Δεν θέλει πολύ για να δημιουργηθούν νέα έθιμα, ώστε να συναθροιστούν με όσα όντως άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου και με όσα ανασύρει η μέθοδος της «αναβίωσης», άλλοτε από γνήσια αγάπη και άλλοτε για τουριστικούς λόγους. Δυο – τρία δοκιμαστικά χρόνια αρκούν, αφού τη μικρή αρχικά δημοσιότητα θα τη διευρύνουν τα σόσιαλ μίντια με διαδικτυακή ταχύτητα. Αρκετά γρήγορα λοιπόν τα νεοεισαγόμενα γίνονται κοινωνικώς και αστυνομικώς ανεκτά, όπως συνέβη με τις μολότοφ, με τις οποίες «πανηγυρίζεται» τα δέκα τελευταία χρόνια η Ανάσταση στον ναό της Αναλήψεως του Νέου Κόσμου. Κομματικές καταγγελίες γι’ αυτήν τη μετανάστευση της εξαρχειώτικης ρουτίνας δεν έτυχε να διαβάσω ή ν’ ακούσω, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι οι μονότονα καταγγέλλοντες τη «γενικευμένη ανομία» έκριναν σκόπιμο να μην πάνε κόντρα στο κοινό περί αναστάσιμου πανηγυρισμού αίσθημα.
Ορισμένες από τις νέες ιδέες πάντως δεν τις περιμένει η ανοχή απλώς ή η αποδοχή, αλλά η εξιδανίκευση και ο καθαγιασμός. Πώς καθαγιάστηκε η μεταφορά με ειδική πτήση του Αγίου Φωτός από την Ιερουσαλήμ στην Αθήνα; Πώς φτάσαμε να θεωρείται θρησκευτικώς και εθνικώς επιβεβλημένη η υποδοχή του με τις ίδιες τιμές που λίγους μήνες νωρίτερα αποδόθηκαν στον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν, του Ισραήλ Ρούβεν Ρίβλιν ή της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν; Για να μείνει άθικτος ο καθαγιασμός αυτός, έπρεπε οι μεν του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ να ξεχάσουν όσα επικριτικά έλεγαν για την ημιπαγανιστική τελετή (αυτό όμως αποδείχτηκε εύκολο), όλοι μαζί δε να ξεχάσουμε ότι ο αεροπορικός ερχομός του Φωτός δεν ανάγεται σε κάποια αγνή αρχαιότητα αλλά στο χθεσινό 1988. Ούτε κι εδώ όμως δυσκολεύτηκε η λήθη. Πόσοι θυμούνται πια πως ένας ταξιδιωτικός πράκτορας είχε πείσει τον τότε έξαρχο του Παναγίου Τάφου να έρχεται το Φως με ειδικά ναυλωμένη πτήση, και όχι διά θαλάσσης, ότι η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου είχε πείσει τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα για το ιερόν του πράγματος και ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης είχε πείσει τους πάντες για το εξαίρετον της ιδέας του να απονέμονται στο Φως τιμές αρχηγού κράτους, με αγήματα και κόκκινα χαλιά;
Και πόσοι θυμούνται (δίχως το σκονάκι του Ιντερνετ) πως είχε σκανδαλιστεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα το Πάσχα του 1988, βλέποντας τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, μπροστά στην Ωραία Πύλη και περιστοιχισμένο από μητροπολίτες, να διαπληκτίζεται με φωτογράφο που μετακίνησε το δεσποτικό μικρόφωνο, ώστε να απαθανατίσει καθαρά στιγμιότυπα, και ακούγοντάς τον έπειτα από λίγο να λέει, εις επήκοον πάντων και πασών των παρισταμένων, «ό,τι σας καπνίσει λέτε εδώ», όταν ο αρχιδιάκονος διάβασε λάθος περικοπή; «Αυτό δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ», είπαμε τότε από μέσα μας όλοι. Και το ξεχάσαμε. Οπως πολλά άλλα, για τα οποία ήμασταν απολύτως σίγουροι ότι δεν θα εξανεμίσει η λησμονιά.
Από λήθη σε λήθη, η αεροπορική τελετή από δοκιμαστικό event έγινε ιερό έθιμο, από αυτά που συναρπάζουν τους εκφωνητές ειδήσεων στα κανάλια, τα ιδιωτικά και κυρίως τα κρατικά, και αποσπούν από τα χείλη τους φωνή μελένια ή ζαχαρωμένη. «Φέτος, δυστυχώς, έγινε κάτι χειρότερο» έγραφε την Τρίτη 10 Απριλίου, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο Κωστής Παπαϊωάννου, πρώην γενικός γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Η κυβέρνηση όχι μόνο διατήρησε την τελετή, αλλά δεν είχε το σθένος και την πρόνοια να τη διαφυλάξει θεσμικά. Διπλή ήττα: αφενός ένα τύποις κοσμικό κράτος θρησκεύεται, αφετέρου αφήνει την τελετή να γίνει πάρτι της Ακροδεξιάς και των υπόδικων νεοναζί. Η “επιτροπή υποδοχής” στο αεροδρόμιο αποτελούνταν από την εντός κυβέρνησης “χριστιανική Δεξιά”, την Ακροδεξιά και τη Ναζιστική Δεξιά. Οι κυβερνητικοί παράγοντες δεν βρήκαν μια λέξη δυσφορίας για τον ακροδεξιό αντισημίτη, ομοφοβικό αντιπρόεδρο της Βουλής κ. Δ. Καμμένο (διακομματικές οι ευθύνες για την εκλογή του) και τους υπόδικους της Χ.Α. που πόζαραν δίπλα τους. Εικόνα ντροπής».
Η διακοπή τού «Χριστός Ανέστη» από τον στεντορεία τη φωνή αδόμενο Εθνικό Υμνο δεν έχει πολλά χρόνια προϊστορία, ώστε να πούμε πως έχει παγιωθεί ο εθιμικός της χαρακτήρας. Ξεκίνησε το 2013 (τη χρονιά που υιοθέτησε και η Κύπρος την αεροπορική μεταφορά), όταν το στρατιωτικό άγημα, κατ’ εντολήν των ανωτέρων και όχι αυθορμήτως, άρχισε να ουρλιάζει τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού, για να σκεπάσει το «Χριστός Ανέστη» του αρχιεπισκόπου και τις καμπάνες της χαράς. Για όσους θυμούνται τον οικουμενικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, αυτή η βίαιη διακοπή του κατ’ εξοχήν χαρμόσυνου αγγέλματός του, που αποτελεί και στοιχείο της ταυτότητάς του, αντιστρατευόταν σαφέστατα τον λόγο των Ευαγγελίων και τον υπονόμευε. Και για όσους δυσφορούν με τις επιδείξεις «πατριωτικού φρονήματος», ιδιαίτερα τις κραυγαλέες, που ερωτοτροπούν με το κιτς, ήταν μια επίδειξη απολύτως περιττή αφενός, απόγονος του τραγελαφικού «ελληνοχριστιανισμού», νοθευτική αφετέρου.
Τα προηγούμενα χρόνια επιδιδόμασταν σε φυσιογνωμικές αναλύσεις και βλέπαμε στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου μάλλον αυτό που θέλαμε να δούμε: δυσφορία, βουβή διαμαρτυρία. Λαθεύαμε. Φέτος, και με το ίδιο ύφος στο πρόσωπό του, ο κ. Ιερώνυμος διέκοψε αυτοπροαιρέτως το «Χριστός Ανέστη» για να συνοδέψει το τιμητικό άγημα που τραγουδούσε «Σε γνωρίζω από την κόψη» (ο Θεός να κάνει τραγούδι τις αγριοφωνάρες, επιβεβλημένες στο στράτευμα ακόμα κι όταν οι καημένοι οι φαντάροι λένε το ονοματεπώνυμό τους στον διοικητή τους ή στον πολιτικό που επισκέπτεται τη μονάδα τους). Αν είχε όντως ενοχληθεί ο προκαθήμενος της Εκκλησίας από τα περσινά και τα προπέρσινα, θα είχε ζητήσει έγκαιρα από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να δοθούν εντολές σεμνής σιωπής στο άγημα, ή, έστω, να το διατάξουν να περιμένει να ολοκληρωθεί το αναστάσιμο τυπικό και να μη βιαστεί να σκεπάσει το «Χριστός Ανέστη» στο πρώτο κιόλας άκουσμά του, άντε στην αρχή του δεύτερου. Και θα μπορούσε να κάνει δώρο στους στρατάρχες μια ταπεινή Σύνοψη ο κ. Ιερώνυμος. Ωστε να διαβάσουν εκεί πως «οι χοροί ψάλλουν το αυτό εξάκις [το Χριστός Ανέστη δηλαδή], του πατριάρχου (ή αρχιερέως, ή του προϊσταμένου) θυμιώντος και λέγοντος τους επομένους τέσσαρας στίχους: Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού» κ.λπ. Ας παρακαλούσε ή ας απαιτούσε ο αρχιεπίσκοπος να πουν οι στρατιωτικοί τον Εθνικό Υμνο, αν πρέπει καλά και σώνει να τον πουν, μόνον όταν τελειώσουν οι στίχοι, ξανακουστεί το τροπάριο της Ανάστασης και πορευτούν οι ιερωμένοι προς τον ναό, για να πουν τις ωραίες ωδές τους. Τόσα και τόσα έχει επιβάλει η Εκκλησία στην πολιτεία. Σ’ αυτό θα δυσκολευόταν, αν πράγματι το επιθυμούσε; Πλην ένας Θωμάς μού ψιθυρίζει ότι η αρχιεροσύνη εθνικοποίησε τον οικουμενικό Ιησού όχι εκβιασμένη αλλά ενθουσιωδώς, άτσαλα αρπαγμένη από τη συγκυρία, την κράτηση δηλαδή των δύο στρατιωτικών μας στις φυλακές της Αδριανούπολης.