Οταν οι δημοσκοπήσεις στο εξωτερικό δεν απείχαν θεαματικά από την ετυμηγορία της κάλπης, συνηθιζόταν ο ισχυρισμός ότι στην Ελλάδα η «τέχνη» ή η «επιστήμη» που θεμελίωσε ο Τζορτζ Χόρας Γκάλοπ συναντά σοβαρά προβλήματα λόγω της «ιδιαιτερότητας» του ελληνικού λαού και της «παράδοσής» μας. Αποσείοντας εξαρχής τις ευθύνες τους, οι δημοσκόποι απέδιδαν στους ίδιους τους ερωτώμενους –στην «κακοήθη» συμπεριφορά και στην αμφισβητησιακή «ιδεοληψία» τους– την απόκλιση των προβλέψεων από τα αποτελέσματα αλλά και την απαξίωση του επαγγέλματός τους.
Οσον αφορά το πριν των γκάλοπ, την καθαυτό διενέργειά τους, ο Ελληνας, «εκ παραδόσεως κρυψίνους» ή ανώριμο και ανεύθυνο πειραχτήρι, λέει άλλ’ αντ’ άλλων. Ψεύδεται συνειδητά (όπως άλλωστε ψεύδεται και στον εξομολογητή ή τον ψυχαναλυτή του, αλλά και στο έτερόν του ήμισυ), από αντιεπιστημονική χαιρεκακία· για να κάνει πλάκα ή «αντάρτικο εναντίον όσων επιχειρούν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη». Μικρής εξηγητικής αξίας ο ισχυρισμός αυτός, απέβλεπε απλώς στο να απαλλάξει τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης από την κατηγορία της δημιουργικής λογιστικής. Από την κατηγορία, δηλαδή, ότι τα εκάστοτε προβαλλόμενα πορίσματα συμφωνούσαν με την πολιτική επιθυμία και την κομματική στράτευση του ενημερωτικού μέσου που είχε παραγγείλει το γκάλοπ.
Οσον αφορά το μετά των δημοσκοπήσεων, την υποδοχή τους από το κοινωνικό σώμα, και πάλι ενοχοποιείται ο «εκ παραδόσεως» κακόπιστος και καχύποπτος Ελληνας, που βλέπει συνωμοτικό δάκτυλο στα πάντα. Είναι χαοτική η διαφορά ανάμεσα σε γκάλοπ του ίδιου διημέρου; Οχι, δεν φταίει αυτός που τράβηξε τη διαβόητη «στιγμιαία φωτογραφία» και μη εμπιστευόμενος το αυθεντικό χρησιμοποίησε σκοτεινό θάλαμο και επιλεγμένα εμφανιστικά υγρά, αλλά ο καταναλωτής των γκάλοπ, που θεωρεί περίεργη τη χαοτική διαφορά. Εμφανίζεται σταθερά στο μενού μιας εταιρείας, με καλούτσικο ποσοστό, ένα μικρό κόμμα που το ποσοστό του δεν ανιχνεύεται από κανέναν άλλον; Οχι, δεν πρόκειται για μεθοδευμένη αβάντα, αλλά για προκατειλημμένη ανάγνωση των άψογων αποτελεσμάτων…
Αφότου η αποτυχία των δημοσκοπήσεων έγινε διεθνής, οι χλευαστικές αναφορές στην «ιδιαιτερότητα» του ελληνικού λαού έπαψαν να χρησιμοποιούνται για να δικαιολογηθούν τα καταφανώς αδικαιολόγητα. Καταλήξαμε σε κάτι χειρότερο: Τώρα καλούμαστε να καταναλώσουμε τη μεροληψία των δημοσκοπήσεων, την αυθαιρεσία και τη στράτευσή τους σαν κάτι μοιραίο, ανίατο, φυσιολογικό. Αν όχι και έντιμο.