To δίμηνο του μεταμνημονιακού μέλιτος τελειώνει αύριο με την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού του 2019 στην Κομισιόν, καθώς η κυβέρνηση περνάει ξανά σ’ ένα στάδιο δύσκολων διαπραγματεύσεων και χειρισμών, με κύριο ζητούμενο όχι μόνο τη μη περικοπή των συντάξεων, αλλά και την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την επιστροφή στις αγορές, με λογικό κόστος και τη διαμόρφωση γενικότερα ενός θετικού επενδυτικού κλίματος.
Προς το παρόν, όχι μόνο τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο στα μέτωπα αυτά, αλλά οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί, για εσωτερικούς και εξωτερικούς λόγους, όπως έδειξε η πρόσφατη αναταραχή στο Χρηματιστήριο με τις τράπεζες και η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων. Η απόδοση του δεκαετούς έφτασε μέχρι και στο 4,66% από το 3,82% του Ιουλίου.
Ως προς τον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να τολμήσει την κατάθεση του σχεδίου με την εναλλακτική της επιλογής της, δηλαδή, χωρίς περικοπές στις συντάξεις, αν και δεν έχει εξασφαλίσει ακόμη «σε πολιτικό επίπεδο», όπως μετέφεραν οι πηγές της, ένα ανεπιφύλακτο πράσινο φως. Προφανώς, οι ενδείξεις είναι πολλές ότι η προδιάθεση είναι θετική. Επί του παρόντος, όμως, μόνο η συμμαχία της Κομισιόν δείχνει εξασφαλισμένη, με την έννοια ότι αναγνωρίζει την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ χωρίς περικοπές των συντάξεων.
Από εκεί και πέρα, η μάχη του Eurogroup είναι μπροστά. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα βρει συμμάχους στο πρόσωπο κάποιων υπουργών, όπως π.χ. της Γαλλίας, αλλά δεν θα είναι εξίσου εύκολος ο προσεταιρισμός του πυρήνα των χωρών γύρω από τη Γερμανία, που συνήθως δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα στοιχεία του ΔΝΤ παρά της Κομισιόν.
Εκτιμάται ότι το Eurogroup θα αναζητήσει τρόπους ώστε να μη θεωρηθεί η μη εφαρμογή του μέτρου για τις συντάξεις ως αρχή του ξηλώματος των μεταρρυθμίσεων εκ μέρους της Ελλάδας, κάτι που είναι βέβαιο ότι θα ακουστεί από πολλές πλευρές στο εσωτερικό των χωρών της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί μια διαπραγμάτευση με στόχο περισσότερες θυσίες εκ μέρους της ελληνικής πλευράς ή και –σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες που κυκλοφόρησαν ξανά την περασμένη εβδομάδα– αναστολή, αντί της ακύρωσης του μέτρου, έτσι ώστε να εξαρτάται η εφαρμογή του από τις δημοσιονομικές επιδόσεις κάθε φορά.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση προχωρεί στην πρωτοβουλία αυτή παίρνοντας ένα ρίσκο και ποντάροντας προφανώς στην εκτίμηση ότι οι υπουργοί Οικονομικών δεν θα θελήσουν στο τέλος να ανοίξουν ξανά το μέτωπο της Ελλάδας, από τη στιγμή που έχουν άλλα σοβαρότερα προβλήματα, όπως της Ιταλίας. Oμως, όπως μεταφέρουν στελέχη της, για την ίδια η μη περικοπή των συντάξεων, ύστερα από όσα σχετικά εξήγγειλε το προηγούμενο διάστημα, ήταν μονόδρομος.
Ο οδικός χάρτης
Η πρώτη σαφής εικόνα της αντίδρασης των κρατών-μελών στον προϋπολογισμό αναμένεται να δοθεί στις 26 Οκτωβρίου, στη συνεδρίαση του Euroworking Group. Θα ακολουθήσει το Eurogroup στις 5 Νοεμβρίου, αλλά μέχρι τότε δεν προβλέπεται να έχει εκδοθεί ακόμη η εισήγηση της Κομισιόν, που αναμένεται αργότερα μέσα στον Νοέμβριο. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση προσβλέπει σε μια θετική εισήγηση από την Κομισιόν, ελπίζει ότι το θέμα θα παραπεμφθεί στο επόμενο Eurogroup, στις 3 Δεκεμβρίου. Πέρα από τον προϋπολογισμό και τις συντάξεις, όμως, μια σειρά από ανοιχτά μέτωπα απειλούν την ομαλή μεταμνημονιακή πορεία της οικονομίας και την επιστροφή στις αγορές.
Οι τράπεζες είναι για κάποιους ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Η πτώση των τιμών των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο ήταν η αφορμή για να έρθουν στην επιφάνεια τα –γνωστά– προβλήματά τους: τα κόκκινα δάνεια, αλλά και τα απογοητευτικά οικονομικά αποτελέσματά τους. Oπως υποστηρίζει οικονομικός αναλυτής, δύο βασικές προϋποθέσεις για να βελτιωθεί η εικόνα των τραπεζών, η επιστροφή των καταθέσεων και η μείωση των κόκκινων δανείων, προϋποθέτουν βασικά κλίμα εμπιστοσύνης και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Aρα, έως έναν βαθμό το πρόβλημα των τραπεζών αντανακλά τα προβλήματα της χώρας.
Το πλαίσιο που εισηγείται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την απομάκρυνση των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες με εγγύηση του Δημοσίου ίσως βοηθήσει, αλλά φαίνεται ότι η επεξεργασία του σχεδίου θα πάρει πολύ χρόνο. Επιπλέον, η προοπτική να χρησιμοποιηθούν πόροι από το μαξιλάρι ρευστότητας που προορίζονταν για την εξόφληση του χρέους προκαλεί προβληματισμό. Νέος δανεισμός σημαίνει επιβάρυνση του χρέους και αυτό είναι κάτι που ασφαλώς δεν θα το δεχθούν με ενθουσιασμό οι αγορές.
Δικό μας πρόβλημα
Μια σειρά από εξωγενείς παράγοντες, κυρίως το πρόβλημα της Ιταλίας αλλά και η αυστηροποίηση των νομισματικών συνθηκών διεθνώς, επίσης δεν βοηθούν την προσέλκυση επενδυτών. Ομως, τα spreads των ελληνικών ομολόγων ανέβηκαν πολύ περισσότερο από τα αντίστοιχα των πορτογαλικών, κάτι που δείχνει ότι έως έναν βαθμό το πρόβλημα είναι και πάλι δικό μας.
Οι αναλυτές επικαλούνται και άλλες πηγές προβληματισμού των ξένων επενδυτών, όπως για παράδειγμα την υπόθεση της Folli Follie, η οποία –όπως υποστηρίζουν– επέφερε βαρύ πλήγμα στην εμπιστοσύνη προς τη χώρα και τους θεσμούς της. Ακόμη μεταφέρουν ανησυχίες των επενδυτών, ενόψει αλλαγών στα εργασιακά και κυρίως στο θέμα της διαιτησίας και της αυτόματης επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, καθώς απειλούν –όπως υποστηρίζουν– να επιβαρύνουν το κόστος εργασίας. Η επιστροφή στις αγορές, πάντως, δεν μπορεί να καθυστερήσει πολύ. Εκτός των άλλων, η αποχή του Δημοσίου κρατάει κλειστές τις πόρτες και για τον δανεισμό των επιχειρήσεων.