Ιδιαίτερα θερμός ήταν ο φετινός Ιούλιος για τη θάλασσα στο Αιγαίο και ειδικά στις Κυκλάδες. Μάλιστα, αυτόν τον μήνα η επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας στις Κυκλάδες ξεπέρασε εκείνη του Ιονίου Πελάγους, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες έχει πιο ζεστά επιφανειακά ύδατα.
«Η βασική αιτία γι’ αυτό είναι η χαμηλή παρουσία του μελτεμιού στο Αιγαίο. Τα μελτέμια δροσίζουν την επιφάνεια της θάλασσας, λειτουργούν δηλαδή ως κλιματιστικό», σημειώνει στην «Κ» ο Σταύρος Ντάφης, μετεωρολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
«Επρόκειτο για μια ιδιότυπη κατάσταση, καθώς για έναν ολόκληρο μήνα, τον Ιούλιο, η επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας στις Κυκλάδες ήταν υψηλότερη από το Ιόνιο, που κατά μέσον όρο τα προηγούμενα χρόνια έχει ανώτερες θερμοκρασίες», λέει στην «Κ» ο Κώστας Λαγουβάρδος, ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. «Η εξήγηση βρίσκεται στη χαμηλή παρουσία των μελτεμιών τον Ιούλιο. Φέτος, είχαμε μόλις εφτά μέρες με ισχυρό μελτέμι τον Ιούλιο. Οσον αφορά τα μελτέμια, είναι ο δεύτερος πιο υπήνεμος Ιούλιος από το 2009, που αρχίσαμε να καταγράφουμε την παρουσία των μελτεμιών», συμπληρώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Ο Αύγουστος φαίνεται να έχει επιστρέψει σε μια κανονικότητα, όσον αφορά τη συχνότητα και την ένταση των μελτεμιών, αλλά με βάση την υστέρηση του Ιουλίου αναμένεται από τους ερευνητές το φετινό καλοκαίρι να έχει συγκριτικά χαμηλότερη καταγραφή μελτεμιών.
Οι αποκλίσεις
Εντός του Ιουλίου σημειώθηκαν ιδιαίτερα υψηλές τιμές θερμοκρασίας στα επιφανειακά ύδατα στο Αιγαίο, με το θερμόμετρο να ανεβαίνει και πάνω από τους 27 βαθμούς Κελσίου στις Κυκλάδες, παρουσιάζοντας απόκλιση από τις κλιματικές τιμές (δηλαδή τους μέσους όρους των ετών 2008-17) μέχρι και 2°C. Μάλιστα, σε περιοχές του Βόρειου Αιγαίου (δυτικά της Λέσβου) η αυξητική απόκλιση από τις κλιματικές τιμές έφτασε και τους 3-3,5° C. Συνολικά, όλος ο Ιούλιος κινήθηκε ανοδικά στις Κυκλάδες, ξεκινώντας από τους 24° C και ξεπερνώντας τους 27° C. Εχει ενδιαφέρον η μεγάλη αυτή διακύμανση, που δείχνει τη σημασία των μελτεμιών και αποτέλεσε μια διαφοροποίηση και για τους ερευνητές, οι οποίοι ανέμεναν μια πιο αργή απόκριση της θερμοκρασίας της θάλασσας στην αλλαγή των καιρικών συνθηκών.
«Οταν μιλάμε για επιφανειακή θερμοκρασία εννοούμε τα πρώτα δέκα εκατοστά του νερού. Αυτό δεν σημαίνει πως ανάλογα συμπεριφέρεται το νερό και στα βαθύτερα σημεία. Υπάρχουν πολλά ρεύματα και διάφορα συστήματα, των οποίων ο κύκλος μπορεί να διαρκεί και χρόνια, από τα οποία επηρεάζεται η θερμοκρασία», εξηγεί ο κ. Ντάφης. Η εξέλιξη της συνολικής θερμοκρασίας της θάλασσας (και όχι μόνο της επιφανειακής ζώνης) είναι κάτι διαφορετικό και πολύ πιο σύνθετο, που δεν επιτρέπει βεβαίως αυτόματες αναγωγές.
Η άνοδος της θερμοκρασίας των ελληνικών θαλασσών, πάντως, είναι καταγεγραμμένη σε επιστημονικές μελέτες. Υπολογίζεται πως σε διάστημα 40 ετών, από το 1970-2010, η μέση επιφανειακή θερμοκρασία της θάλασσας στον ελληνικό χώρο έχει ανέβει περίπου κατά 1° C, ενώ σε άλλη μελέτη καταγράφεται άνοδος της θερμοκρασίας της θάλασσας, στο διάστημα από 1985-2005, από τους 18,5° C στους 19,4° C.
Η τάση ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας, σε όλη τη Μεσόγειο και βεβαίως και σε Αιγαίο και Ιόνιο, με αποτέλεσμα εκτός των άλλων και την άνοδο της στάθμης των υδάτων αποτελεί κοινό τόπο των μελετών για την πορεία της κλιματικής αλλαγής, με τις διαφορές να αφορούν την ταχύτητα της αυξητικής πορείας, ανάλογα με το μοντέλο πρόβλεψης. Παλιότερες μελέτες του βρετανικού Εθνικού Ωκεανογραφικού Κέντρου στο Σαουθάμπτον και του ισπανικού Μεσογειακού Ινστιτούτου στις Βαλεαρίδες νήσους εκτιμούσαν πως μια άνοδος της θερμοκρασίας των υδάτων της Μεσογείου κατά 2,5° C θα οδηγούσε σε άνοδο της στάθμης κατά 63 εκατοστά του μέτρου.
Επίσης, έρευνα του ιταλικού Ινστιτούτου Θαλάσσιας Ερευνας έχει σημειώσει πως η άνοδος της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων προχωρά σε βάθος, προκαλώντας σοβαρές ανωμαλίες στη βιοποικιλότητα και στην κίνηση των θαλάσσιων ρευμάτων. Μάλιστα, πριν από μερικά χρόνια είχε καταγραφεί πως η θερμοκρασία των βαθέων υδάτων του νότιου Τυρρηνικού Πελάγους, που βρέχει τις δυτικές ακτές της Ιταλίας, είχε ανέβει τον χειμώνα κατά 2° C, από 13°C στους 15° C.
Οι επιπτώσεις
Για την εξέταση των επιπτώσεων της ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας στους πληθυσμούς των αλιευμάτων και ευρύτερα στο θαλάσσιο οικοσύστημα χρησιμοποιείται ο δείκτης της Μέσης Θερμοκρασίας του Αλιεύματος (Mean Temperature of the Catch – MTC). Η Μέση Θερμοκρασία του Αλιεύματος είναι ο μέσος όρος των θερμοκρασιών που ζουν τα ψάρια που αλιεύονται κάθε έτος, υπολογίζοντας τις ποσότητες κάθε είδους. Με τον τρόπο αυτό βγαίνουν συμπεράσματα για τους πληθυσμούς των ψαριών και για τη θερμοκρασία που διαμορφώνεται στους χώρους αναπαραγωγής τους. Μελέτη Ελλήνων επιστημόνων από το ΑΠΘ και το ΕΛΚΕΘΕ έχει καταγράψει άνοδο στην τιμή του MTC, την περίοδο 1970-2010, από τους 11,8° C στους 16,2° C στο Αιγαίο και από τους 10° C στους 14,7° C στο Ιόνιο, πολύ μεγαλύτερη δηλαδή από την καταγεγραμμένη άνοδο της θερμοκρασίας της θάλασσας. Μέσω του MTC αποτυπώνεται το πόσο η θερμότερη θάλασσα οδηγεί στην επικράτηση ορισμένων ειδών ψαριών, που προτιμούν πιο ζεστά ύδατα.
Η άνοδος της θερμοκρασίας της Νοτιοανατολικής Μεσογείου έχει εξάλλου οδηγήσει τα προηγούμενα χρόνια στη διευκόλυνση της εισόδου ειδών από την Ερυθρά Θάλασσα, ψαριών δηλαδή που διαβιούσαν σε θερμότερα ύδατα. Μάλιστα, θεωρείται πως η τιμή του εγχώριου MTC θα ήταν ακόμα υψηλότερη εάν η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραφε στις ψαριές και τα είδη αυτά.
Εισβολή ξενικών ειδών στη Μεσόγειο
Τα ονόμασαν Λεσεψιανούς μετανάστες, γιατί περνούν στα ύδατα της Μεσογείου μέσω της διώρυγας του Σουέζ, την οποία σχεδίασε ο Γάλλος Φερντινάν ντε Λεσέψ. Πρόκειται για θαλάσσια είδη, προερχόμενα από τα θερμότερα ύδατα της Ερυθράς Θάλασσας, τα οποία «εισβάλλουν» στα μεσογειακά νερά, μέσα στα οποία αισθάνονται ολοένα και πιο άνετα, καθώς η θερμοκρασία τους ανεβαίνει.
Βεβαίως, η διαδικασία εμπλουτισμού των ελληνικών θαλασσών με ξενικά είδη δεν είναι γεγονός των τελευταίων ετών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του «Γερμανού» (Siganus rivulatus), ο οποίος εμφανίστηκε στα Δωδεκάνησα τη δεκαετία του ’30 και την περίοδο της κατοχής, από την οποία πήρε και το όνομά του (λέγεται και αγριόσαλπα). Τη δεκαετία του ’60 εμφανίστηκε ψάρι που έμοιαζε με τον «Γερμανό», αλλά ήταν πιο σκούρο, γι’ αυτό ονομάστηκε «μαύρος Γερμανός» (Siganus luridus).
Πολλά ξενικά είδη αλιεύονται και καταναλώνονται, όπως οι «Γερμανοί», ο κουτσομουρόλουτσος (Sphyraena chrysotaenia), το γαυρόψαρο (Etrumeus golanii) και το ψάρι κορνέτα (Fistularia commersonii). Σε άλλα απαγορεύεται αυστηρά η κατανάλωση, όπως στον επικίνδυνο τοξικό λαγοκέφαλο (Lagocephalus sceleratus). Επίσης, το λεοντόψαρο (Pterois miles) έχει δηλητήριο στα αγκάθια του, όπως και το Plotosus lineatus.