Πέμπτη μεσημέρι, στην παραθαλάσσια περιοχή του Νέου Πύργου Ευβοίας. Η σκηνή που έζησα είχε κάτι από εφιάλτη. Ο ήλιος είχε φτάσει σχεδόν στη μέση του ουρανού και έκαιγε τιμωρητικά. Δύο σκυλιά που βρίσκονταν δεμένα στον γειτονικό χώρο φύλαξης και επισκευής σκαφών γάβγιζαν συνέχεια. Μπροστά μας, το καΐκι «Πάνος – Μαρία», φτιαγμένο το 1983, οκτώ μέτρα μήκος, στηριζόταν άχαρα στο έδαφος με τέσσερις κομμένους κορμούς δένδρων. Είχε φτάσει η ώρα της εκτέλεσής του στη στεριά. Απέναντί του, ένας εκσκαφέας. Ο οδηγός είχε ένα τσιγάρο στο στόμα και τα χέρια του στους μοχλούς. Ο καπνός έβγαινε από τα στενά παράθυρα του οχήματος σαν χνώτο θηρίου. Μόλις ο λιμενικός έδωσε το σήμα, ο χειριστής σήκωσε το «σφυρί», αυτόν τον σιδερένιο βραχίονα με τη χοντρή μύτη κομπρεσέρ. Επιτέθηκε στο σκαρί με λύσσα.
Το ξύλο έβγαζε τριγμούς, σαν να σπας κόκαλα ζώου. Σαν να είχε μέσα του πνοή και φωνή. Για μισή ώρα, έβλεπα το καΐκι να χάνει το όμορφο σχήμα του, να τρυπά και να σπάζει, να στενάζει. Το σφυρί καθώς σηκωνόταν στον αέρα έπαιρνε μαζί και τα στραβόξυλα, το πέτσωμα. Μαδέρια που ίπταντο στον αέρα και έπεφταν ξανά στο χώμα. Δίπλα μου ήταν η κυρα-Μαρία, η σύζυγος του αλιέα Παναγιώτη Λιβανού, ιδιοκτήτη του καϊκιού. Ψάρευαν μαζί. Ο άνδρας της, άρρωστος βαριά, δεν μπορούσε πια να συνεχίσει να δουλεύει, αποφάσισε να δώσει το σκαρί για σπάσιμο, να πάρει την αποζημίωση 83.000 ευρώ που του έδινε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Ποσό υπέρογκο. Αν φτιαχνόταν το ίδιο σκαρί σήμερα θα κόστιζε συνολικά 40.000 ευρώ.
Βίντεο: Ο θάνατος ενός καϊκιού
Η κυρα-Μαρία έκλαιγε, είχε ένα χαρτομάντιλο στα χέρια. Το κράταγε με τα πρησμένα της δάχτυλα από τις χειρωνακτικές δουλειές. Κάθε τόσο σκούπιζε τα μάτια της μπροστά στο αποτρόπαιο αυτό θέαμα. «Αν δεν είχε αρρωστήσει ο άντρας μου, δεν θα το κόβαμε. Τρία παιδιά μας σπούδασε το καΐκι. Και φτιάξαμε κι ένα σπίτι. Ολα, χάρη σε αυτό…».
Κάθε τόσο ο λιμενικός φώναζε: «Οπα μάστορα!». Πλησίαζε το καΐκι και υποδείκνυε στον χειριστή πού να χτυπήσει, πού να σπάσει, λες και αν το άφηνε μισοσκοτωμένο, μετά θα μπορούσε κάποιος να το επισκευάσει. Επαιρνε φωτογραφίες-τεκμήρια. Υστερα, ήρθε και μου είπε σχεδόν με ντροπή: «Είναι σαν να βλέπεις έναν άνθρωπο να πεθαίνει. Αλλά τι να κάνω; Δουλειά μου είναι».
Ο αδελφός του ψαρά, Νίκος Λιβανός, έφερνε κάθε τόσο το χέρι του στο κούτελό του, σαν να μην ήθελε να το πιστέψει. Ολα τα αδέλφια του –εκτός από εκείνον– πήραν την τέχνη του πατέρα τους και βγήκαν στη θάλασσα. Ολοι είχαν καΐκια. Τώρα μετράνε ένα λιγότερο.
Ο Νίκος Λιβανός, πλάι στο διαλυμένο καΐκι.
Το έγκλημα τελείωσε γρήγορα. Η μάχη ήταν άνιση. Εμεινε ένα βουνό από ξύλα. Ενα αγροτικό με δύο Ρομά, σταμάτησε δίπλα μας. Πλησίασαν να δουν αν είχε μείνει κάτι να πάρουν. Εφυγαν απογοητευμένοι. Ολος ο μηχανολογικός εξοπλισμός είχε απομακρυνθεί πριν από την καταστροφή. Στο τέλος, ο λιμενικός φώναξε την κυρα-Μαρία. Πάνω στο καπό του υπηρεσιακού αυτοκινήτου υπέγραψαν το πιστοποιητικό «θανάτου». «Η αποζημίωση, άμεσα», της είπε. Εφυγα με το στομάχι μου να με πονάει.
Εδώ και αρκετά χρόνια συντελείται μια πραγματική καταστροφή. Στην προσπάθειά της να περιορίσει την υπεραλίευση στα ευρωπαϊκά ύδατα, η Ε.Ε. δίνει παχυλές αποζημιώσεις για να αποσυρθεί η άδεια ενός αλιευτικού σκαριού. Ο αλιέας έχει την υποχρέωση να το καταστρέψει ολοσχερώς. Καθώς όμως δεν υποχρεούται να παραδώσει και την προσωπική του επαγγελματική άδεια, μπορεί κάλλιστα με τα χρήματα που θα πάρει να αγοράσει ένα πλαστικό σκάφος και να συνεχίσει να ψαρεύει. Συνεπώς ο αρχικός σκοπός, δηλαδή η προστασία των αλιευμάτων, δεν υπηρετείται, ενώ η Ελλάδα που είχε τον μεγαλύτερο στόλο παραδοσιακών αλιευτικών σκαφών καταστρέφει με αποτελεσματικότητα τη ναυτική της παράδοση χιλιάδων ετών.
Ο παραδοσιακός στόλος όλο και μειώνεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει στην «Κ» ο Σύνδεσμος Προστασίας Παραδοσιακών Σκαφών, από τα 14.500 ξύλινα σκάφη έχουν καταστραφεί, μέσα σε 20 χρόνια, τα 12.500. Τώρα εκατοντάδες από αυτά θα έχουν τη μοίρα του «Πάνος – Μαρία», καθώς έχει εγκριθεί η καταστροφή τους. Αν αυτό δεν είναι η κορύφωση της ελληνικής παράνοιας, τότε τι είναι;…