Μπορεί τελικά ο Πρόεδρος της Ιταλίας να μην εμπόδισε τον σχηματισμό κυβέρνησης από την ακροδεξιά Λέγκα και το λαϊκιστικό Κίνημα των 5 Αστέρων, απέτρεψε ωστόσο την εισβολή στο κρίσιμο Υπουργείο Οικονομικών ενός 80χρονου Βαρουφάκη.
Έτσι, και η ετυμηγορία της κάλπης έγινε κατ’ αρχάς σεβαστή και το απετράπη χειρότερο. Διότι τα ηνία της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ, δεν παραδόθηκαν σε έναν φανατικό πολέμιο του κοινού νομίσματος.
Πολιτικά, είναι δίχως άλλο πολύ νωρίς για να κρίνει κανείς αν η κίνηση αυτή του κ. Ματαρέλα ήταν προτιμότερη από την μετωπική αντιπαράθεση φιλοευρωπαίων και λαϊκιστών, που μοιραία θα προκαλούσε μια σκληρότερη στάση εκ μέρους του. Από συνταγματική σκοπιά, εν τούτοις, επιβάλλεται να αξιολογηθεί η στάση του από τώρα. Διότι δημιούργησε ένα σημαντικό προηγούμενο, που ενδέχεται να ακολουθήσουν και άλλοι.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις συνταγματικού δικαίου για να αντιληφθεί το εξής παράδοξο: ότι δηλαδή, με παραπλήσιες αρμοδιότητες, η θέση του Προέδρου στην Ιταλία είναι πολύ πιο ενισχυμένη απ’ ότι στην Ελλάδα, (όπου ο πρόεδρος εκλέγεται έμμεσα, όπως και στην Ιταλία), αλλά και στην Ιρλανδία ή την Αυστρία όπου μάλιστα ο Πρόεδρος εκλέγεται άμεσα από τον λαό. Τη διαφορά έκανε όχι μόνο ο προηγούμενος Πρόεδρος Τζ. Ναπολιτάνο, με τη «σοφή» εφαρμογή των κρίσιμων συνταγματικών διατάξεων, αλλά και άλλοι προκάτοχοι του, από την εποχή του Λουίτζι Ενάουντι, στη δεκαετία του 1950, έως τις μέρες μας. Με αποχρώσεις, που συνδέονταν με την προσωπικότητα του καθενός, όλοι διεκδίκησαν ευθέως πολιτικό ρόλο, κάθε φορά που το κομματικό σύστημα δεν μπορούσε να δώσει ξεκάθαρες λύσεις. Και αυτό, λόγω απλής αναλογικής, ήταν μετά το 1956, ο κανόνας στην Ιταλία.
Σε μας συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ακόμη και πριν από την αναθεώρηση του 1986, όταν δηλαδή ο Πρόεδρος διέθετε σπουδαίες αρμοδιότητες, κανένας από τους υπηρετήσαντες το αξίωμα δεν τόλμησε να τις εφαρμόσει. Θυμίζω τις σιβυλλικές δηλώσεις του Κων. Καραμανλή, στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ. Παρά τις κραυγαλέες διαδικαστικές παρατυπίες (για να μην μιλήσω και για αντισυνταγματικότητες) δεν σημειώθηκε ούτε μια αναπομπή νόμου, ούτε μια άρνηση έκδοσης πράξης νομοθετικού περιεχομένου ή διατάγματος. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι, σ’ αυτή την «παθητική» ερμηνεία των προεδρικών αρμοδιοτήτων συμφώνησαν από την αρχή όλοι οι εμπλεκόμενοι, πολιτικά κόμματα και συνταγματολόγοι.
Η προσέγγιση αυτή επικράτησε, γιατί προφανώς βόλευε και βολεύει. Κανένα κόμμα εξουσίας δεν θέλει εμπόδια στα πόδια του, ενώ όλοι οι υπόλοιποι σκεπτόμαστε ακόμη το 1915 και το 1965, με τις ολέθριες βασιλικές παρεμβάσεις.
Εύλογα ωστόσο μπορεί κανείς να διερωτηθεί: Μήπως οι καιροί έχουν αλλάξει; Μήπως οι κίνδυνοι σήμερα ελλοχεύουν αλλού; Την κομματική παντοδυναμία των κυβερνώντων, όταν αυτή ξεπερνά κάθε εύλογο μέτρο, δεν θα πρέπει να ανακόπτουν θεσμικά αντίβαρα;
Η απάντηση είναι ναι. Στις ώριμες δημοκρατίες, τα αντίβαρα δεν είναι στολίδια, αλλά εξισορροπητικοί πυλώνες. Από αυτή την άποψη το μοντέλο Ματαρέλα είναι εξαγώγιμο. Αρκεί οι φορείς του προεδρικού αξιώματος, στην Ελλάδα και αλλού, να το αντιληφθούν. Και να προετοιμάσουν εγκαίρως το έδαφος.
Ο κ. Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.