Συνεχίζονται και εντείνονται οι πιέσεις που υφίσταται η οικονομία της Τουρκίας. Το νόμισμά της και τα ομόλογα του τουρκικού Δημοσίου είναι σε ελεύθερη πτώση και σημειώνουν το ένα ιστορικό χαμηλό ρεκόρ μετά το άλλο. Αιτία είναι η ανησυχία των επενδυτών για τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί, πλέον, ο Ερντογάν στην οικονομική και νομισματική πολιτική.
Ο Τούρκος πρόεδρος συγκεντρώνει, πλέον, υπερεξουσίες στα χέρια του. Παράλληλα, φρόντισε να αναθέσει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών στον γαμπρό του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ.
Ετσι, χθες η τουρκική λίρα, που συνολικά έχει υποτιμηθεί κατά 20% από την αρχή του έτους, σημείωνε νέο ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου, και αργά το απόγευμα το δολάριο πλησίαζε τις 4,80 τουρκικές λίρες. Η αδιάκοπη υποτίμηση της λίρας εγκυμονεί κινδύνους για πολλές τουρκικές εταιρείες, όπως οι ενεργειακές, που έχουν δανεισθεί σε δολάρια και δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Την ίδια στιγμή, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του τουρκικού Δημοσίου έφθαναν στο 18,05%, έχοντας σημειώσει άνοδο 54 μονάδων βάσης μέσα σε λίγες μόνον ώρες. Σε ό,τι αφορά το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, ο βασικός δείκτης BIST 100 έκλεισε χθες με απώλειες 1,7%, μία ημέρα μετά την πτώση 3% που είχε σημειώσει στη συνεδρίαση της Τρίτης.
Η πτώση των περιουσιακών στοιχείων της γειτονικής χώρας επιταχύνθηκε, χθες, μόλις δόθηκαν στη δημοσιότητα τα επίσημα στοιχεία που φέρουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται τον Μάιο στα 5,9 δισ. δολάρια και να υπερβαίνει τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων για 5,3 δισ. δολάρια. Κι αυτό γιατί τα μεγάλα ελλείμματα είναι η χαίνουσα πληγή της τουρκικής οικονομίας, καθώς την καθιστούν ευάλωτη στις διαθέσεις των επενδυτών και στο ενδεχόμενο μαζικής φυγής ξένων κεφαλαίων από τη χώρα. Το πρόβλημα είναι οξύτερο τώρα, επειδή η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ αυξάνει το κόστος δανεισμού της αμερικανικής οικονομίας, καθιστώντας πολύ πιο ελκυστικές τις τοποθετήσεις σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
Παράλληλα με την πτώση των τουρκικών περιουσιακών στοιχείων, το κλίμα της αβεβαιότητας σκιαγραφεί η νέα προειδοποίηση του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης S&Ρ για το ενδεχόμενο περαιτέρω υποβάθμισης της Τουρκίας. Αντιδρώντας στην απόφαση του Τούρκου προέδρου να αναθέσει στον γαμπρό του τον έλεγχο της τουρκικής οικονομίας, ο εν λόγω οίκος τόνισε πως θα παρακολουθεί προσεκτικά τη γειτονική χώρα, καθώς διαπιστώνει ότι συγκεντρώνονται όλες οι εξουσίες στα χέρια του Ταγίπ Ερντογάν. Οπως τόνισε στο Reuters ο Φρανκ Γκιλ, επικεφαλής των οικονομικών αναλυτών του εν λόγω οίκου αξιολόγησης, οι αλλαγές στο πολιτικό τοπίο θέτουν τη γειτονική χώρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. «Παρακολουθούμε στενά πώς θα διαμορφωθεί η δημοσιονομική εικόνα της χώρας», τόνισε ο κ. Γκιλ και υπογράμμισε ότι αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να διοχετεύει κεφάλαια στην οικονομία για να την περιφρουρήσει από τον αντίκτυπο των υψηλών επιτοκίων, τότε θα αυξηθεί σημαντικά το επίπεδο του χρέους της. Μολονότι τόνισε πως δεν προεξοφλείται μια τέτοια εξέλιξη, ο εν λόγω αναλυτής αναφέρεται στο πολύ πιθανό ενδεχόμενο να προβεί ο Ερντογάν σε νέες δαπάνες για να διατηρήσει τεχνητά υψηλούς τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Κι αυτό γιατί η ανάπτυξη της Τουρκίας φυσιολογικά πρέπει να επιβραδυνθεί μετά τις πρόσφατες θεαματικές αυξήσεις των επιτοκίων της τουρκικής λίρας. Από τον Απρίλιο η Τράπεζα της Τουρκίας έχει αυξήσει τα επιτόκια κατά 500 μονάδες βάσης, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να ανακόψει την ελεύθερη πτώση της λίρας και να αναχαιτίσει τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό. Ο λόγος είναι ότι τον Ιούνιο ο πληθωρισμός της γειτονικής χώρας έφθασε στο 15,39%, στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 ετών.
Ο Τούρκος πρόεδρος αυτοπροσδιορίζεται, όμως, ως «εχθρός των επιτοκίων» και έχει ασκήσει επανειλημμένως πιέσεις στην κεντρική τράπεζα για να διατηρήσει χαμηλά το κόστος δανεισμού. Ετσι, παρά το ιλιγγιώδες επίπεδο του πληθωρισμού, επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το πώς θα κινηθεί η κεντρική τράπεζα στην επόμενη συνεδρίασή της στις 24 Ιουλίου. Σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση της Τουρκίας, ο οίκος S&P της έχει δώσει τη βαθμολογία ΒΒ-, που είναι χαμηλότερη από τους δύο άλλους μεγάλους οίκους, τη Moody’s και τη Fitch, καθώς την υποβάθμισε μία ακόμα φορά τον Μάιο.