Τον τελευταίο καιρό συζητείται από διάφορες πλευρές το ενδεχόμενο της εξαγοράς των δανείων του ΔΝΤ από τον ESM. Το ελκυστικό ως «στόχο εξαγοράς» με τα δάνεια αυτά (σύνολο 14 δισ. ευρώ) είναι το υψηλό επιτόκιο (3,5% έναντι 0,8% του ESM) και η σύντομη αποπληρωμή τους (τελευταία δόση –μικρή– το 2024, έναντι πάνω από 30 χρόνια του ESM). Το ενδεχόμενο εξαγοράς είναι ελκυστικό και πολιτικά για κάποιους που επιθυμούν την άμεση δημιουργία «ευρωπαϊκού ΔΝΤ» ή την απεμπλοκή από τους «ιδεοληπτικούς νεοφιλελεύθερους που όλο κάνουν λάθη». Θα επιχειρήσουμε να ρίξουμε φως σε όλες τις πτυχές του ζητήματος.
Πώς μπορεί να γίνει η εξαγορά. Δεδομένου ότι δεν διαφαίνεται διάθεση νέου δανεισμού από τους Ευρωπαίους εταίρους, πολύ περισσότερο για την απεμπλοκή του ΔΝΤ, θα χρησιμοποιηθούν πόροι από το τρέχον πρόγραμμα που «περισσεύουν». Με όλες τις υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους μέχρι τον Αύγουστο 2018 και με μαξιλάρι για τις τράπεζες, απομένουν «αδιάθετα» περίπου 20 δισ. ευρώ Οπότε είτε ο ESM δανείζει την Ελλάδα για να εξοφλήσει τα δάνεια ΔΝΤ είτε αγοράζει απ’ ευθείας τα δάνεια. Στην πρώτη περίπτωση, η Ελλάδα χρειάζεται συνολικά περίπου 1 δισ. ευρώ για τους τόκους του χρέους μέχρι το 2024 και οι αποπληρωμές εκτείνονται σε ορίζοντα μεγαλύτερο των 30 ετών. Ανάλογό της είναι ο δανεισμός προς την Ελλάδα τον Δεκέμβριο 2012 για την επαναγορά των ομολόγων PSI. Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα εξακολουθεί να εξυπηρετεί τα δάνεια, το «κέρδος» του ESM είναι προς διανομή με απόφαση του Eurogroup. Ανάλογό της είναι τα ομόλογα που διακρατεί η ΕΚΤ – η Ελλάδα εξοφλεί κανονικά και το «κέρδος» επέστρεφε στη χώρα μέχρι το 2014 και μετά την απεμπόληση των επιστροφών κατά τη διαπραγμάτευση του 2015, οδεύει προς τον ESM για τη χρηματοδότηση πράξεων ανταλλαγής χρέους.
Η οπτική του ΔΝΤ. Ηταν γνωστό πως στο εσωτερικό του ΔΝΤ υπήρχαν αντιδράσεις για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας. Από την άνοιξη του 2014 δεν έχει εκταμιευθεί ούτε δεκαράκι από το Ταμείο. Στο μνημόνιο Τσίπρα προβλεπόταν η συμμετοχή του έως 16 δισ. ευρώ – δεν έχει συμφωνήσει ακόμη τη συμμετοχή του, ούτε το ποσόν. Το βασικό πρόβλημα είναι η εκτίμηση μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους με τις τρέχουσες ρυθμίσεις. Η εξαγορά των δανείων από τον ESM λύνει τα προβλήματα του ΔΝΤ. Χωρίς πρόσθετη ή με μικρή συμμετοχή στο τρέχον πρόγραμμα, η οποία όμως θα καλύπτεται από εγγυήσεις του ESM. Είναι γνωστό πως η ενδεχόμενη συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρέχον πρόγραμμα θα είναι μικρή, οπωσδήποτε χαμηλότερη από τα «τραβηχτικά δικαιώματα» της Ελλάδας (6 δισ. περίπου) που εγκρίνεται με απλούστερες διαδικασίες. Είναι χαρακτηριστικό πως διεθνώς το ενδεχόμενο έγινε γνωστό κατά τις διαπραγματεύσεις στο περιθώριο της εαρινής συνάντησης του ΔΝΤ ακριβώς έτσι: εξαγορά ή/και εγγυήσεις χρησιμοποιώντας τα «υπόλοιπα» του μνημονίου.
Η οπτική των Ευρωπαίων εταίρων. Το ελκυστικό της εξαγοράς είναι η παράκαμψη του προβλήματος που εγείρει η θέση του ΔΝΤ περί υψηλής μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Με την εξαγορά των παλιών δανείων του ΔΝΤ και την παροχή εγγυήσεων σε ρευστό για τη συμμετοχή στο τρέχον πρόγραμμα διασφαλίζεται η συμμετοχή του Ταμείου (πληρώνεται ξεχωριστά ούτως ή άλλως η ενασχόληση των στελεχών και του μηχανισμού του ΔΝΤ) χωρίς να έχει οριστικοποιηθεί η ρύθμιση ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Επιπροσθέτως, η εξαγορά είτε προσφέρει ελάφρυνση 1 δισ. είτε χρηματοδοτεί με το ίδιο ποσόν πράξεις ανταλλαγής χρέους από τον ESM πολλαπλάσιου ύψους.
Η ελληνική οπτική. Δεν υπάρχει ή δεν είναι κατασταλαγμένη. Στη δεινή θέση που έχει αυτοεγκλωβισθεί η κυβέρνηση, θα δει το ζήτημα περιχαρής με όποια απόφαση λάβουν οι πιστωτές. Ενδιαφέρον έχει η υποστήριξη της εξαγοράς των δανείων του ΔΝΤ από φωνές του λεγόμενου μεταρρυθμιστικού χώρου. Τα επιχειρήματα περιστρέφονται γύρω από τη λύση με αποκλειστικώς ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά – ο ύστερος αντιμνημονιασμός είναι μπόνους.
Παρά το ότι όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους το ενδεχόμενο της εξαγοράς της συμμετοχής του ΔΝΤ εμφανίζεται ελκυστικό, είναι αντίθετο προς τις πιεστικές ανάγκες της χώρας. Σήμερα υπάρχει «χρέος εν αναμονή» περίπου 8 δισ. Η κυβέρνηση έχει αντλήσει ρευστότητα από την οικονομία –τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, βεβαιωμένες και υπό πιστοποίηση, καθώς και από τον λογαριασμό ΔΝΤ της ΤτΕ– η οποία πρέπει να αποκατασταθεί μετατρεπόμενη σε χρέος. Εχει δανεισθεί 11,5 δισ. σε repos τα αποθεματικά φορέων του Δημοσίου. Η επιστροφή αυτών των εν πολλοίς αναγκαστικών δανείων θα είναι ένα σοκ ρευστότητας στην οικονομία με πολλαπλάσια οφέλη στο ΑΕΠ, στην ανεργία, στα δημόσια και ασφαλιστικά ταμεία. Επίσης, υπάρχει βραχυπρόθεσμος δανεισμός (έντοκα γραμμάτια) από τις ελληνικές τράπεζες ύψους 15 δισ. ευρώ – η μείωσή του θα προσφέρει ρευστότητα στις τράπεζες και την οικονομία. Το 2019 είναι χρονιά με αυξημένες απαιτήσεις αναχρηματοδότησης του χρέους (περίπου 13 δισ.) και λόγω των καθυστερήσεων είναι αμφίβολο κατά πόσον θα έχει επιτευχθεί η πλήρης πρόσβαση στις αγορές χρέους και είναι πιθανό να είναι απαραίτητη η βοήθεια των εταίρων.
Στη συγκυρία, απομονώνοντας τις πολιτικές πτυχές, το ερώτημα είναι: τι θα γίνουν τα υπόλοιπα του μνημονίου Τσίπρα; Η δέσμευση πρακτικώς του συνόλου για την εξαγορά των δανείων ΔΝΤ υποθηκεύει τις προοπτικές ταχείας ανάκαμψης της οικονομίας. Οποια υπόλοιπα μείνουν πρέπει να οδεύσουν προς την οικονομία, διαφορετικά η αποφοίτηση από τα μνημόνια θα τη βρει κολλημένη στις λάσπες.
* Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής στο Columbia University.