Η νέα πολυπολικοποίηση του συστήματος ασφαλείας στη Μέση Ανατολή και η παράλληλη ψυχροπολεμική αντιπαράθεση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας δημιούργησαν ένα κενό ισχύος που η Ερντογανική Τουρκία πρόστρεξε να καλύψει στο πλαίσιο του νέο-οθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού που διακατέχει τον ολοένα απολυταρχικότερο πρόεδρο της. Αυτή η τουρκική υπέρ-επέκταση δημιουργεί μια πρόκληση ζωτικής ασφάλειας για τον Ελληνισμό αλλά κάθε πρόκληση αποτελεί και μια ευκαιρία.
Αυτή η ευκαιρία μπορεί να αναδείξει το σταθεροποιητικό ρόλο που δύναται να διαδραματίσει ο Ελληνισμός στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου. Η Αθήνα, παρά τη δεκαετή οικονομική της κρίση και την οκταετή μνημονιακή της περιπέτεια, επέδειξε αξιοσημείωτη γεωπολιτική διορατικότητα εκμεταλλευόμενη τις ευκαιρίες που προκάλεσε η τουρκική επεκτατικότητα στη Μέση Ανατολή ήδη από την τούρκο-ισραηλινή κρίση του Mavi Marmara το 2010.
Όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν τα αρχικά ανοίγματα του 2010 ενίσχυσαν συστηματικά τη ελληνική διπλωματική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο τόσο σε διμερές επίπεδο με την Κύπρο όσο και σε πολυμερές επίπεδο με την επιδίωξη των τριμερών συνεργασιών αρχικά με το Ισραήλ (2012) και μετά με την Αίγυπτο (2014). Ειδικότερα, η τριμερής σχέση με το Κάιρο, απότοκος και του ψυχροπολεμικού χάσματος που εδραιώθηκε ανάμεσα στον Erdogan και τον el-Sissi, μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη του βασικού στρατηγικού στόχου της Ελλάδος στην περιοχή μετά την επίλυση του Κυπριακού: την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο που σε μεγάλο βαθμό θα ξεκλειδώσει και την οριοθέτηση της ελλαδό-κυπριακής ΑΟΖ.
Μετά το 2015 η παρούσα κυβέρνηση ενίσχυσε και συστηματοποίησε την τριγωνική αυτή διπλωματία δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη ναυτική πτυχή της τριμερούς συνεργασίας με την Αίγυπτο με βασική έκφραση της την επιτυχημένη πρακτική των ασκήσεων «Μέδουσα» στο Αιγαίο αλλά και τη Ν.Α. Μεσόγειο. Παράλληλα, και ίσως λιγάκι πρόωρα, η κυβέρνηση επιχείρησε να διευρύνει το τριγωνικό πλέγμα αυτών των συνεργασιών με την Κύπρο έναντι του Λιβάνου και της Ιορδανίας. Η Αθήνα εδραιώνοντας παράλληλα τη διμερή στρατιωτική της συνεργασία με τις ΗΠΑ και πρωταγωνιστώντας στις προσπάθειες της Γαλλίας να δώσει σάρκα και οστά στην ευρωπαϊκή άμυνα μέσω της PESCO θα είναι σε θέση να διεκδικήσει ρόλο παραγωγού ασφάλειας σε όλο το υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου αναδιαμορφώνοντας την περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας κατά τρόπο που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συγκροτήσει για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου σαφή αντιτουρκικό άξονα.
Ό άξονας αυτός δεν πρέπει να λειτουργήσει επιθετικά έναντι της Τουρκίας επιχειρώντας να την αποκλείσει από τις περιφερειακές εξελίξεις καθώς και η Άγκυρα διαθέτει ζωτικής σημασίας συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό ωστόσο που δεν μπορεί να επιτρέψει είναι την ανάδυση μιας τουρκικής περιφερειακής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο, πολύ δε περισσότερο, εάν αυτή οικοδομηθεί με τη συνδρομή της Ρωσίας και του Ιράν σε μια προσπάθεια απομόνωσης του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Η συνδρομή αυτή στην περίπτωση της Ρωσίας πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τους S-400 στην οικοδόμηση πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και στη μερική νομιμοποίηση μιας τουρκικής ζώνης κατοχής στη Συρία.
Ανάλογη στάση μπορεί να κρατήσει το Ιράν με αντάλλαγμα τη συνεχή πρακτική εναντίωση της Άγκυρας στις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Τεχεράνης μετά το 2018, όπως ακριβώς αποδεικνύεται ότι είχε κάνει και η κυβέρνηση Ερντογάν μέσω της Halkbankasi την περίοδο 2012-2015 κατά παράβαση των Αμερικανό-ευρωπαϊκών κυρώσεων έναντι του Ιράν. Τι άλλωστε καλύτερο για την Τεχεράνη από μια φιλική προς την ίδια τουρκική ναυτική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο που θα περιόριζε τις κινήσεις του Ισραήλ; Στην περίπτωση αυτή οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας θα επιδεινωθούν πολύ πιο ραγδαία συγκριτικά με την παρούσα συγκυρία, καθώς οι διαφορές τους πηγαίνουν πολύ πιο μακριά από την παράνομη κράτηση του Αμερικανού πάστορα Brunson, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον έχει αποφασίσει να αντιπαρατεθεί στον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Αξιοποιώντας τη θέση της στο κέντρο της Ατλαντικής Συμμαχίας και την 15ετή οικονομική της ανάπτυξη η Άγκυρα οικοδομεί ένα στρατιωτικό δυναμικό μεγάλης περιφερειακής δύναμης δια του οποίου θα επιχειρήσει να υλοποιήσει τις υπερφίαλες ηγεμονικές της επιδιώξεις εκμεταλλευόμενη τα παράθυρα ευκαιρίας που η Αραβική Άνοιξη της έχει δώσει, όπως φαίνεται από την εκτεταμένη παρουσία των στρατευμάτων της στη Συρία και το βόρειο Ιράκ. Η προσπάθεια της Τουρκίας να αναπτύξει ένα επιθετικό βαλλιστικό πρόγραμμα μεγάλους βεληνεκούς η αμυντική διάσταση του οποίου εκφράζεται μέσα από την επιμονή της να αποκτήσει το ρωσικό σύστημα S-400, οι ναυτικοί της υπερ-εξοπλισμοί, η ανάπτυξη φρεγατών και η αγορά αεροπλάνων πολλαπλών χρήσεων (F-35) ως όπλων πρώτου πλήγματος με δυνατότητες stealth, και η συνεχής ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων προβολής ισχύος από το Κατάρ και τη Σομαλία έως το Σουδάν και την κατεχόμενη Κύπρο, καταδεικνύουν ένα σαφές επιθετικό πρόγραμμα αναθεωρητισμού, ένα πρόγραμμα μετά-αυτοκρατορικής ανοικοδόμησης που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσε διπλωματικό γέλωτα.
Αυτός ο αναθεωρητισμός δεν είναι θεωρητικός και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με νομικίστικα επιχειρήματα «περί μη αναθεώρησης των διεθνών συνθηκών». Η ισχύς των κρατών σε τελική ανάλυση καθορίζει τα όρια αυτής της αναθεώρησης. Αυτός ο αναθεωρητισμός γίνεται πράξη ήδη από την πολιτική του Ερντογάν στο Ιράκ και τη Συρία, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ ότι ο ίδιος ο τούρκος πρόεδρος αμφισβήτησε τη συνθήκη της Λωζάνης από την Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017. Η επιδίωξη της Ελλάδος ως δύναμης ταυτιζόμενης με το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται στον αντίποδα του Ερντογανικού αναθεωρητισμού αλλά δεν πρόκειται να επιτύχει το στόχο διατήρησης του συνοριακού status quo και της πλήρους ενάσκησης/κατοχύρωσης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο μόνο μέσα από τη συστηματοποίηση των τριμερών της συνεργασιών με επίκεντρο την μερικώς ασπόνδυλη συμμαχία της με την Κύπρο.
Η διπλωματική διάσταση των τριμερών συνεργασιών είναι σημαντική αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Η έξυπνη διπλωματία άλλωστε πολλαπλασιάζει αλλά ουδέποτε υποκαθιστά την εθνική (οικονομική και στρατιωτική) ισχύ. Εάν η Ελλάδα θέλει να καταστεί σοβαρή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη στρατηγική αναγκαιότητα θεσμικής συνεννόησης της με τη Λευκωσία μέσα από τη συγκρότηση ενός Ανώτατου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασία, κάτι που έχει άλλωστε προταθεί από σοβαρές πολιτικές δυνάμεις και στις δύο χώρες. Η Αθήνα θα πρέπει παράλληλα να υιοθετήσει μαζί με τη Λευκωσία μια πολιτική ενίσχυσης και προβολής της αεροναυτικής της ισχύος στην περιοχή με επίκεντρο την Κύπρο στο πλαίσιο ενός εκσυγχρονισμένου Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος (ΕΑΔ).
Αυτό το νέο ΕΑΔ προϋποθέτει τη μεσοπρόθεσμη ανανέωση του δυναμικού του ελληνικού πολεμικού ναυτικού με φρεγάτες προβολής ισχύος όπως οι γαλλικές FREMM & Belharra, την απόκτηση μαχητικού 5ης γενιάς εάν τελικά η Τουρκία αποκτήσει τα F-35, την άρση του παράλογου και γεωπολιτικά απηρχαιωμένου αμερικανικού εμπάργκο όπλων κατά της Κύπρου, το δομικό εκσυγχρονισμό της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς μέσω της απόκτησης σύγχρονων αεροναυτικών δυνατοτήτων άμυνας αλλά και προβολής ισχύος στην υφιστάμενη ΑΟΖ της και βεβαίως την ανάπτυξη νέων, πρωτίστως ναυτικών, αμυντικών υποδομών στην Κύπρο που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από τη Γαλλία και όσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες προχωρήσουν εμπράκτως στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας μέσα από τους διευρυμένους μηχανισμούς της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO). Το γαλλικό ενδιαφέρον για μια ναυτική βάση στην Κύπρο είναι άλλωστε γνωστό εδώ και ένα περίπου χρόνο.
Το νέο ΕΑΔ θα αναβαθμίσει τη γεωστρατηγική υπεραξία της Κύπρου διευκολύνοντας την αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης και από άλλες συμμαχικές προς την ίδια χώρες, όπως το Ισραήλ για την ανάπτυξη διμερών ή και πολυμερών υποδομών ασφαλείας. Είναι εν προκειμένω αξιοσημείωτο να υπογραμμισθεί το αίτημα του Ισραηλινού Υπουργού Άμυνας Avigdor Lieberman προς τη Λευκωσία για την κατασκευή στη Μεγαλόνησο ενός πλωτού σταθμού ελέγχου και μεταφόρτωσης της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας που φτάνει στη Γάζα έτσι ώστε να αποκλείεται η ενίσχυση της Hamas που υποστηρίζεται φανατικά από τον κ.Ερντογάν.
Σε τελική ανάλυση οι υποδομές αυτές, θα παραμείνουν στην Κύπρο, όχι ως ελληνικές, αλλά ως ευρωπαϊκές βάσεις ακόμη και μετά από μια ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού, όσο απίθανη και εάν εμφανίζεται αυτή με δεδομένες τις τουρκικές τοποθετήσεις στο Crans Montana τον Ιούλιο του 2017 περί στρατιωτικής παρουσίας της Άγκυρας στο νησί και διαιώνισης των επεμβατικών της δικαιωμάτων επί της ομόσπονδης πλέον Κύπρου για πολλά χρόνια μετά τη λύση.
Σε περίπτωση μη-λύσης το νέο ΕΑΔ θα θωρακίσει αποτελεσματικά την Κύπρο αποτελώντας το επίκεντρο της στρατιωτικής διάστασης των τριγωνικών διπλωματικών σχέσεων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ διευκολύνοντας σε σημαντικό βαθμό την υλοποίηση της ενεργειακής διάστασης των τριμερών συνεργασιών. Η ενεργειακή διάσταση των τριμερών συνεργασιών προϋποθέτει με τη σειρά της την πλήρη εξερεύνηση της κυπριακής ΑΟΖ και την εκμετάλλευση των δυνητικών της αποθεμάτων και κυρίως την κατασκευή του έργου «ναυαρχίδα» για την ευρωπαϊκή διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων εισαγωγής φυσικού αερίου από την περιοχή: τον αγωγό East Med ή/και ενός μεγάλου τερματικού υγροποίησης φυσικού αερίου που θα είναι αφιερωμένο στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.
Εάν δεν γίνουν αυτά τα βήματα σε αμυντικό και ενεργειακό επίπεδο, οι τριμερείς συνεργασίες θα καταντήσουν συνώνυμο γεωπολιτικού «βερμπαλισμού».
*Ο κ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι Επίκουρος Καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Επικεφαλής Ενεργειακού Προγράμματος ΕΛΙΑΜΕΠ