ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Με το χθεσινό Euroworking Group να κάνει βήματα πίσω αντί βήματα προόδου, έληξε η χθεσινή συνεδρίαση χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία επιστροφής των θεσμών στην Αθήνα. Το Euroworking Group συνέστησε μεν την επιστροφή των θεσμών και τη συμφωνία στο πακέτο μεταρρυθμίσεων, αλλά άφησε θολό το πότε θα γίνει αυτό, ενώ τόνισε ότι, αν χαθούν και οι επόμενες μέρες χωρίς να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος και καθυστερήσει περαιτέρω η επιστροφή τους στην Ελλάδα, τότε θα χαθεί η ευκαιρία να επιτευχθεί περαιτέρω πρόοδος στο Eurogroup στις 7 Απριλίου στη Μάλτα, κάτι για το οποίο εκτιμούν ήδη ότι οι πιθανότητες μειώνονται. Κυβερνητικές πηγές, που επίσης περιέγραφαν ως μη θετικό το κλίμα στις Βρυξέλλες χθες, ανέφεραν πως η ελληνική αντιπροσωπεία κατέστησε από νωρίς σαφές προς το EWG ότι, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία στα εργασιακά με ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων (αν, δηλαδή, δεν πιεστεί το ΔΝΤ να υποχωρήσει), τότε δεν μπορεί να συνεχιστούν οι συνομιλίες για αναζήτηση κοινού τόπου στα υπόλοιπα. Πάντως, μετά τη λήξη της συνεδρίασης μετέδιδαν την εκτίμηση ότι παραμένει η προσδοκία για επιστροφή των θεσμών τη Δευτέρα και έγκαιρη διευθέτηση των λίγων εκκρεμοτήτων πριν από το Eurogroup της Μάλτας.
Αξιωματούχοι του ΔΝΤ τόνιζαν στην «Κ» ότι δεν θα είναι εφικτό να επιστρέψουν στην Αθήνα αν η συμφωνία δεν είναι μία ανάσα πριν από την ολοκλήρωση.
Πάντως, σε αντίθεση με την Αθήνα που ανέβαζε χθες τους τόνους, όσον αφορά την κρισιμότητα ενός συμβιβασμού στα εργασιακά, το βασικό εμπόδιο, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, παρέμενε το αίτημα του ΔΝΤ να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις όσον αφορά την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς το 2019 και όχι το 2020, όπως ευελπιστούσε η ελληνική κυβέρνηση και είχε αρχικά συμφωνηθεί.
Η απαίτηση αυτή δημιούργησε επιπλοκές στις διαπραγματεύσεις που είχαν σημειώσει πρόοδο τα τελευταία εικοσιτετράωρα και κυρίως μετά την Τρίτη. Για το ΔΝΤ το βασικό επιχείρημα για τη μεταφορά των μεταρρυθμίσεων το 2019 από το 2020, είναι το γεγονός ότι το 2020 θα έχουν μεσολαβήσει σίγουρα εκλογές και ενδέχεται να υπάρξει αλλαγή της κυβέρνησης. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη του Ταμείου δεν είναι «αξιόπιστο» να υπόσχεται αυτή η κυβέρνηση ότι και η επόμενη θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να ζητάει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από το 2019, όταν ακόμα θα διανύεται η τετραετία της τωρινής κυβέρνησης. Εξαιτίας της άρνησης της Αθήνας να αλλάξει την ημερομηνία έναρξης των μεταρρυθμίσεων, το Ταμείο πρότεινε να υπάρξει μεγαλύτερη, πιο ενισχυμένη υποστήριξη των μέτρων πέραν των βουλευτών της κυβέρνησης, αλλά αξιωματούχος του ΔΝΤ τόνιζε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συζητηθεί ποτέ με την αξιωματική αντιπολίτευση και τον κ. Μητσοτάκη.
Στα εργασιακά η στάση του ΔΝΤ παραμένει σταθερή στο ότι θα μπορούν να γίνουν περαιτέρω διαπραγματεύσεις στον τομέα αυτό μόλις όλα τα υπόλοιπα ανοιχτά θέματα έχουν κλείσει. Η βασική διαφορά είναι η αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων στην επεκτασιμότητα των συλλογικών συμβάσεων, που η ελληνική κυβέρνηση θέλει να καταργήσει και το ΔΝΤ αντιτάσσεται, καθώς θεωρεί ότι θα επιφέρει πλήγμα στην οικονομία.
Αν όντως επιστρέψουν οι θεσμοί στην Αθήνα τις επόμενες μέρες, τότε μέχρι το Eurogroup της Μάλτας, στις 7 Απριλίου, θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί η τεχνική συμφωνία μεταξύ των θεσμών και της ελληνικής κυβέρνησης (staff level agreement). Αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί είναι ένα πλαίσιο συμφωνίας το οποίο να ανακοινωθεί στο Eurogroup και στη συνέχεια να συνεχίσουν οι επικεφαλής των θεσμών με την καταγραφή όλων των προαπαιτουμένων που πρέπει να ψηφιστούν από την ελληνική Βουλή πριν από το επόμενο Eurogroup στις 22 Μαΐου. Αξιωματούχος των θεσμών εξηγούσε ότι ο όγκος των προαπαιτουμένων θα είναι τόσος, που θα χρειαστεί περίπου δύο με τρεις εβδομάδες προκειμένου να συνταχθούν τα νομοσχέδια και να ψηφιστούν από την ελληνική Βουλή. Στο Eurogroup στις 22 Μαΐου θα κριθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και ποια θα είναι η συμφωνία που θα συγκεκριμενοποιεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Επίσης, εφόσον έχουν ψηφιστεί όλα τα μέτρα από την ελληνική Βουλή, το Eurogroup θα δώσει και το «πράσινο φως» να ξεκινήσουν οι αντίστοιχες διαδικασίες και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, που θα εγκρίνουν την εκταμίευση για το ελληνικό πρόγραμμα.