Αποτελεί κοινό τόπο ότι σε καθεστώς οικονομικής στασιμότητας ή και ύφεσης, μια πολιτική δομικού δημοσιονομικού πλεονάσματος, δηλαδή αυτού που δεν προέρχεται από έναν ανοδικό οικονομικό κύκλο, ασκεί έντονη προ-κυκλική επιρροή στην οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα και συνακόλουθα τη συνολική δαπάνη.
Οι δυσθεώρητες «επιδόσεις» της κυβερνητικής πολιτικής όσον αφορά την επίτευξη πρωτογενών υπερ-πλεονασμάτων, επιπλέον αυτού που προβλέπει πρόγραμμα, περί του συν 3% του ΑΕΠ το 2016 (3,8% συνολικώς) και ίσως ακόμη και συν 1,1% για το 2017, επιδοκιμάζεται ως μεγάλη επιτυχία της οικονομικής πολιτικής. Αποσιωπάται όμως η πρόσφατη εκτίμηση του ΚΕΠΕ ότι ο ρυθμός της οικονομικής μεγεθύνσεως τελικώς αναμένεται να περιοριστεί στο πελιδνό 0,96% για το 2017.
Ολα αυτά έπειτα από τόσα έτη ύφεσης, όπου οι πλεονάζοντες παραγωγικοί συντελεστές σχεδόν αφεύκτως θα έπρεπε, απουσία κάποιου συγκυριακού αρνητικού ιδιοσυγκρασιακού σοκ, να δώσουν αρχικώς ρυθμούς μεγέθυνσης περί του 3% τουλάχιστον.
Η ακατανόητη αυτή πολιτική των υπερ-πλεονασμάτων ίσως να ερμηνεύεται –μόνο– πολιτικώς. Υπερφορολογούνται και χρεοκοπούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις με απώλειες ακόμη και σταθερών περιουσιακών στοιχείων, ώστε η κυβέρνηση να μπορεί εκ των υστέρων να φιλοδωρήσει μέρος των ψηφοφόρων, κάνοντας εμπόριο ψήφων και επιδομάτων. Πρώτα θα δημευθεί ή θα πλειστηριαστεί η όποια περιουσία και μετά θα δοθεί ένα γλίσχρο επίδομα. Να υπενθυμίσω ότι οι μισοί περίπου φορολογούμενοι έχουν πλέον ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία.
Η άνευ προηγουμένου διεθνώς φορολογική και ασφαλιστική επιδρομή σημαίνει ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις, γνωρίζοντας τόσο την αστάθεια του φορολογικού πλαισίου όσο και τους παράλογα υψηλούς φορολογικούς και ασφαλιστικούς συντελεστές, περιορίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, ιδιαιτέρως δε τις καταναλωτικές τους δαπάνες. Το αποτέλεσμα είναι ο πολλαπλασιαστής να είναι ανεπαρκής και η οικονομία να μην μπορεί να ανακάμψει ουσιαστικώς. Τα τελευταία στοιχεία είναι χαρακτηριστικά. Μισθωτοί, συνταξιούχοι και –λιγότεροι κατά 58.000– ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν στις φορολογικές αρχές εφέτος 2,5 δισ. ευρώ περίπου λιγότερα από το προηγούμενο έτος.
Επιπλέον, η άνευ προηγουμένου επιβάρυνση των φορολογουμένων, και ιδιαιτέρως της εργασίας, οδηγεί και σε κάτι ακόμη χειρότερο. Περιορίζει την απασχόληση και καταβαραθρώνει τους ονομαστικούς μισθούς. Σε ένα πλαίσιο μάλιστα αποεπένδυσης, χαμηλοτάτου ποσοστού συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, αρνητικού ρυθμού αποταμίευσης και οξυτάτου δημογραφικού προβλήματος. Η ελληνική οικονομία ευρίσκεται σε μια πολύ κακή ισορροπία, η οποία μάλιστα αναπαράγει σε σημαντικό βαθμό τα αρνητικά της χαρακτηριστικά.
Με δεδομένα τους χαμηλούς ονομαστικούς μισθούς και, κυρίως, με την αρνητική προοπτική κάποιας αύξησής τους στο προβλεπτό μέλλον, η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, γεγονός που αποτρέπει τις επενδύσεις. Σημειώνεται ότι η καμπύλη της οριακής αποδοτικότητας, δηλαδή η πρόβλεψη της κερδοφορίας των επενδύσεων για το μέλλον, επηρεάζει τις επενδύσεις στο παρόν. Η δε προβλεπόμενη απόδοση εξαρτάται από την προβλεπόμενη δαπάνη παραγωγής.
Να γιατί, λοιπόν, η δραστική περιστολή της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί κλειδί για το διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, των οποίων η πραγματική δαπάνη αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την όποια προσπάθεια ουσιαστικής ανάκαμψης.
Οσο δε η ποσότητα της εργασίας που απασχολείται στην οικονομία, η οποία αντανακλά τη σχέση οριακής ωφέλειας και οριακής δυσαρέσκειας από τον ονομαστικό μισθό, υστερεί δραματικά –λόγω ακούσιας ανεργίας αλλά και εκούσιας αεργίας εξαιτίας των χαμηλοτάτων ονομαστικών μισθών–, τόσο η δαπάνη θα υστερεί, μαζί με την προβλεπόμενη κερδοφορία των δυνητικών μελλοντικών επενδύσεων.
Η προσδοκία για συνεχείς επιπλέον περιστολές μισθών και εισοδημάτων αλλά και περαιτέρω για φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις επιδεινώνει τους κινδύνους και το ψυχολογικό κλίμα, ρίχνοντας περισσότερη άμμο στις ρόδες της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς νοικοκυριά και επιχειρήσεις αναβάλλουν τη δαπάνη τους φοβούμενα καινούργιες περιστολές και νέες επιβαρύνσεις.
Συνεπώς επιβάλλεται η θέσπιση ενός φορολογικού συστήματος περισσότερο γραμμικού, απλού και σταθερού, με ισχυρή μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών φυσικών προσώπων. Αυτό θα επιτρέψει την τόνωση της δαπάνης και συνακόλουθα της αποδοτικότητας του κεφαλαίου, που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για επενδύσεις και ταχείς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
* O κ. Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και non-resident senior fellow στο Ινστιτούτο Brookings, είναι σύμβουλος μακροοικονομικής πολιτικής του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.