Ο Γιάννης Μπουτάρης, σχολιάζοντας το συλλαλητήριο της Κυριακής, παρατήρησε ότι οι Ελληνες «κάτω από τον Ολυμπο» δεν γνωρίζουν το Μακεδονικό. Δεν γνωρίζουν, εξήγησε, ότι η Μακεδονία γεωγραφικά δεν είναι μόνο ελληνική και ότι σε αρκετά χωριά της Καστοριάς και της Φλώρινας υπήρχαν, και ακόμη υπάρχουν, άνθρωποι που μιλούν μια ντόπια σλαβική γλώσσα.
Εχει δίκιο ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, εφόσον εννοεί τη γνώση που μεταφέρει η προφορική παράδοση. Αν δεν ζεις εκεί, αν δεν έχει η οικογένειά σου ρίζες στη Βόρειο Ελλάδα –στις Νέες Χώρες, όπως τις έλεγαν την περίοδο του Μεσοπολέμου–, από πού να ακούσεις ιστορίες για τη Μακεδονία όπως ήταν «προπολεμικά»; Ωστόσο, η γνώση αυτής της προφορικής παράδοσης για το παρελθόν της Μακεδονίας, την οποία οι Βορειοελλαδίτες, οι σημερινοί «γηγενείς», ασφαλώς διαθέτουν, δεν εγγυάται την ορθή κατανόηση του ζητήματος. Η αντίδραση στη σύνθετη ονομασία της ΠΓΔΜ είναι μεγαλύτερη στη Βόρειο παρά στη Νότιο Ελλάδα, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις. Δεν θα έπρεπε η γνώση του παρελθόντος, μέσα από την οικογένεια και τον κοινωνικό κύκλο τους, να τους κάνει πιο διαλλακτικούς, πιο συνετούς και πραγματιστές; Βλέπουμε, αντιθέτως, ότι τους κάνει πιο ανασφαλείς από τους Νοτιοελλαδίτες. Γιατί;
Την απάντηση θα τη βρούμε στην Ιστορία. Για τον λόγο αυτόν σας προτείνω ανεπιφύλακτα το εξαίρετο νέο βιβλίο του ιστορικού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου, «Μετά το 1922 – Η παράταση του Διχασμού» (εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για τη συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου του («1915 – Ο Εθνικός Διχασμός») και είναι, νομίζω, ακόμη καλύτερο· διότι, ενθαρρυμένος από την ανταπόκριση του προηγούμενου έργου του, ο ιστορικός αναπτύσσει με μεγαλύτερη ευρυχωρία και άνεση την αφήγησή του, προς όφελος και του ύφους και της παρουσίασης του θέματος. (Το λιτό, ξηρό χιούμορ του Μαυρογορδάτου, εκφραζόμενο εν παρόδω με αποστροφές στην αφήγηση και, συνήθως, εις βάρος ιστορικών μορφών για τις οποίες δεν τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση –π.χ. Θ. Πάγκαλο ή Π. Τσαλδάρη–, είναι ένα bonus στην απόλαυση της ανάγνωσης του βιβλίου…)
Βεβαίως, το βιβλίο πραγματεύεται ένα ευρύτερο θέμα από το Μακεδονικό: τη συνέχεια του Εθνικού Διχασμού μετά την Καταστροφή του 1922 και μάλιστα σε όλες τις διαστάσεις της. Εκ των πραγμάτων, η περίοδος περιλαμβάνει την προσπάθεια εθνικής ολοκλήρωσης, εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους πλέον, η οποία τις δεκαετίες του Μεσοπολέμου, πότε με αφορμή το προσφυγικό και πότε τις εθνικές μειονότητες, ήταν το κύριο πεδίο σύγκρουσης των πολιτικών δυνάμεων της εποχής. Ο Μαυρογορδάτος τονίζει επανειλημμένα ότι η αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε το μέγα επίτευγμα της Ελλάδας εν καιρώ ειρήνης, έστω και αν υπήρξε ατελές. Χάρη σε αυτό σχηματίσθηκε η σημερινή εθνική ομοιογένεια της ελληνικής Μακεδονίας. Η ομοιογένεια που θα έπρεπε να οπλίζει τους Ελληνες της Μακεδονίας με αυτοπεποίθηση. Δεν συμβαίνει όμως…
Ισως επειδή όλα αυτά που έπλασαν την εθνική ομοιογένεια δεν είναι και τόσο μακρινά, με το μέτρο του ιστορικού χρόνου. Ούτε 100 χρόνια δεν έχουν περάσει, λ.χ., από το περιστατικό της 5ης Νοεμβρίου 1924, όπως καταγράφεται από τον τότε νομάρχη Σερρών και παρατίθεται από τον Μαυρογορδάτο στο βιβλίο του:
«Εντόπιοι χωρικοί του Κιούπκιοϊ μετέβησαν χθες να καλλιεργήσουν την επιταχθείσαν περιοχήν του χωρίου. Οι πρόσφυγες όμως του εκεί συνοικισμού τους εξεδίωξαν, κακοποιήσαντες τινάς εξ αυτών. Οι εντόπιοι σπεύσαντες εις το χωρίον των και συγκαλέσαντες και άλλους χωρικούς, ωπλίσθησαν διά πολεμικών και κυνηγετικών όπλων και διά μαχαιρών και ροπάλων εξεστράτευσαν κατά των προσφύγων. Φθάσαντες εκεί οι ένοπλοι χωρικοί επετέθησαν κατά των προσφύγων, εκ των οποίων τρεις φέρουν καίρια τραύματα διά πολεμικών όπλων. Υπάρχουν όμως και άλλοι πολλοί ελαφρότερον τραυματισμένοι. Οι πρόσφυγες συμπαραλαβόντες και τους τραυματίας των ετράπησαν εις φυγήν προς τους Ροδολείβους (sic). Οι εντόπιοι μείναντες κύριοι του πεδίου επέπεσαν κατά των οικημάτων του προσφυγικού συνοικισμού και επτά μεν εκ των οικίσκων ανέσκαψαν εκ θεμελίων, είκοσι πέντε δε άλλους ημικατέστρεψαν, επυρπόλησαν δε και τρεις αχυρώνας…». Ας σημειωθεί ότι το Κιούπκιοϊ είναι η μετέπειτα Πρώτη, η γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Επίσης, δεν διευκρινίζεται στην αναφορά του νομάρχη, ούτε από τον ιστορικό που την αναδεικνύει, αλλά στο συγκεκριμένο περιστατικό είναι πολύ πιθανό οι μεν γηγενείς να ήσαν ως επί το πλείστον σλαβόφωνοι, οι δε πρόσφυγες τουρκόφωνοι.
Σε μια αποστροφή της ομιλίας του στο συλλαλητήριο, συγκεκριμένα εκεί που εξηγούσε στον κόσμο γιατί δεν πρέπει ποτέ να αναγνωρίσουμε τα Σκόπια ως Μακεδονία, ο Μίκης Θεοδωράκης, γνωστός για τη γενναιοδωρία του –την ψυχική–, είπε για τους Σκοπιανούς: «Ας τους αφήσουμε να πιστεύουν ότι είναι κατευθείαν απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Επειδή έτυχε να έχω περάσει όλη την προηγούμενη ημέρα βυθισμένος στο βιβλίο του Μαυρογορδάτου, όταν άκουσα τον Θεοδωράκη να ειρωνεύεται τις αξιώσεις των Σκοπιανών για την εθνική καταγωγή τους, αναρωτήθηκα πόσοι από εκείνους που κάγχαζαν στην πλατεία πιστεύουν ότι είναι οι κατευθείαν απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ είναι μάλλον οι απόγονοι των προσφύγων – εκείνων που με το δράμα της ζωής τους έκαναν τη Μακεδονία ελληνική.