«Ακαρπη», όπως είχε διαφανεί από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών και τις αλλεπάλληλες προτροπές της ΑΔΕΔΥ και της ΠΟΕ-ΟΤΑ για αποχή από τη διαδικασία, απέβη και η τρίτη προθεσμία για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία έληξε τυπικά χθες.
Παρά τις επίσημες αλλά και τις «σιωπηρές» παρατάσεις που δόθηκαν αλλά και τις αρχικές εκτιμήσεις της ηγεσίας του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα συμμετάσχουν τελικώς στη διαδικασία, η αξιολόγηση επί του παρόντος παραμένει, όπως άλλωστε έχει συμβεί αρκετές φορές και στο παρελθόν, «σχέδιο επί χάρτου».
Προ του αδιεξόδου, η κυβέρνηση εξετάζει εναλλακτικές λύσεις και, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «Κ», αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης θα καταθέσει διάταξη που θα προβλέπει τη σύνδεση της αξιολόγησης με το νέο σύστημα κινητικότητας.
Στην επίμαχη διάταξη, θα ορίζεται ότι η συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων στην αξιολόγηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στο νέο σύστημα κινητικότητας που θα εφαρμοστεί τον Σεπτέμβριο. Οσοι υπάλληλοι δεν συμμετέχουν στην αξιολόγηση θα αποκλείονται και από τη διαδικασία της κινητικότητας και συνεπώς από τη δυνατότητα να μετακινηθούν σε θέσεις που επιθυμούν. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στη διάταξη θα ξεκαθαρίζεται ωστόσο ότι ο αποκλεισμός από την κινητικότητα θα διαρκεί όσο και η αποχή του κάθε υπαλλήλου από την αξιολόγηση, καθώς, εφόσον ο υπάλληλος συμπληρώσει και παραδώσει το σχετικό έντυπο, θα μπορεί να συμμετέχει στη κινητικότητα. Οπως προκύπτει και εκ του αποτελέσματος, η συντριπτική πλειονότητα των δημοσίων υπαλλήλων επέλεξε να απέχει από την αξιολόγηση.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών της δημόσιας διοίκησης, η αποχή κυμάνθηκε περίπου στο 70%, ενώ η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι το αντίστοιχο ποσοστό ξεπέρασε το 80%.
Το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί έχει θορυβήσει τους θεσμούς, οι οποίοι βλέπουν τα χρονοδιαγράμματα να παρακάμπτονται σημαντικά, δεδομένου ότι βάσει μνημονίου η διαδικασία θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του περασμένου Ιουνίου.
Η «αποτυχία» της αξιολόγησης και του μέτρου των παρατάσεων είχε διαφανεί από τα μέσα Ιουλίου. Ηδη από τότε και, με δεδομένο ότι η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης είχε δεσμευθεί ότι δεν θα κινήσει πειθαρχικές διαδικασίες εις βάρος των «απείθαρχων» υπαλλήλων, αναζητούνταν εναλλακτικές λύσεις για την εφαρμογή του νέου συστήματος.
Η σύνδεση αξιολόγησης και κινητικότητας η οποία επελέγη εκτιμάται ότι θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς πεποίθηση των επιτελών του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης είναι ότι η «εμπλοκή» που δημιουργήθηκε δεν έγκειται στην απροθυμία των υπαλλήλων να συμμετέχουν στη διαδικασία αλλά στην άρνηση των προϊσταμένων τους να παραλάβουν τα φύλλα αξιολόγησης.
Την ίδια ώρα πάντως, με αλλεπάλληλες ανακοινώσεις που ακολούθησαν την απόφαση της κ. Γεροβασίλη για παροχή τρίτης παράτασης, ΑΔΕΔΥ και ΜΕΤΑ «θριαμβολογούν» εν ολίγοις για την επιτυχία της αποχής, αποδίδουν στην κυβέρνηση «πιέσεις» και «εκβιασμούς» και καθησυχάζουν τους υπαλλήλους ότι «η συνέχιση της αποχής δεν θα έχει πειθαρχικές συνέπειες».
Η –επί του παρόντος– «αποτυχία» εφαρμογής της αξιολόγησης απετέλεσε πεδίο νέας αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο τομεάρχης Διοικητικής Ανασυγκρότησης της Ν.Δ. Γιώργος Γεωργαντάς, επέρριψε ευθύνες στην κυβέρνηση τονίζοντας ότι «η συντονισμένη προσπάθεια απαξίωσης κάθε διαδικασίας αξιολόγησης τα προηγούμενα χρόνια έχει οδηγήσει στα σημερινά αδιέξοδα». «Η κυβέρνηση και στη δημόσια διοίκηση έσπειρε ανέμους και θερίζει θύελλες», κατέληξε ο κ. Γεωργαντάς.
Αμεση ήταν η απάντηση της αρμόδιας υπουργού Ολγας Γεροβασίλη, η οποία, μέσω ανακοίνωσης, καταλόγισε στη Ν.Δ. «σιωπηρή υποκίνηση της αποχής από τη διαδικασία της αξιολόγησης» επισημαίνοντας ότι «ο ελληνικός λαός δεΝ συμμερίζεται τη χαρά της στην ανάμνηση των τυφλών απολύσεων και της καρατόμησης στελεχών της δημόσιας διοίκησης με υψηλά τυπικά προσόντα». «Οι θιασώτες της κατεδάφισης της δημόσιας διοίκησης θα μείνουν με τις αναμνήσεις τους», κατέληξε η κ. Γεροβασίλη.