Το ερώτημα «Τι είν’ η σημαία μας;» επιδέχεται τόσες απαντήσεις όσες και το ερώτημα «Τι είν’ η πατρίδα μας»: πολλές. Και σίγουρα αλληλοσυγκρουόμενες, ακόμα κι αν προέρχονται από μέλη των ίδιων ιδεολογικών, κοινωνικών ή και αιματικών οικογενειών. Δεν εννοούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τον όρο «πατρίδα», την Ελλάδα ή όποια άλλη. Για τους στοιχειωδώς ενημερωμένους, για όσους εννοούν την Ελλάδα με ενσωματωμένη την ιστορία της, οι άνθρωποι που εμψυχώνουν τον τόπο δεν έζησαν και δεν ζουν σε κάποιο κλειστό μικροσύμπαν, παράλληλο προς τον υπόλοιπο πλανήτη. Πορεύτηκαν και πορεύονται σε διαρκή επαφή, πολεμική ή ειρηνική, σε ατελεύτητο δούναι και λαβείν, εξαναγκαστικό ή εθελοντικό, με τους σύνοικους λαούς αλλά και με τους περιοίκους. Κι αυτό ούτε την αντίληψή τους για τον κόσμο αφήνει ανεπηρέαστη ούτε τα γονίδιά τους.
Η δοκιμασία της σημαίας, με επετειακή συνήθως αφορμή, είναι μόνιμη τα τελευταία χρόνια στον δημόσιο βίο. Η «ατυχία» για τους εθνικιστές μας, σαφώς περισσότερους απ’ όσους ψηφίζουν ακροδεξιά κόμματα, ήταν ότι υπήρξαν μαθητές αλβανικής καταγωγής που αρίστευσαν. Και δεύτερη ατυχία ότι υπήρξαν και δάσκαλοι ή καθηγητές που, είτε είχαν τον Ισοκράτη στα μυαλό τους είτε όχι, έκριναν –ορθότατα– ότι όφειλαν να μην αδικήσουν τους αριστούχους. Και τους όρισαν σημαιοφόρους ή παραστάτες, προκαλώντας την «ιερή οργή» όσων ούρλιαζαν «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ». Ελληνας θα γίνει ο Αλβανός που θα το θελήσει, για τους δικούς του λόγους και με τον δικό του τρόπο. Περίπου όπως συνέβη, σε άλλους καιρούς, με τους Αρβανίτες, ορισμένοι από τους οποίους ίσως είναι παππούδες των φανατικών μας ελληνοφυλάκων· αν δεν φοβούνται, ας είναι πιο τίμιοι με τον εαυτό τους όταν ζωγραφίζουν το γενεαλογικό τους δέντρο.
Ο εντεκάχρονος Αφγανός Αμίρ, μαθητής του 6ου Δημοτικού της Δάφνης, ο οποίος κληρώθηκε να κρατήσει τη σημαία του σχολείου του, είχε πει χαρούμενος ότι θέλει να ζήσει στην Ελλάδα, και ας είναι ο πατέρας του στη Γερμανία. Τη χαρά του την έκανε πίκρα μια φοβική διευθυντική απόφαση, που ακύρωσε το αποτέλεσμα της κλήρωσης. Την ίδια πίκρα γεύτηκε η Αλβανοπούλα σημαιοφόρος στο Εμπορειό της Σαντορίνης, όπου οι χρυσαυγίτες, φιλοναζιστές πλην ναρκισσευόμενοι σαν ούλτρα πατριώτες, προσπάθησαν να διαλύσουν την παρέλαση. Το μάθημα ήρθε και πάλι από τη Μυτιλήνη: Εκεί παρέλασαν έντεκα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Ανάμεσά τους ο Χαντί. Αριστούχος. Αν θελήσει να γίνει Ελληνας (ή Γερμανός ή…), κανένας «καθαρός» δεν θα μπορέσει να τον εμποδίσει.