Το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου, στη Ρωσία εφέτος (2018), είναι διαγώνισμα των εθνικών ομάδων του αθλήματος, που σημαίνει: των άριστων στην υφήλιο παικτών. Είναι και χρυσοπληρωμένο τηλεοπτικό θέαμα, αυτονόητα επιβαλλόμενο για ένα μήνα, κάθε βράδυ, σε κάποια δισεκατομμύρια (ασφαλώς) ανθρώπων πάνω στον πλανήτη μας.
Ο πλανήτης μας στροβιλίζεται ατέρμονα στο αχανές σύμπαν κουβαλώντας (μόνος αυτός, από όσο ξέρουμε ώς τώρα, στην ιλιγγιώδη απειρία των αστρικών σωμάτων) λογικές υπάρξεις και τεράστια πλήθη ποδοσφαιρόφιλων. Καμιά ποτέ ιδεολογία, καμιά θρησκεία, κανένα όραμα γενικής ευτυχίας δεν απέκτησε ώς τώρα στην ιστορία του πλανήτη τόσους ένθερμους (ή και τυφλά φανατισμένους) πιστούς όσους το ποδόσφαιρο στις μέρες μας και στο παγκοσμιοποιημένο πολιτισμικό μας «παράδειγμα».
Είναι άθλημα εξαίρετο, απαιτεί το μέγιστο της ευκινησίας όλων των μελών του σώματος. Και, ταυτόχρονα, τη μέγιστη ταχύτητα αντίληψης και ετοιμότητα αντίδρασης, οξύνοια ευρηματική «στρατηγικών» τεχνασμάτων και λήψης αποφάσεων, ακαριαία διάγνωση των προθέσεων του αντιπάλου και των δυνατοτήτων του. Ο συνδυασμός όλων αυτών των οξυμμένων ικανοτήτων είναι φυσικό ταλέντο, αλλά και αποτέλεσμα επίμονης και πολύμοχθης άσκησης – όπως συμβαίνει και με τον πιανίστα, τον βιολιστή ή τον μαέστρο.
Το ταλέντο του πιανίστα, του βιολιστή ή του μαέστρου μπορεί να υπηρετήσει ενδεχομένως τη ματαιοδοξία, τον ναρκισσισμό του ταλαντούχου, μπορεί και να εμπορευματοποιηθεί, να υποταχθεί στη φιλοκέρδεια και φιλοχρηματία του. Δεν μπορεί όμως ποτέ να αφιονίσει τη μάζα, να καταργήσει τη λογική για χάρη της ατομικής προτίμησης, να οδηγήσει στην εξηλιθίωση του φανατικού. Το ποδόσφαιρο μπορεί. Γιατί;
Προφανώς, επειδή είναι αγώνισμα, αρχετυπική εικόνα αγωνίσματος, σωματικής αντιμαχίας, πάλης σώμα με σώμα. Και με τη νίκη ή την ήττα θεαματική, μετρητή – ο θεατής τη βιώνει σαν άμεσος, ενεργός συντελεστής. Πάντοτε, σε κάθε εποχή της Ιστορίας, οι άνθρωποι εφεύρισκαν θεαματικά αγωνίσματα, όπου η θέα – θέαση των αγωνιστών προκαλούσε στον θεατή την ευεξία της ψευδαίσθησης ότι μετέχει στα δρώμενα – με ιαχές, επιδοκιμασίες ή αποδοκιμασίες, επαίνους ή ύβρεις, παροτρύνσεις ή απειλές επηρεάζει ή καθορίζει το αποτέλεσμα.
Οι άνθρωποι σήμερα, στα περισσότερα επαγγέλματα, δεν δημιουργούν, διεκπεραιώνουν. Αποφάσεις παίρνουν οι ελάχιστοι, πρωτοβουλίες οι ακόμα λιγότεροι. Η «μάχη» των πολλών για να κερδίσουν τον βιοπορισμό τους, δεν είναι αγώνας, είναι ρουτίνα: η πλήξη της επανάληψης, η αδημονία να συμπληρωθεί το ωράριο. Τέλμα και βυθισμός στο τέλμα, καθημερινά, προσδοκώντας τη σύνταξη, μήπως και τότε αρχίσουν να «ζουν».
Εχει πια αποκλειστεί και το επίσης ψευδαισθητικό αναπλήρωμα της αγωνιστικότητας: το ενδιαφέρον για τα κοινά, η στράτευση σε πολιτικούς αγώνες. Δεν υπάρχει στίβος πολιτικού ανταγωνισμού, αφού δεν υπάρχουν διαφοροποιημένα «πιστεύω», ούτε ιδεολογίες με στόχους κοινωνικούς που να ποικίλλουν. Ο στόχος είναι ένας και μόνος: η μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας. Τα κόμματα διαφοροποιούν τις ονομασίες τους σύμφωνα με τις υποδείξεις των εμπείρων του μάρκετινγκ, όχι για να δηλώσουν πολιτική ταυτότητα – «Ποτάμι», «Κίνημα αλλαγής», «Νέα Δημοκρατία», ονομασίες του ωραιοποιημένου τίποτα, του απόλυτου κενού. Η συγκυβέρνηση της «Ριζοσπαστικής» Αριστεράς με τη φανφαρόνικη πατριδοκαπηλία θα υπονομεύει, για πολλά ακόμα χρόνια, κάθε πολιτική αξιοπιστία στην Ελλάδα.
Στο ποδόσφαιρο εκτονώνεται και «ανεπαισθήτως» αποσβήνεται το πάθος για τις κοινωνικές επιδιώξεις – δεν συγκρίνονται τα συνθήματα που ακόμα γεννιώνται στις κερκίδες, με την αποχαυνωμένη, βαριεστημένη επανάληψη των υπαγορεύσεων της ντουντούκας στις πορείες του ΠΑΜΕ. Στις κερκίδες συνεχίζεται σταθερά και η εύτολμη σε κραυγές σεξουαλική αναπλήρωση: οι προτροπές για ευστοχία και οι ιαχές της επιτυχίας αναπαράγουν με χυδαιολογία κάτι από την εκρηκτική μέθη του οργασμού.
Οταν τελειώνει ο αγώνας και σβήνουν οι ιαχές, η ριζική και απότομη αλλαγή της εικόνας καταπλήσσει: οι άνθρωποι αποχωρούν από το γήπεδο με την ίδια ανέκφραστη μάσκα εκτόνωσης, σαν να βγαίνουν από ραντεβού με ψυχαναλυτή ή από την τουαλέτα. Δεν είναι ίδια η εικόνα όμως του ταξιτζή που μαστουρώνει ακούγοντας αδιάλειπτα, νύχτα – μέρα, ραδιοφωνικούς σταθμούς ποδοσφαιρικής καφρίλας. Με μονότονο, εγκεφαλοκτόνο καταιγισμό, άνθρωποι τηλεφωνούν για να «σχολιάσουν» αγοραπωλησίες παικτών, στιγμιότυπα αγώνων, συμπεριφορές διαιτητών, συνθέσεις ομάδων (από τον διεθνή χώρο!) – με απίστευτο έλεγχο του χάους των ονομάτων, των περιστατικών, των πιο ασήμαντων πληροφοριών. Ζουν γι’ αυτό, μόνο με αυτό, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.
Οπιο του λαού, μεθοδική εξηλιθίωση άγνωστο πόσου πλήθους ανθρώπων. Κόλαση εφιαλτική της πιο στυγνής απανθρωπίας, δίπλα στην ξέφρενη σπατάλη για μεγαλειώδη γήπεδα, σε χώρες όπου η ανεργία, η στέρηση, ο απελπισμός αναιρούν την ανθρωπιά του ανθρώπου.
Το φετεινό Παγκόσμιο Κύπελλο γέννησε και μια πρόσθετη ανησυχία: Η βία ανάμεσα στους παίκτες, μέσα στο παιχνίδι, μοιάζει πια μια αυτονόητη πρακτική: Οταν δεν επαρκεί η τεχνική δεξιότητα, επιστρατεύεται η σωματική βιαιοπραγία για την απώθηση ή η δόλια τρικλοποδιά. Η υφήλιος εξαμερικανίζεται ραγδαία.