Επτά χρόνια ύστερα από την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και τη στάση των ρωσόφωνων αυτονομιστών στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ στην ανατολική Ουκρανία, πλησιάζει άραγε η στιγμή όπου η «παγωμένη» σύγκρουση θα αναζωπυρωθεί ξανά; Το ερώτημα απασχολεί έντονα τις ηγεσίες των εμπλεκομένων κρατών και των συμμάχων τους το τελευταίο διάστημα, καθώς οι ανησυχητικοί οιωνοί συσσωρεύονται με ταχείς ρυθμούς.
Από τις αρχές του 2021 έχει καταγραφεί σειρά παραβιάσεων της εκεχειρίας τόσο από τον ουκρανικό στρατό όσο και από τους ρωσόφωνους παραστρατιωτικούς, ενώ τουλάχιστον 10 Ουκρανοί στρατιώτες και άγνωστος αριθμός παραστρατιωτικών έχουν χάσει τη ζωή τους. Μονάδες του ουκρανικού στρατού προωθούνται προς την πράσινη γραμμή και ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) πυκνώνουν τις υπερπτήσεις τους. Πρόσφατα ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Ντμίτρο Κούλεμπα γνωστοποίησε ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας και Αμυνας ενέκρινε στρατηγικό σχέδιο για την ανακατάληψη της Κριμαίας από τους Ρώσους και για την ανάκτηση του ελέγχου του Ντονμπάς (Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ) από το Κίεβο.
Απαντώντας, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών προειδοποίησε σε αυστηρό τόνο το Κίεβο να απόσχει από κάθε προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων με τη δύναμη των όπλων. Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν τόνισε ότι η χώρα του «δεν θα γυρίσει την πλάτη στο Ντονμπάς, σε καμία περίπτωση». Στην εντεινόμενη αντιπαράθεση εμπλέκεται και η Τουρκία, η οποία είχε υπογράψει συμφωνία το 2019, όταν πρόεδρος της Ουκρανίας ήταν ακόμη ο Πέτρο Ποροσένκο, να παράσχει στον ουκρανικό στρατό τουρκικά drones ΤΒ2. Ρωσικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν την περασμένη εβδομάδα ότι τριάντα drones αυτού του είδους μεταφέρθηκαν στο Κίεβο.
Μέχρι πρόσφατα, υπήρχαν ισχυρές ελπίδες για μια πολύ διαφορετική πορεία των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι κατατρόπωσε τον Ποροσένκο στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2019 (73% έναντι 25%) λαμβάνοντας αποστάσεις από τους ακροδεξιούς εθνικιστές που στήριζαν τον προκάτοχό του. Εχοντας εξασφαλίσει μεγάλο ακροατήριο στη Ρωσία και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, ο ρωσόφωνος, επιτυχημένος κωμικός της τηλεόρασης που έγινε πρόεδρος στα 41 του χρόνια υποσχέθηκε ότι θα κάνει το παν για μια ειρηνική επίλυση των διαφορών με τον μεγάλο του γείτονα. Τον πρώτο χρόνο της προεδρίας του απέσυρε τα ουκρανικά στρατεύματα από τις πιο προκεχωρημένες θέσεις που κατείχαν, εμφανίστηκε ανεκτικός απέναντι στους φιλορώσους βουλευτές και ολιγάρχες της χώρας του και επιδίωξε μια συνεννόηση με τη Μόσχα για την επίλυση του προβλήματος στο Ντονμπάς.
Ωστόσο οι προσπάθειες αυτές δεν ευοδώθηκαν. Εν πρώτοις, η Μόσχα δεν ήθελε να συζητήσει την αξίωση του Ζελένσκι για αναθεώρηση της συμφωνίας εκεχειρίας του Μισνκ, την οποία είχαν συνομολογήσει Ρωσία, Ουκρανία, Γαλλία και Γερμανία (η συμφωνία αναγνώριζε ως αντιμαχόμενα μέρη το ουκρανικό κράτος από τη μια πλευρά και τους παραστρατιωτικούς του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από την άλλη· ο Ζελένσκι ήθελε να αναγνωριστεί και η Ρωσία ως εμπλεκόμενο μέρος και να αναλάβει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις). Αντίθετα, η Μόσχα άρχισε να παραχωρεί ρωσικά διαβατήρια στους πολίτες του Ντονμπάς, μετατρέποντάς το σε ντε φάκτο ρωσικό προτεκτοράτο. Καταλυτικό ρόλο στην επιδείνωση της ατμόσφαιρας έπαιξε η σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, το περασμένο φθινόπωρο. Κύκλοι της ουκρανικής ηγεσίας ενθουσιάστηκαν από τη συντριπτική επικράτηση του Αζερμπαϊτζάν, με τη βοήθεια της Τουρκίας, εις βάρος της Αρμενίας, και άρχισαν να οραματίζονται κάτι ανάλογο για το Ντονμπάς, παραβλέποντας ότι η Ρωσία του Πούτιν δεν είναι Αρμενία του Πασινιάν.
Δύο άλλοι παράγοντες φαίνεται ότι βάρυναν καθοριστικά στην κλιμάκωση της έντασης. Ο πρώτος ήταν η επιθετική, έναντι της Ρωσίας, γραμμή που υιοθέτησε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Το γεγονός ότι ο Μπάιντεν επανέφερε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τη Βικτόρια Νούλαντ, το «γεράκι» που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κρίση του Μεϊντάν και την ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς το 2013-2014, ήταν σαφέστατο μήνυμα. Η ηχηρή δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν ότι η χώρα του δεν θα δεχθεί ποτέ την προσάρτηση της Κριμαίας ανάγκασε τον Ζελένσκι να ακολουθήσει για να μην υστερήσει σε πατριωτικό ζήλο, αν και γνωρίζει πολύ καλά ότι η ανάκτηση της Κριμαίας (και της Σεβαστούπολης, όπου βρίσκεται ο ναύσταθμος του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας) δεν είναι νοητή χωρίς ταπεινωτική ήττα της Ρωσίας σε πόλεμο, κάτι που ούτε στα πιο τρελά όνειρά τους δεν μπορούν να διανοηθούν στο Κίεβο.
Το κόστος της πανδημίας
Ο δεύτερος παράγων είναι το τεράστιο κόστος, σε ανθρώπινες ζωές και επέκταση της φτώχειας, που πλήρωσε η Ουκρανία λόγω της πανδημίας, γεγονός που ασκεί μεγάλη πολιτική πίεση στην κυβέρνηση, δελεάζοντάς την να αναζητήσει αντιπερισπασμούς στο μέτωπο της εθνικής ασφάλειας. Είναι σε αυτή τη συγκυρία που ο Ζελένσκι αλλάζει θεαματικά κατεύθυνση, κλείνει τρία ρωσόφωνα τηλεοπτικά δίκτυα και επιβάλλει κυρώσεις στον ολιγάρχη Βίκτορ Μεντβετσούκ, έναν από τους ισχυρότερους ντόπιους συμμάχους του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ωστόσο ο Ουκρανός πρόεδρος θα σκεφτεί πολύ σοβαρά αν κάνει το αμετάκλητο βήμα που χωρίζει τον ψυχολογικό πόλεμο από τον πραγματικό, γνωρίζοντας ότι το ρίσκο θα είναι αφάνταστα υψηλό, για τον ίδιο και για τη χώρα του. Εξάλλου, παρά την αντιρωσική γραμμή του, ο Τζο Μπάιντεν δεν φαίνεται να του έχει εμπιστοσύνη, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι δεν τον έχει πάρει ακόμη τηλέφωνο, δύο μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Μιλώντας στο αμερικανικό περιοδικό Politico, Αμερικανός πρώην αξιωματούχος έλεγε ότι «είναι λογικό να κρατάμε τον Ζελένσκι σε αναμονή για το τηλεφώνημα. Δεν παλεύει με όλη τη δύναμη που διαθέτει εναντίον της διαφθοράς. Στην πραγματικότητα, οι φιλορώσοι ολιγάρχες της Ουκρανίας κέρδισαν τεράστιο έδαφος από τη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Ζελένσκι».
Τα διλήμματα
Η Τουρκία κινδυνεύει να εμπλακεί σε ένα παιχνίδι με τη φωτιά. Ο Ταγίπ Ερντογάν υποστήριξε την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, κάτι που αποτελεί κόκκινο πανί για το Κρεμλίνο, ενώ ο Τούρκος αναπλ. υπουργός Εξωτερικών Γιαβούζ Σελίμ κατήγγειλε πρόσφατα την «απαράδεκτη» προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και έκανε λόγο για διωγμούς εναντίον της (τουρκογενούς) μειονότητας από τους Ρώσους της χερσονήσου. Ωστόσο μια ενεργός στρατιωτική υποστήριξη του Κιέβου στο Ντονμπάς (δεν μιλάμε για την Κριμαία, γιατί αυτό θα ήταν ξεκάθαρα casus belli) θα ήταν πραγματική τορπίλη στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, διαγράφοντας μεμιάς όλη τη θεαματική πρόοδο που έγινε με τους S-400, το πυρηνικό εργοστάσιο του Ακούγιου και τη συνεννόηση στο συριακό μέτωπο. Ηδη από τον Οκτώβριο ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ είχε στείλει προειδοποίηση, όταν δήλωνε: «Ποτέ δεν θεωρήσαμε την Τουρκία στρατηγικό σύμμαχο της Ρωσίας. Η Τουρκία είναι ένας στενός εταίρος». Τη στιγμή που η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται επικίνδυνα, ο Ερντογάν θα μετρήσει με μεγάλη περίσκεψη το ενδεχόμενο μιας ρήξης με τη Ρωσία, όταν μάλιστα οι προσπάθειές του να ρίξει γέφυρες προς ΗΠΑ, Ε.Ε. και Αίγυπτο δεν έχουν ακόμη αποδώσει χειροπιαστά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν πολλοί λόγοι να αμφιβάλλουμε για τη μάλλον μυθοποιημένη αξία των τουρκικών όπλων και ειδικά των drones. Οι ρωσόφωνοι της ανατολικής Ουκρανίας έχουν ήδη καταρρίψει κάμποσα από αυτά, ενδεχομένως με ρωσική βοήθεια, υπενθυμίζοντας για άλλη μία φορά ότι το Ντονμπάς δεν είναι Ναγκόρνο-Καραμπάχ.