Μέχρι τα 80 του χρόνια έπαιρνε την τσάπα του στον ώμο και πήγαινε πρωί πρωί στα κτήματα. Δεν έκανε τίποτα σπουδαίο, ήταν ένας άνθρωπος κουρασμένος και βαρύς. Μια φιγούρα αδύνατη με σκυφτούς τους ώμους και μαλλιά κάτασπρα σαν το χιόνι. Διάβαζες στο πρόσωπό του τις κακουχίες που έζησε η γεννημένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα γενιά.
Πήγαινε στα κτήματα για να «ξεγελαστεί» όπως έλεγε η γιαγιά. Ψευτοτσάπιζε, ξεχορτάριαζε, τον χειμώνα μάζευε λίγες ελιές, το καλοκαίρι αμύγδαλα, πότιζε το μικρό μποστάνι, δεν τον βαστούσαν πια τα πόδια του για σκληρές αγροτικές δουλειές. Καλά τα έλεγε η γιαγιά: Ξεγελιόταν… Γιατί σ’ όλη του τη ζωή βρισκόταν στην ύπαιθρο. Στα χωράφια του. Στη γη του. Αυτό ήξερε να κάνει. Να την περιποιείται κι αυτή του έδινε τη δυνατότητα να θρέψει, να μεγαλώσει, να σπουδάσει τα παιδιά του.
Τα παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, έφυγαν απ’ το χωριό, εκείνος έμεινε μέχρι το τέλος. Οταν τα περισσότερα κτήματα κάηκαν σε μια μεγάλη φωτιά που ξύρισε το μισό νησί, παραιτήθηκε. Με το ζόρι του ’βγαζες δυο κουβέντες. Η ψυχή του είχε μαυρίσει. Δύο χρόνια μετά έφυγε από τη ζωή.
Είχε ήδη φροντίσει να μοιράσει τα κτήματα, λέγοντας στα πέντε του παιδιά «όταν πεθάνω κάντε τα ό,τι θέλετε». Κατά βάθος δεν ήθελε τίποτα να αλλάξει.
Τα κτήματα δεν πήγαν σ’ άλλα χέρια, ρήμαξαν όμως, κανένα από τα παιδιά δεν ασχολήθηκε με τη γη, είχαν γίνει όλοι Αθηναίοι, ένα-δυο χωράφια μόνο με καλά λιόδεντρα μέσα, δόθηκαν «μισακά», για να βγαίνει ένας τενεκές ελαιόλαδο και να ’χουν να λένε ότι ο πατέρας ακόμη τους έδινε κάτι.
Είναι αληθινή η ιστορία του παππού Νικόλα. Και οικεία. Σε όλη την Ελλάδα, στα νησιά, στον κάμπο, σε ημιορεινά και ορεινά χωριά, υπάρχουν αντίστοιχες ιστορίες.
Αυτή η παλιά γενιά που έβλεπε στη γη ένα κομμάτι του εαυτού της. Ενα κομμάτι που δεν άντεχε να χάσει, πόσο μάλλον να το δώσει σε ξένα χέρια. Ακόμη και σήμερα, αυτή η σχέση δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Οσοι έμειναν πιστοί στη γη τους, αρνούνται να την αφήσουν. Ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας, σχεδόν όλης της
Ευρωπαϊκής Ενωσης, γερνάει ολοένα και περισσότερο. Αυτό δείχνουν οι τελευταίες έρευνες. «Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την παραγωγή είναι σε μεγάλο ποσοστό υπερήλικες: Μόλις το 5,2% των αγροτών είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών. Το 14,7% των αγροτών είναι από 35 μέχρι 44 χρόνων, το 23,9% είναι από 45 μέχρι 54 ετών, το 24,9% από 55 μέχρι 64 χρόνων και το 31,3% άνω των 65 ετών» («Κ», 27/11/2017).
Περίπου 3,2 εκατ. αγρότες στην Ε.Ε. είναι μεγαλύτεροι των 65 ετών. Αν αποχωρούσαν, θα απελευθερώνονταν 200 εκατ. στρέμματα αγροτικής γης, ζωτικός χώρος για νέους αγρότες. Σε κάθε νέο αγρότη αντιστοιχούν 2,5 ηλικιωμένοι αγρότες. Αυτή η μετάβαση, όσο επώδυνη κι αν είναι, πρέπει να γίνει.