Η εθνική Επανάσταση του 1821, που οδήγησε τελικά στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος του 1830, είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πολιτικό, κοινωνικό και διεθνές γεγονός. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτά τα περίπου δέκα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την ευόδωση του ονείρου, μπορεί κανείς να εντοπίσει σχεδόν όλες τις σταθερές της ελληνικής Ιστορίας που παγιώθηκαν σταδιακά τους επόμενους δύο αιώνες, διαμορφώνοντας εκείνο που μπορούμε να ονομάσουμε ως «ελληνικό παράδοξο». Ιστορικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται με επιμονή ανά διαστήματα, έστω κι αν αλλάζουν οι αφορμές των φαινομένων αυτών. Με άλλα λόγια, από εκείνο το παρατηρητήριο μπορεί κανείς να δει να παίζεται σε σύντμηση όλο το «έργο» των επόμενων 200 ετών.
Ξεκινώντας από τα αρνητικά, η πρώτη σταθερά είναι ο εμφύλιος πόλεμος το 1823-25. Ενας διχασμός που ξεσπά, τόσο εξαιτίας σημαντικών διαφωνιών για την εξουσία όσο και για ιδιοτελείς λόγους, όπως συμβαίνει πάντοτε με τους εμφυλίους. Πολιτικές παρατάξεις και κοινωνία θα ζουν έκτοτε διαρκώς, τον 19ο αλλά κυρίως τον 20ό αιώνα, με το φάντασμα του εμφυλίου να επικρέμαται και κάποτε θα τον επιδιώκουν κιόλας. Πάνω από το κράτος θα επικρέμαται, όμως, συνεχώς και η απειλή της χρεοκοπίας, από το 1824-25 και τα πρώτα δάνεια που συνομολόγησε η επαναστατική κυβέρνηση μαζί με τον νέο δανεισμό που συνόδευσε την ενθρόνιση του Οθωνα, μέχρι την πτώχευση του 1843, και τον αποκλεισμό από τις αγορές ώς το 1878. Αδυναμία συγκράτησης των δημοσίων δαπανών, μόνιμη καταφυγή σε υπέρογκο ξένο δανεισμό, ένταση με τους δανειστές, χρεοκοπία σχεδόν ανά μία γενιά: αυτό είναι το δημοσιονομικό μοτίβο που μας είναι πλέον γνώριμο και βιωματικά.
Οι μεγάλες δυνάμεις
Ο εμφύλιος σπαραγμός θα θέσει, εξάλλου, σε κίνδυνο την επιτυχία της Επανάστασης, η οποία τελικά θα σωθεί χάρη στην καταλυτική παρέμβαση των ξένων δυνάμεων στο Ναυαρίνο, το 1827. Εδώ έχουμε την άλλη σταθερά της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας: την ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία της χώρας, η οποία καθορίζει αποφασιστικά τη στάση των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων απέναντί της. Μια σχέση βασισμένη μονίμως στην εκατέρωθεν αμφιθυμία. Από τη μία, ένα μικρό και ανασφαλές εθνικό κράτος που περνά άλλοτε κρίσεις μεγαλείου και άλλοτε αυτοϋποτίμησης· το οποίο επιζητεί την προστασία αλλά αντιδρά στην παρέμβαση. Και από την άλλη, οι δυτικές δυνάμεις, όπου μαζί με τα γεωπολιτικά συμφέροντα μπλέκονται και οι κυρίαρχες πολιτισμικές αναπαραστάσεις. «Το ωραιότερο ερείπιο της Ελλάδας είναι ο λαός της» έγραφε απογοητευμένος ο Γάλλος Ε. Αμπού που δεν το έλεγε από ανθελληνισμό.
Μέσα στο καμίνι της Επανάστασης αναδύονται, όμως, και τα θετικά ιστορικά μοτίβα. Πρώτα και κύρια, το ίδιο το γεγονός της εξέγερσης που έχει εθνικό και αρχικά δημοκρατικό περιεχόμενο. Αντλεί δηλαδή από τη ριζοσπαστική παράδοση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, της χειραφέτησης τόσο των ατόμων όσο και των εθνοτήτων. Δεν υπάρχουν εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας άλλοι πληθυσμοί με τέτοια προοδευτικά αιτήματα και τόσο επεξεργασμένο πολιτικό σχέδιο για την πραγμάτωσή τους. Τα συντάγματα του Αγώνα είναι η καλύτερη απόδειξη: πρόκειται για ιδεολογικά κείμενα που δηλώνουν πώς φαντασιώνονται οι επαναστάτες το νέο κράτος, τους θεσμούς του, τα ατομικά δικαιώματα, τις πολιτικές σχέσεις.
Εντυπωσιάζει, πραγματικά, ο φιλελευθερισμός τους, για την εποχή. Αλλωστε, και η ίδρυση του ίδιου του κράτους θα συνοδευθεί από την εδραίωση όλων των θεσμών ενός ευρωπαϊκού και μάλιστα συγκεντρωτικού κράτους που επιδίωκε να αντισταθεί στον κατακερματισμό των παραδοσιακών τοπικών εξουσιών. Ενα κράτος που εξαρχής, λοιπόν, δεν έχει αμφιβολία να επιλέξει τα πρότυπα αναφοράς του, στα οποία θα μείνει εφεξής πιστό, ασχέτως με τις αστοχίες στην υιοθέτησή τους. Και μια κοινωνία που επιδίδεται διαχρονικά σε νεωτερικές πρακτικές, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στην εκπαίδευση, στην αρχιτεκτονική, και δεξιώνεται τις ευρωπαϊκές ιδέες με τον τρόπο της μεν, αλλά σε μόνιμη συζήτηση μαζί τους.
Είναι, στ’ αλήθεια, περίεργο να μιλάμε για επαναλαμβανόμενα μοτίβα ήδη από το 1821. Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι είμαστε καταδικασμένοι στην αέναη επανάληψή τους; Οι προδιαθέσεις τόσο του κράτους όσο και της κοινωνίας ασφαλώς και υπάρχουν. Ποιες από αυτές θα αναδειχθούν, όμως, σε κάθε εποχή, αν θα είναι όσες μας κατέστησαν ένα ξεχωριστό ευρωπαϊκό έθνος ή εκείνες που μας κρατούν ένα κράτος σε μόνιμη οικονομική εξάρτηση και σε χαμηλό εμφύλιο, είναι μια διαρκής πρόκληση. Και η επιλογή είναι μόνο δικό μας θέμα.
* Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».