Απ’ όλους τους ναζί εγκληματίες, αυτός που έχει προσελκύσει το μεγαλύτερο, ίσως, ενδιαφέρον (και την αποστροφή συνάμα) είναι ο γιατρός Γιόζεφ Μένγκελε. Η ιδιότητα «γιατρός» στην περίπτωσή του συνιστά ύβρη, καθώς ο άνθρωπος αυτός (επονομαζόμενος και «άγγελος του θανάτου», διότι υπήρξε ωραίος κατά τα φαινόμενα), ήταν από τους αξιωματικούς των Ες Ες που αποφάσιζαν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει στο Αουσβιτς, κυρίως όμως υπήρξε διαβόητος για τις πρωτοβουλίες που έπαιρνε στα ιατρικά πειράματα πάνω σε ζωντανούς ανθρώπους – κυρίως σε παιδιά.
Το ότι πειραματιζόταν πάνω σε παιδιά, καθιστά την περίπτωσή του ιδιαίτερα ειδεχθή. Ως γνωστόν, η αδυναμία του δρος Μένγκελε ήταν τα δίδυμα και η ειρωνεία είναι ότι κάποια από τα παιδιά που βρίσκονταν υπό τη δική του «φροντίδα», είχαν πιθανότητες να ζήσουν περισσότερο: διατρέφονταν καλύτερα και γενικά ζούσαν κάτω από πιο ανεκτές συνθήκες μόνο και μόνο για να διατηρηθούν ζωντανά για τα πειράματά του. Οσα δεν πρόλαβε να ακρωτηριάσει επέζησαν και χάρη σε αυτά τα παιδιά έχουμε πολλές μαρτυρίες σχετικά με την περίπτωση Μένγκελε, συχνά από το ένα αδελφάκι των διδύμων που είχε την τύχη να μην πέσει πρώτο στα χέρια του.
Η απόδραση
Η άλλη πτυχή που κατέστησε τον Μένγκελε σκοτεινό μύθο ήταν το ότι δεν συνελήφθη ποτέ. Απέδρασε στη Λατινική Αμερική, διέφυγε από το ανηλεές κυνηγητό της Μοσάντ και άλλων κυνηγών ναζί εγκληματιών, κρύφτηκε όπου και όπως μπορούσε και τελικώς βρήκε τον θάνατο από πνιγμό στη θάλασσα, το 1979 στη Βραζιλία. Ηταν 67 ετών. Η διαβολική του μορφή ενέπνευσε τους συγγραφείς και σκηνοθέτες βιβλίων και ταινιών όπως «Τα παιδιά από τη Βραζιλία» και «Ανθρωποκυνηγητό σε δύο ηπείρους» – για να μην ξεχάσουμε το πολύ πρόσφατο, και ιδιαίτερα επιτυχημένο, ελληνικό θεατρικό έργο «Μένγκελε» του Θανάση Τριαρίδη.
Το 2017, ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Ολιβιέ Γκετζ απέσπασε το βαρύτιμο λογοτεχνικό έπαθλο Ρενοντό για το μυθιστόρημά του «Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε». Το βιβλίο κυκλοφορεί τέλη Απριλίου από τις εκδόσεις Κριτική και αποτελεί μυθοπλαστική αφήγηση των ημερών του διαβολικού ναζί γιατρού μετά την απόδρασή του στη Νότια Αμερική, αποτυπώνοντας τις περιπλανήσεις και τη σταδιακή καταβύθισή του σε μια προσωπική κόλαση.
Επικοινωνήσαμε γραπτώς με τον κ. Γκετζ, ο οποίος απάντησε σε σειρά ερωτήσεών μας σχετικά με το βραβευμένο του μυθιστόρημα και τον μισητό κεντρικό χαρακτήρα του.
– Τι είδους πρόκληση αποτελεί για έναν συγγραφέα ένας τέτοιος κεντρικός χαρακτήρας; Τι σας τράβηξε πάνω του;
– Κατ’ αρχάς, τίποτα το προσωπικό δεν με τράβηξε στον Μένγκελε. Δεν έχω συγγενείς επιζήσαντες του Αουσβιτς. Το βιβλίο δεν είναι η οικογενειακή μου ιστορία ούτε κάποια προσωπική εκδίκηση. Η κύρια πρόκληση ήρθε όταν άρχισα να διαβάζω γι’ αυτόν και για τους άλλους ναζί γιατρούς στο Αουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης. Μου φάνηκε φρικώδες, τρομακτικό, απολύτως σοκαριστικό για την ίδια την ανθρώπινη φύση. Σε εκείνο το σημείο, μου φαινόταν τελείως τρελό να γράψω ένα βιβλίο για έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ομως, ποτέ μου δεν σκέφτηκα να γράψω κάτι για τον Μένγκελε για όσο καιρό βρισκόταν στο Αουσβιτς. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα. Ο αντικειμενικός μου σκοπός ήταν από την αρχή να γράψω για τη ζωή του μετά το Αουσβιτς, τη στιγμή που καταφτάνει στη Νότια Αμερική. Οπότε χρειάστηκε να χωνέψω όλη αυτή την πληροφορία της φρίκης, τα εγκλήματα, την ήσυχη συνείδησή του. Μετά βελτιώθηκε κάπως η όλη διαδικασία, διότι κατάλαβα πόσο θλιβερή προσωπικότητα ήταν και επίσης, πώς πέθανε: μόνος και δυστυχισμένος.
– Πόσο δύσκολο ήταν να σχηματίσετε έναν χαρακτήρα με σάρκα και οστά βασισμένο σε έναν σκοτεινό μύθο όπως ήταν ο Γιόζεφ Μένγκελε, καθώς επίσης να μπορέσετε να αποφύγετε τα γνωστά κλισέ;
– Χρειάζεται χρόνος, πολύς χρόνος. Διάβασα πολύ, κυρίως βιβλία για εγκληματίες για να καταλάβω πώς μετατρέπει κάποιος τέτοιες φιγούρες σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Το μοντέλο μου ήταν το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε.
Αυτό που επίσης με βοήθησε ήταν η ζωή του, αφού ο Μένγκελε εγκαταλείπει την Αργεντινή. Στην Παραγουάη, και πάνω απ’ όλα στη Βραζιλία, ο Μένγκελε υπέφερε πολύ. Σε κάποιο σημείο, έπειτα από περισσότερα από δύο χρόνια αναγνωστικής έρευνας, ταξιδιών και σημειώσεων, άρχισα να ανυπομονώ προκειμένου να περιγράψω την αργή, βασανιστική παρακμή του, καθώς επίσης να απομυθοποιήσω τα πάντα ή περίπου τα πάντα απ’ όσα είχαν γραφτεί γι’ αυτόν. Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν, ο Μένγκελε παρουσιαζόταν πάντοτε ως ένας πανίσχυρος εγκληματίας, ένας εγκληματίας που είχε διαφύγει κι έκανε τη μεγάλη ζωή τώρα. Οταν το «Ανθρωποκυνηγητό σε δύο ηπείρους» (ο ναζί γιατρός ήταν βασισμένος στον Μένγκελε) γυρίστηκε το 1976, ο Μένγκελε ζούσε ακόμα, αλλά σε μια φαβέλα, μόνος και ερωτευμένος με την καθαρίστριά του! Αυτό το υλικό μου φάνηκε πολύ συναρπαστικό για να γίνει βιβλίο.
– Μιλάτε για μεγάλη αναγνωστική έρευνα. Να υποθέσουμε ότι, μεταξύ των άλλων, μελετήσατε και έργα, π.χ., της Χάνα Αρεντ, και όσα έγραψε για τη λεγόμενη «κοινοτοπία του κακού»;
– Εδώ και περισσότερα από δώδεκα χρόνια μελετώ τη μεταπολεμική Ευρώπη, τη μεταπολεμική Γερμανία και τη Νότια Αμερική. Φυσικά και διάβασα την Αρεντ όπως και άλλους – στο τέλος του βιβλίου παραθέτω εκτενή βιβλιογραφία. Ο Μένγκελε είναι ένα ακόμα παράδειγμα της κοινοτοπίας του κακού. Είναι η ενσάρκωση της μετριότητας του κακού. Πηγαίνει στο Αουσβιτς για να μπορέσει να εκτινάξει την πανεπιστημιακή του καριέρα μετά τον πόλεμο, εφόσον η Γερμανία νικούσε. Ο οπορτουνισμός του, η εγωπάθειά του, τον έφτασαν ώς τα βασανιστήρια παιδιών με τη βοήθεια ενός συστήματος που καλλιέργησε συστηματικά τέτοιες ροπές και συμπεριφορές. Ισως, μάλιστα, ο Μένγκελε να είναι πιο ιδανική φιγούρα από τον Αϊχμαν προκειμένου να κατανοήσουμε τι σημαίνει η έννοια «κοινοτοπία του κακού».
«Ο,τι και να του έκαναν μετά το Αουσβιτς, η τιμωρία θα ήταν μικρή»
– Ο Αϊχμαν συνελήφθη και απαγχονίστηκε. Ο Μένγκελε είχε το τέλος που του άξιζε;
– Ο Μένγκελε έστειλε 400.000 ανθρώπους στον θάνατο. Ο,τι και να του έκαναν μετά το Αουσβιτς, η τιμωρία θα ήταν μικρή. Τα πρώτα δέκα χρόνια στην Αργεντινή ήταν όντως μια σκανδαλώδης ντόλτσε βίτα γι’ αυτόν. Τα τελευταία είκοσι, όμως, ήταν φρικτά. Ζούσε καθημερινά μέσα στην αβεβαιότητα και στην καχυποψία. Ετρεμε τη Μοσάντ. Εγινε παρανοϊκός κι απέμεινε ολομόναχος. Πέρασα μια ολόκληρη μέρα σε ένα αγρόκτημα κοντά στη Σέρα Νέγκρα όπου έζησε. Για έναν Ευρωπαίο αστό όπως ήταν αυτός, ο οποίος ονειρευόταν μια άνετη ζωή στο πανεπιστήμιο, η ζωή αυτή πρέπει να ήταν εφιάλτης. Υγρασία, ζέστη, μοναξιά, έντομα, φίδια και αράχνες κ.τ.λ. Εάν είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς η ζωή του θα ήταν πιο εύκολη. Θα είχε υπερασπιστεί τον εαυτό του όπως ο Αϊχμαν: ότι εκτελούσε εντολές κ.ο.κ. Στο τέλος τέλος, ένας λοχαγός ήταν μόνο. Μπορεί αυτό να τον εξυπηρετούσε καλύτερα. Βέβαια, αν τον είχαν συλλάβει οι Ισραηλινοί, εκεί θα την είχε πολύ άσχημα, στα σίγουρα.
– Ο Μένγκελε ήταν μορφωμένος, όπως και άλλοι ναζί. Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα που βασάνισε τον Τζορτζ Στάινερ: η ανεπάρκεια της τέχνης και του πολιτισμού απέναντι στη γοητεία της βαρβαρότητας. Εσείς πώς το εξηγείτε;
– Υπάρχει μονάχα μία απάντηση: ο ναζισμός. Η ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας. Τι να κάνει ο πολιτισμός απέναντι σε μια τέτοια μαζική ιδεοληψία; Το φοβερό με τον Μένγκελε είναι ότι ο ίδιος υπήρξε προϊόν της αφρόκρεμας της ευρωπαϊκής κουλτούρας: εύπορη, μεγαλοαστική οικογένεια, ερασιτέχνης κλασικός μουσικός, λάτρης της λογοτεχνίας, σπουδές, δύο διδακτορικά, η πρώτη του γυναίκα σπουδαγμένη στη Φλωρεντία. Κι όμως, όλ’ αυτά δεν τον εμπόδισαν. Για τον Μένγκελε ένα μικρό κοριτσάκι δεν ήταν παρά μια μύγα. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με αυτό. Μην ξεχνάμε τι είναι ένας ναζί: ένας άνδρας ή μια γυναίκα που δεν βλέπουν τον κόσμο όπως εμείς.
– Γιατί πιστεύετε ότι οι ναζί συνεχίζουν να εμπνέουν λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά, έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια;
– Διότι ζούμε ακόμα σε έναν κόσμο που διαμορφώθηκε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξέρετε, και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι προκάλεσαν 85 εκατομμύρια θανάτους στην Ευρώπη. 85 εκατομμύρια! Μεταξύ του 1914 και του 1945. Αυτό δεν περνά τόσο εύκολα. Εχουμε ξαναχτίσει την Ευρώπη, αλλά παραμένουμε στοιχειωμένοι. Αυτό θα διαρκέσει κάμποσα χρόνια ακόμα. Επίσης, οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρες πεθαίνουν. Η λογοτεχνία είναι, λοιπόν, ένας άλλος τρόπος για να θυμόμαστε τις θηριωδίες.
– Νιώσατε την παραμικρή συμπάθεια ή ταύτιση με τον ήρωά σας;
– Ποτέ! Ούτε μία στιγμή. Καμία συμπάθεια ή ταύτιση. Εγραψα, όμως, μια αληθινή ιστορία σα να ήταν μυθιστόρημα. Ενίοτε ορισμένοι αναγνώστες είχαν κάποια αισθήματα για τον Μένγκελε. Με ρώτησαν: Κάτι ένιωσες κι εσύ; Οχι, τους λέω. Αλλά αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας.