύντομα μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ, είναι αναγκαία και θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών χωρίς να αυξήσει τις εγχώριες τιμές. Αυτό είναι λανθασμένο, διότι οι τιμές των εγχώριων προϊόντων εξαρτώνται σε ένα μεγάλο βαθμό από τις τιμές των εισαγόμενων, που χρησιμοποιούνται σαν ενδιάμεσα αγαθά, πράγμα που σημαίνει ότι οι εγχώριες τιμές στην παραγωγή θα προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες υψηλότερες τιμές των εισαγωγών που θα προκύψουν από μία υποτίμηση. Αυτό άλλωστε συνέβαινε και στην προ του ευρώ εποχή. Επιπλέον οποιαδήποτε βελτίωση του κόστους των εξαγόμενων προϊόντων σε σχέση με τα εισαγόμενα δεν θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των εξαγωγών, διότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών δεν εξαρτάται μόνο από τις τιμές, αλλά κυρίως από την ποιότητα των προϊόντων που εξάγονται. Τρανή απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι έπειτα από επτά χρόνια μείωσης των ονομαστικών αλλά και πραγματικών αμοιβών, πράγμα που συνεπάγεται μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση της ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές δεν έχουν αυξηθεί σημαντικά.
Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι πρέπει να τονωθεί η ζήτηση, σε πρώτη φάση με αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, δηλαδή με χρηματοδότηση των κυβερνητικών ελλειμμάτων με έκδοση νέου χρήματος. Υποστηρίζουν δε ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς να αυξηθούν οι εγχώριες τιμές. Αυτή η ουσιαστικά «κεϋνσιανή» συνταγή έχει νόημα και εφαρμογή σε οικονομίες των οποίων η παραγωγική βάση έχει μεγάλα περιθώρια αύξησης λόγω μη απασχολούμενων εγχώριων πόρων, βασικά εργαζομένων και κεφαλαίου. Για την Ελλάδα, ενώ πράγματι υπάρχει μεγάλη ανεργία και μη απασχολούμενο κεφαλαιακό δυναμικό σε κάποιες βιομηχανίες, αυτή η ανεργία εστιάζεται κυρίως στους ανειδίκευτους εργάτες και σε τομείς όπως το εμπόριο και οι κατασκευές. Οι τομείς αυτοί αποτέλεσαν την αιχμή της φούσκας που γέννησε η υπερβολική αύξηση της ζήτησης, η οποία προήλθε από τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια που συνόδευσαν την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Δεν νομίζουμε ότι κανένας επιθυμεί την επάνοδο σε μία τέτοιου είδους αύξηση της ζήτησης και του ΑΕΠ.
Μία μη στοχευμένη αύξηση της ζήτησης δεν μπορεί να δημιουργήσει την παραγωγή και την απασχόληση που έχει ανάγκη η Ελλάδα για μία διατηρήσιμη μεγέθυνση του ΑΕΠ και των πραγματικών εισοδημάτων. Η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί με έναν βιώσιμο τρόπο μόνο αν βασιστεί στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα: την υψηλού επιπέδου μόρφωση και κατάρτιση μιας μεγάλης μερίδας εργαζομένων (περιλαμβάνουμε και τους πάνω από 200.000 ειδικευμένους νέους που έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία επτά χρόνια), τη γεωγραφική της θέση, τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, που της εξασφαλίζουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε μεγάλες αγορές της Ε.Ε. αλλά και άλλων χωρών με τις οποίες η Ε.Ε. έχει εμπορικές συμφωνίες.
Ως προϋπόθεση η χώρα χρειάζεται δημόσιες επενδύσεις εκσυγχρονισμού, αλλά κυρίως ιδιωτικές επενδύσεις σε τομείς προϊόντων υψηλής ποιότητας, με προοπτικές εξαγωγής, που να μπορέσουν να απασχολήσουν το εξειδικευμένο δυναμικό της Ελλάδας. Πολλές από τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν προταθεί στο πλαίσιο των διαφόρων «μνημονίων», αλλά και από οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ, έχουν ως σκοπό τη μείωση των διαφόρων εμποδίων και επιβαρύνσεων στην επιχειρηματικότητα, και πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα αν πρόκειται να μπορέσει η χώρα να αποτελέσει πόλο επενδύσεων.
Αντίθετα αυτά που προτείνουν οι οπαδοί της επιστροφής στη δραχμή θα επιφέρουν όχι μόνο πληθωρισμό, αλλά και τεράστια αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου εις βάρος των ασθενέστερων τάξεων που επιφέρει ο πληθωρισμός. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής θα απολεσθεί και η κεντρική τράπεζα θα γίνει ένα ίδρυμα εξυπηρέτησης των επιδιώξεων της εκάστοτε κυβέρνησης, όπως δυστυχώς ήταν επί Ζολώτα και των διαδόχων του. Αυτό, και η συνεπαγόμενη κάλυψη οποιωνδήποτε ελλειμμάτων με νομισματική επέκταση (τύπωμα χρήματος) θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε πληθωρισμό. Επίσης δεν πρέπει να αγνοηθεί το αυξημένο κόστος συναλλαγών που θα προκαλέσει μια κυμαινόμενη ισοτιμία στους εμπορευόμενους και στους απλούς πολίτες που συναλλάσσονται με φορείς του εξωτερικού.
Δεν ήταν η συμμετοχή στην ΟΝΕ που μας οδήγησε στην κρίση, αλλά η αλόγιστη πολιτική των διαφόρων κυβερνήσεων. Αν οι οπαδοί της δραχμής νομίζουν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα επαναφέρει δημοσιονομική πειθαρχία μεταξύ αυτών που θα διαχειριστούν την οικονομία, τότε μάλλον δεν έχουν υπόψη τους την ιστορία της περιόδου μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. το 1981. Η έξωθεν επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας και η τιθάσευση του πληθωρισμού εξάλλου ήταν οι βασικοί λόγοι που υπαγόρευσαν την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, ανεξάρτητα αν οι μετέπειτα κυβερνήσεις δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις της χώρας μας ως μέλος της Ευρωζώνης. Εκτός αν οι θιασώτες της δραχμής έχουν υπόψη τους τη μετατροπή της Ελλάδας σε καθεστώς τύπου λαϊκής δημοκρατίας, όπως των πρώην σοσιαλιστικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, το οποίο οι ίδιες οι χώρες σήμερα απεχθάνονται και στο οποίο δεν επιθυμούν επ’ ουδενί να επιστρέψουν.
* Ο κ. Λιανός και ο κ. Μπήτρος είναι ομότιμοι καθηγητές Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο κ. Σαρρής είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Παν. Αθηνών.