Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Η μαρτυρία του Ιταλού δημοσιογράφου Γκαμπριέλε ντελ Γκράντε στην «Κ».
ΕΡΕΥΝΕΣ 07.05.2017 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ
Στον Ταυρωνίτη έξω από τα Χανιά, όλοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να υποδεχθούν τον Gabriele del Grande, τον Ιταλό δημοσιογράφο που συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Τουρκία πριν από ένα μήνα. Ήταν προγραμματισμένο να φτάσει στο αεροδρόμιο το πρωί της Πρωτομαγιάς μαζί με την Ελληνοϊταλίδα σύντροφό του Αλεξάνδρα (εδώ και ένα χρόνο το ζευγάρι μένει στην Ελλάδα με τα δύο τους παιδιά).
Η οικογένεια της γυναίκας του είχε ξεκινήσει από νωρίς να μαγειρεύει για το γλέντι της επιστροφής του, τα παιδιά τους, η Νεφέλη τεσσάρων και ο Λεβάντε δύο ετών, είχαν φτιάξει με τη βοήθεια της γιαγιάς τους γιρλάντες από λουλούδια, είχαν κρεμάσει από τις ελιές αμέτρητα μπαλόνια και είχαν ζωγραφίσει ένα τεράστιο πανό για να τον υποδεχθούν.
«Τα παιδιά μπορεί να μη γνωρίζουν την περιπέτεια του πατέρα τους αλλά εισέπρατταν την αγωνία της μητέρας τους που προσπαθούσε να μάθει όλο αυτό το διάστημα τι ακριβώς του συμβαίνει και να συντονίσει τις προσπάθειες ώστε να επιστρέψει ασφαλής», εξηγούν οι συγγενείς τους όσο τους περιμένουμε στο αεροδρόμιο των Χανίων.
Λίγο μετά τις 11 το πρωί, ο Γκαμπριέλε και η Αλεξάνδρα βγήκαν από τις αφίξεις. Εκείνος ήταν χαρούμενος και χαλαρός. Αγκάλιασε τα παιδιά του και τους έδωσε σοκολατένια πασχαλινά αβγά. Έβαλε τα γέλια όταν η πεθερά του τον έρανε με λουλούδια.
«Είμαι τυχερός, η περιπέτειά μου κράτησε λίγο και τώρα είμαι εδώ», θα πει αργότερα όταν καθίσαμε στην βεράντα του σπιτιού τους με θέα τις ελιές και τον κόλπο των Χανίων. Η ιστορία όμως που θα αφηγηθεί στην «Κ» φωτίζει τη σκοτεινή πλευρά μιας Τουρκίας στην οποία βρίσκονται φυλακισμένοι τουλάχιστον 120 δημοσιογράφοι. Πολλοί από αυτούς για μήνες χωρίς κατηγορητήριο ή δίκη, ενώ κάποιοι άλλοι με κατηγορίες ότι είναι τρομοκράτες γιατί απλά έχουν εκφράσει την άποψή τους δημόσια.
Ο Γκαμπριέλε έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 7 Απριλίου. Ηταν το τέταρτο και τελευταίο του προγραμματισμένο ταξίδι στην Τουρκία στο πλαίσιο της έρευνας για το νέο του βιβλίο με θέμα τον πόλεμο στη Συρία και τη δημιουργία του ISIS. «Κάθε μέρα ακούμε για το Ισλαμικό Κράτος, αλλά γνωρίζουμε ελάχιστα. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που πολεμούν για το ISIS; Πώς φτάσαμε ώς εδώ;» είχε πει, μεταξύ άλλων, σε ένα τρίλεπτο βιντεάκι που είχε φτιάξει στην Αθήνα τον περασμένο Σεπτέμβριο, κάνοντας έκκληση μέσω Διαδικτύου σε απλό κόσμο να χρηματοδοτήσει τα ταξίδια του για να βρει τις απαντήσεις και να γράψει το βιβλίο.
Πολύ γρήγορα κατάφερε να συγκεντρώσει 47.918 ευρώ. Ο 35χρονος Γκαμπριέλε μπορεί να μην ήταν αυτό που λέμε πρώτο όνομα στην Ιταλία, αλλά ήταν ήδη γνωστός σε όσους ασχολούνται με το προσφυγικό. Ξεκίνησε το 2005 καταγράφοντας τους θανάτους των μεταναστών στην προσπάθειά τους να έρθουν στην Ευρώπη, έχει δημοσιεύσει άρθρα, βιβλία και έχει βραβευθεί για το ντοκιμαντέρ του «Είμαι με την νύφη» στο οποίο πέντε μετανάστες –μαζί με τον ίδιο τον Γκαμπριέλε– διασχίζουν χωρίς χαρτιά όλη την Ευρώπη, παριστάνοντας πως συνοδεύουν τη νύφη στον υποτιθέμενο γάμο της στη Στοκχόλμη.
Σε αυτό το τελευταίο του ταξίδι στην Τουρκία είχε καταφέρει να κλείσει μια σημαντική συνάντηση. Γι’ αυτό τον λόγο ταξίδεψε στο χωριό Reynhanli στα σύνορα με τη Συρία. Γύρω στις 11 το πρωί της Κυριακής 9 Απριλίου βρέθηκε με την πηγή του, έναν Σύρο, σε κεντρικό εστιατόριο. Εκατσαν στο τραπέζι μπροστά στο παράθυρο και παρήγγειλαν κάτι να πιουν. Ο Γκαμπριέλε είχε τοποθετήσει το μαγνητoφωνάκι που θα τον ηχογραφούσε κάτω από μια χαρτοπετσέτα για να μη τραβήξουν την προσοχή κανενός. Στο εστιατόριο εκείνη την ώρα υπήρχαν πολλοί Σύροι, οπότε το ότι οι δύο άνδρες μιλούσαν αραβικά δεν ήταν κάτι περίεργο. Θυμάται πως πολλές φορές είχε κοιτάξει γύρω του, αλλά τίποτα δεν του είχε φανεί ασυνήθιστο. Για αρκετή ώρα μίλησαν γενικά για το προσφυγικό, γρήγορα όμως άρχισαν να μιλούν για πιο ευαίσθητα θέματα σχετικά με το Ισλαμικό Κράτος.
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Ακόμα αγνοείται η τύχη αυτού του άνδρα», μου εξηγεί.
Η συνάντησή τους κράτησε περίπου πέντε ώρες. Αφού τελείωσαν τη συνέντευξη, παρήγγειλαν και φαγητό. Εφαγαν και ενώ ήταν έτοιμοι να ζητήσουν τον λογαριασμό, οκτώ άνδρες με πολιτικά ξαφνικά περικύκλωσαν το τραπέζι τους. «Αστυνομία. Τα χαρτιά σας» τους είπαν. Ο Γκαμπριέλε τους έδωσε το διαβατήριο, τη βίζα και τη δημοσιογραφική του διαπίστευση. Τον έβαλαν μόνο του σε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις από τους αστυνομικούς και τον Σύρο σε ένα άλλο με τους υπόλοιπους. Εφτασαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και από εκεί ξεκίνησε η περιπέτειά του.
Του ζήτησαν να βγάλει ό,τι υπήρχε στην τσάντα του. Λίγα ρούχα, τον υπολογιστή του, 800 ευρώ, 25 καρτ ποστάλ που ήταν έτοιμος να ταχυδρομήσει σε κάποιους από τους υποστηρικτές της καμπάνιας του. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε ο ανακριτής κρατώντας το μαγνητοφωνάκι. «Μικρόφωνο» απάντησε ο Γκαμπριέλε. Με αυτό είχε ηχογραφήσει όλες τις συνεντεύξεις που είχε κάνει και το υλικό αυτό δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια τους. Ο επόμενος όμως που θα τον ανακρίνει το ίδιο βράδυ γνωρίζει πως πρόκειται για εγγραφέα και του ζητάει «άδεια» να το ακούσει. «Ηξερα πως και όχι να έλεγα προφανώς θα το άκουγε, οπότε με χαλαρότητα του είπα “Βεβαίως!”». Η συνέντευξη είναι στα αραβικά, οπότε φωνάζουν μεταφραστή. Για καλή του τύχη εκείνος μεταφράζει το πρώτο κομμάτι στο οποίο πράγματι μιλούν γενικά για το προσφυγικό.
«Καταλαβαίνουμε πως είσαι εδώ για τη δουλειά σου αλλά θα πρέπει να προσέχεις. Η περιοχή αυτή είναι επικίνδυνη» τον προειδοποίησαν όταν τελείωσε η ανάκριση. «Το καταλαβαίνω» τους είπε εκείνος. Ηταν πλέον μεσάνυχτα. Του έδωσαν ένα χαρτί με αυτά που υποτίθεται τους είχε πει και του ζήτησαν να το υπογράψει. «Μα είναι στα τουρκικά και δεν καταλαβαίνω τι γράφει». Εκείνοι έφεραν ξανά τον μεταφραστή. «Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος πως η προφορική μετάφραση ήταν ακριβής, αλλά θεωρώντας πως το θέμα θα έληγε σε μερικές ώρες, αποφάσισα να το υπογράψω».
Τον έβαλαν και πάλι στο αυτοκίνητο και κάποιος του είπε πως θα τον μεταφέρουν κάπου στο Χατάι. «Στη φυλακή;» ρώτησε εκείνος στα αγγλικά, στα αραβικά και στη συνέχεια κάνοντας με τα χέρια του την κίνηση πως έχει χειροπέδες. Δεν πήρε όμως καμία απάντηση. Με το που έφτασαν εκεί και μέχρι να τον παραλάβουν από το αυτοκίνητο, κατάφερε να βγάλει από την τσάντα του το κινητό του και να στείλει στα κλεφτά ένα μήνυμα στην Αλεξάνδρα:
«Με συνέλαβαν. Είμαι στο Χατάι. Πιστεύω πως θα με απελάσουν άμεσα» της έγραψε.
Εκείνη βρίσκεται στην Αθήνα, το διαβάζει και ενημερώνει τις ιταλικές αρχές για τη σύλληψή του. Προσπαθεί να είναι ψύχραιμη και αστειεύεται με την οικογένεια και τους φίλους τους πως ο Γκαμπριέλε θα καταφέρει μέσα από την περιπέτεια αυτή να βρει και άλλες ιστορίες.
Πράγματι, στο Κέντρο όπου κρατείται, υπάρχουν 100 άτομα από τουλάχιστον 14 εθνικότητες που περιμένουν την απέλασή τους. «Υπήρχε κόσμος από Συρία, Ιράκ, Ρωσία, ένας Αλβανός γιατρός που δούλευε ως εθελοντής στο νοσοκομείο στα σύνορα, ένας Γερμανός. Μου είπαν τις ιστορίες τους και εγώ τη δική μου».
Το επόμενο πρωί, το διπλωματικό Σώμα της Ιταλίας ξεκινά επαφές με Τούρκους ομολόγους του. Ενημερώνονται πως ο Γκαμπριέλε δεν έχει συλληφθεί αλλά πως βρίσκεται σε «κατάσταση διοικητικής κράτησης». Τους λένε επίσης πως δεν θέλησε να έρθει σε επαφή με τις ιταλικές αρχές. Στην οικογένεια, η ψευδής –όπως αποδείχθηκε– πληροφορία φάνηκε περίεργη αλλά δεν έδωσαν σημασία, ήταν θέμα λίγων ημερών, τους διαβεβαίωσαν, να επιστρέψει σπίτι του.
Εν τω μεταξύ, στο Χατάι, συνεχίζουν τις ανακρίσεις. «Δεν με χτύπησαν ποτέ αλλά επέμεναν παρότι εγώ τους έλεγα κάθε φορά το ίδιο πράγμα: Ρωτήστε με ό,τι θέλετε για το διαβατήριο αλλά εάν έχετε κάποιο θέμα με τη δουλειά μου, τότε θέλω να ξέρω την κατηγορία και θέλω δικηγόρο». Κάθε φορά έβλεπε πάνω στο γραφείο ένα καινούργιο έγγραφο με ερωτήσεις στα τουρκικά. «Το έστειλαν από την Αγκυρα» του έλεγαν.
Το βράδυ της τέταρτης ημέρας κράτησης ένας δεσμοφύλακας τον μετέφερε στο γραφείο του και τον κέρασε καφέ και τσιγάρο. Ηταν νέος, γύρω στα 25 και μιλούσε σπαστά αγγλικά. Γι’ αυτό και ο Γκαμπριέλε δεν ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε καλά όταν του ζήτησε να βγάλουν μαζί μια... selfie. «Θες φωτογραφία με εμένα; Για ποιο λόγο;» ρώτησε απορημένος. Εκείνος του έδειξε στο κινητό του ένα κείμενο του CNN Τουρκίας. «Είχε μια φωτογραφία και το όνομά μου. Ηταν στα τουρκικά οπότε δεν είχα ιδέα τι έγραφε. Αλλά τουλάχιστον ήξερα πως δεν ήμουν ξεχασμένος κάπου στα βάθη της Τουρκίας».
Λίγες ώρες αργότερα τον έβαλαν ξανά στο αυτοκίνητο. Για δώδεκα ώρες κανείς δεν του έλεγε πού πάνε. Στις 5 τα ξημερώματα είδε από το παράθυρο του αυτοκινήτου διάφορες πινακίδες σήμανσης και έτσι κατάλαβε πως βρισκόταν στην πόλη Μούγλα. Δεν θυμόταν όμως την ακριβή τοποθεσία της πόλης αυτής στον χάρτη, οπότε ακόμα ήλπιζε πως ήταν κάπου κοντά στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης.
Το εισιτήριο της επιστροφής που είχε βγάλει πριν συλληφθεί ήταν για μια πτήση εκείνο το μεσημέρι. Θα έφτανε στην Ελλάδα και το ίδιο βράδυ θα έπαιρνε με την οικογένειά του το πλοίο για τα Χανιά. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να ταξιδέψει.
Το κέντρο «αναγνώρισης και απέλασης» της Μούγλα στεγαζόταν σε ένα κτίριο που επί χρόνια λειτουργούσε ως φυλακή. Χωρίς καμία εξήγηση, τον έβαλαν μόνο του σε ένα μικρό κελί με έναν φεγγίτη και μια λάμπα που ήταν μονίμως αναμμένη (αργότερα έμαθε πως μπήκε στην απομόνωση για «λόγους ασφαλείας», γιατί στο Χατάι μιλούσε πολύ με τους συγκρατούμενούς του). «Για να μη τρελαθώ έκανα επί ώρες γυμναστική και τους ζήτησα κάτι να διαβάσω. Μου έφεραν το Κοράνι, το οποίο διάβασα δύο φορές, ένα αραβοτουρκικό λεξικό και το μυθιστόρημα “Το νησί του Δρος Μορό” στα αραβικά.» Μάταια ζητούσε να τηλεφωνήσει στην οικογένειά του. «Περιμένουμε οδηγίες από την Αγκυρα», ήταν πάντα η απάντησή τους. Στους Ιταλούς διπλωμάτες, που επίσης ζητούσαν εξηγήσεις, έλεγαν ότι είναι καλά αλλά όχι το πού βρίσκεται.
Την όγδοη ημέρα κράτησής του, ο Γκαμπριέλε ζήτησε να δει τον διοικητή. «Πρέπει να μιλήσω στους δικούς μου», του είπε σε απόγνωση. Εκείνος του έδωσε μια λευκή κόλλα χαρτί: «Γράψε το αίτημά σου και θα το στείλουμε στην Αγκυρα». Πέρασε στο φαξ την επιστολή και του είπε πως πρέπει να περιμένουν απάντηση. Την επομένη, του ανακοίνωσε πως η Αγκυρα είχε στείλει αρνητική απάντηση.
«Πείτε μου, πραγματικά, τι συμβαίνει; Για πόσο ακόμα θα μείνω εδώ;», ρώτησε.
«Τι να σου πω... Δύο εβδομάδες; Μπορεί και περισσότερο», του απάντησε ο διοικητής. Τότε, εκείνος έχασε την ψυχραιμία του. Αρχισε να φωνάζει, να κλωτσάει τα σιδερένια έπιπλα. Εγινε φασαρία και μετά από λίγη ώρα του επέτρεψαν, εννέα ημέρες από τη σύλληψή του, να κάνει ένα τηλεφώνημα.
Στις 14.15, παρουσία τεσσάρων αστυνομικών, τηλεφώνησε στην Αλεξάνδρα που βρισκόταν πλέον στα Χανιά. Tην καθησύχασε πως δεν του είχαν κάνει κακό, αλλά πως κανείς δεν του εξηγούσε γιατί βρισκόταν στην απομόνωση. «Ξεκινάω απεργία πείνας με την απαίτηση να σεβαστούν τα δικαιώματά μου», της είπε.
Την επόμενη ημέρα του ανακοινώνουν πως θα μεταφερθεί ξανά. Ηταν έτοιμος να μπει στο αυτοκίνητο όταν ο διοικητής σταμάτησε τη μεταγωγή. «Είσαι πολύ τυχερός. Δεν θα πας πουθενά. Ερχονται από την πρεσβεία σου να σε δουν», του ανακοίνωσε. Ακόμα και σήμερα κανείς δεν γνωρίζει πού θα τον πήγαιναν. Φαίνεται όμως πως η δημοσιότητα και η διπλωματική πίεση που ασκούσε η ιταλική πλευρά είχαν αρχίσει να λειτουργούν.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γκαμπριέλε μάταια περίμενε εκείνη την ημέρα τους Ιταλούς διπλωμάτες. «Δεν ήρθε κανείς για εσένα τελικά», του είπαν όταν ρώτησε. Την ίδια ακριβώς στιγμή, όμως, έξω από το κρατητήριο περίμεναν ο Ιταλός υποπρόξενος και ο Τούρκος δικηγόρος του. Όταν έπειτα από ώρες αναμονής τούς αρνήθηκαν την είσοδο, ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας θορυβημένος επικοινωνεί απευθείας με τον Τούρκο ομόλογό του. Η κατάσταση μοιάζει να είναι κρίσιμη, ζητούν από την οικογένεια να διατηρήσουν χαμηλό προφίλ και μην δημιουργηθεί καμία ένταση.
Τελικά δυο ημέρες αργότερα, ο Γκαμπριέλε συναντάει ξεχωριστά και επί μία ώρα τον καθένα, τον Ιταλό πρόξενο της Σμύρνης και τον Τούρκο δικηγόρο. Ο τελευταίος βγάζει από την τσάντα του ένα μικρό μαύρο τετράδιο. «Θέλω να ξέρεις τι συμβαίνει εκεί έξω», του είπε και άρχισε να του διαβάζει για τις μαζικές κινητοποιήσεις, τα πρωτοσέλιδα στα ιταλικά αλλά και στα ξένα Μέσα, τα χιλιάδες μηνύματα συμπαράστασης και αλληλεγγύης από φίλους, αγνώστους, πολιτικούς, από τους μετανάστες πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ του. «Εκείνο το βράδυ, πρώτη φορά έκλαψα στο κελί μου. Δεν ένιωθα πλέον μόνος», λέει.
Η περίοδος των 14 ημερών, κατά την οποία θεωρητικά υποχρεούται η τουρκική πλευρά να ασκήσει δίωξη, είχε σχεδόν τελειώσει. Υπήρχε όμως ανησυχία γιατί στον δικηγόρο δεν έδιναν καν πρόσβαση στον φάκελο. Αρχισαν να κυκλοφορούν φήμες πως η κράτηση μπορεί να συνεχιστεί επί μήνες, όπως άλλωστε συμβαίνει σε πολλούς άλλους δημοσιογράφους.
Την επομένη, όμως, τον ξύπνησαν και του ανακοίνωσαν πως θα απελαθεί. Ούτε όμως τότε τον άφησαν να τηλεφωνήσει στους συγγενείς του. Επέμειναν να πετάξει στην Ελλάδα και όχι στην Ιταλία, «προφανώς για να αποφύγουν τη μεγάλη δημοσιότητα» θεωρεί ο Γκαμπριέλε. Η Αλεξάνδρα όμως βρισκόταν ήδη στη Ρώμη, οπότε δεν είχαν επιχειρήματα. Λίγο πριν μπει στην πτήση, του έδωσαν την τσάντα του. Τα πράγματά του ήταν φαινομενικά ανέπαφα (έλειπε μόνο ένας νυχοκόπτης και 4 μπαταρίες). Στην Ιταλία τον περίμενε η Αλεξάνδρα, δεκάδες δημοσιογράφοι και ένα πιάτο φαγητό (προσούτο κρούντο, το οποίο καταβρόχθισε).
Τις πρώτες ημέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Πλέον είναι καλύτερα, αλλά ανυπομονεί να επιστρέψει στην καθημερινότητά του. Στο σπίτι τους στα Πετράλωνα, στην έρευνα για το βιβλίο του και βέβαια πλέον στον αγώνα αλληλεγγύης προς τους υπόλοιπους έγκλειστους δημοσιογράφους.
«Ελπίζω η ιστορία μου να κάνει τον κόσμο να καταλάβει τι συμβαίνει στην Τουρκία. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή φυλακισμένοι σε πολύ χειρότερη κατάσταση και η σκέψη μας πρέπει να είναι μαζί τους», καταλήγει.
Ρεπορτάζ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ
Σκίτσο: MOLLY CRAPPABLE
Για την «K» και το Kathimerini.gr.
Κυριακή 07.05.2017