Πριν από δύο εβδομάδες και συγκεκριμένα στην «Κ» της 4ης Σεπτεμβρίου η συνάδελφος Γιούλη Επτακοίλη έκανε μια τεράστια δημοσιογραφική επιτυχία. Τη χαρακτηρίζω τεράστια, διότι είναι πραγματικά σπάνιο ένας δημόσιος λειτουργός να αποκαλύπτει επωνύμως σε μια εφημερίδα σειρά σκανδάλων στον χώρο της ευθύνης του, όχι μόνον φωτογραφίζοντας τους εμπλεκομένους, αλλά καταγγέλλοντας ευθέως την υπουργό της κυβέρνησης που τα καλύπτει.
Αναφέρομαι στην αποκλειστική συνέντευξη που εξασφάλισε η συνάδελφος από την κ. Ασπασία Λούβη, η οποία τον Αύγουστο αποπέμφθηκε από τη θέση της προέδρου του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ) με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού Λυδίας Κονιόρδου. Η οποία επιπλέον καρατόμησε σύσσωμο το Δ.Σ. στο οποίο προΐστατο η κ. Λούβη.
Καθώς θεωρώ πιθανό να μην έχετε διαβάσει τη συνέντευξη, επιτρέψτε μου να επαναλάβω μερικές μόνον από τις καταγγελίες της, ξεκινώντας από το μείζον. Δηλαδή από τον –εξωπραγματικό για ευνομούμενη χώρα– τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το περιβόητο αυτό Ταμείο.
Το ΤΑΠ, λοιπόν, όπως προκύπτει από τη συνέντευξη, όχι μόνο δεν ελέγχεται από το υπουργείο των Οικονομικών (όπως όλα τα δημόσια ταμεία), αλλά ανήκει σε μια γκρίζα ζώνη, παραμένοντας ανέλεγκτο ακόμη και στα χρόνια της κρίσης. Πριν όμως πάμε σε αυτό, χρειάζεται μία διευκρίνιση για όσους αναγνώστες δεν έχουν ποτέ ξαναδιαβάσει κάτι σχετικό με το εν λόγω ταμείο: ο ετήσιος τζίρος του ΤΑΠ προκύπτει από τα εισιτήρια που κόβουν τουρίστες και γηγενείς σε όλα τα μουσεία της χώρας και από τα (θλιβερά συνήθως) αναμνηστικά που πωλούνται στα καταστήματα των μουσείων. Για να έχετε μια τάξη μεγέθους, το ΤΑΠ το 2015 διασφάλισε ετήσια έσοδα 56 εκατ. ευρώ, το 2016 88 εκατ. ευρώ, το 2017 εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 100 εκατ. ευρώ, ενώ αν είχαν γίνει οι κατάλληλες κινήσεις ο τζίρος του θα μπορούσε να προσεγγίσει ακόμη και τα 300 εκατ. ευρώ. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει μια έκθεση της Μακένζι, η οποία περιγράφει αναλυτικά και πώς θα μπορούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις να εκτινάξουν τάχιστα τα έσοδα από την αξιοποίηση του αρχαιολογικού και όχι μόνον πλούτου της χώρας.
Πού έγκειται το σκάνδαλο; Το εξηγεί απλά η κ. Λούβη. Ο τζίρος του ΤΑΠ εδώ και πολλά χρόνια δεν καταγράφεται στα έσοδα του υπουργείου Πολιτισμού, για να μην μπορεί να ελεγχθεί από το υπουργείο Οικονομικών. Και αυτό γίνεται με απολύτως σκόπιμο τρόπο προκειμένου να διατηρείται ένα ταμείο που εξυπηρετεί πάσης φύσεως πελατειακά συμφέροντα· από τις ανεξέλεγκτες δαπάνες των τοπικών εφορειών αρχαιοτήτων μέχρι τις υπερωρίες των υπαλλήλων των μουσείων.
Καταγράφω λίγες μόνον από τις καταγγελίες της κ. Λούβη, η οποία τις εμφανίζει ως συνέπεια της άρνησης της κ. Κονιόρδου να αποδεχθεί το νέο οργανόγραμμα που εκείνη πρότεινε για να πάψει το ΤΑΠ να λειτουργεί ανέλεγκτα.
– Το 2017 δόθηκαν 17 εκατ. ευρώ για υπερωρίες αρχαιοφυλάκων. Πόσες υπερωρίες έγιναν και ποιοι τις πήραν ουδείς ξέρει.
– Πέρυσι τον Αύγουστο στην Ακρόπολη κόπηκαν περίπου 350.000 εισιτήρια εκ των οποίων τα 200.000 απεδείχθησαν μηδενικά (!) καθώς αφορούσαν –υποτίθεται– παιδιά. Το γιατί κανείς δεν είδε όλα αυτά τα παιδιά στον Ιερό βράχο, παραμένει μυστήριο.
– Το 2,5% του τζίρου του ΤΑΠ (περίπου 2,5 εκατ. ευρώ) διοχετεύεται υποχρεωτικώς σε ένα ταμείο αλληλοβοήθειας, το οποίο μεταξύ άλλων διαχειρίζεται έναν παιδικό σταθμό για τα παιδιά των εργαζομένων του υπουργείου Πολιτισμού. Το γιατί αυτός ο παιδικός σταθμός χρειάζεται πολλαπλάσια χρήματα για να λειτουργήσει από τους αντίστοιχους παιδικούς σταθμούς των δήμων, κανείς δεν θέλει να το απαντήσει.
– Τα αναψυκτήρια των 15 μουσείων της χώρας που παρουσιάζουν μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον εκμισθώνονται εδώ και δεκαετίες σε τρεις οικογένειες, οι οποίες τα κερδίζουν με μισθώματα εξωπραγματικά, αλλά παραδόξως τα μειώνουν μέσω προσφυγών στη Δικαιοσύνη. Το γιατί δεν έχει γίνει ποτέ ένας διαφανής διαγωνισμός για να μπουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι στα μουσεία, παραμένει μυστηριώδες ερώτημα.
Και μαζί με όλα αυτά που περιγράφουν τον χαοτικό τρόπο που λειτουργεί το υπουργείο Πολιτισμού, η κ. Λούβη κατήγγειλε και την τραμπούκικη αντίσταση των συνδικαλιστών να αποδεχθούν οποιαδήποτε αλλαγή πρότεινε επί των ημερών της. Αντιδρούν, είπε, γιατί ξέρουν πως αν ο τζίρος του ΤΑΠ εγγραφεί στα έσοδα του υπουργείου Πολιτισμού, τότε τον έλεγχο του συνολικού σκανδάλου θα τον αναλάβει το υπουργείο των Οικονομικών – δηλαδή, μη γελιόμαστε, η τρόικα και το πάρτι θα λάβει τέλος. Και αντί να βρει σύμμαχό της την κ. Κονιόρδου, εκείνη την απέπεμψε.
Δεν θα επανελάμβανα όσα είπε η κ. Λούβη στη Γιούλη Επτακοίλη, εάν δεν συνέβαινε κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό. Εχουν περάσει 19 ημέρες από τη δημοσίευση της συνέντευξής της και η Δικαιοσύνη όχι μόνον δεν έχει παρέμβει αυτεπάγγελτα, όπως θα όφειλε, αλλά δεν την έχει καν καλέσει να καταθέσει όσα γνωρίζει για τα σκάνδαλα που κατήγγειλε. Συμβαίνει όμως και κάτι ακόμη πιο ύποπτο. Προφανώς δεν θα περίμενε κανείς από την αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να παρέμβει, αλλά η αντιπολίτευση τι ακριβώς κάνει; Είναι τόσο ασήμαντο το θέμα ώστε να μη γίνει έστω μία ερώτηση στη Βουλή; Ή μήπως Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ φοβούνται μήπως βγουν τα δικά τους άπλυτα στη φόρα;