Καθώς κλείνει ο χρόνος επανέρχεται το φαινόμενο της πύκνωσης της Ιστορίας, όταν τα πράγματα φαίνονται να ξεφεύγουν και οι κανόνες που γνωρίζαμε να μην ισχύουν. Στη Μεγάλη Βρετανία η κληρονομιά του μοιραίου δημοψηφίσματος του Ιουνίου 2016 οδηγεί τη χώρα σε πολιτικό αδιέξοδο και πιθανή οικονομική καταστροφή. Στη Γαλλία η εξέγερση των «Κίτρινων Γιλέκων» ανάγκασε τον μεταρρυθμιστή Μακρόν σε άτακτη υποχώρηση με άγνωστες συνέπειες αλλά σημαντικό κόστος. Στην Ισπανία η κρίση στην Καταλωνία έδωσε φτερά στην Ακροδεξιά και υπονομεύει την κυβέρνηση. Στην Ιταλία η κυβέρνηση συνασπισμού των λαϊκιστών παράγει το ένα οικονομικό αδιέξοδο μετά το άλλο, αλλά ο ακροδεξιός Σαλβίνι αυξάνει την επιρροή του. Στη Γερμανία η Μέρκελ αποχωρεί, ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μόνιμη πολιτική κρίση από το 2016, εμποτίζοντας το διεθνές σύστημα με μεγάλες δόσεις αβεβαιότητας.
Οι εξελίξεις αυτές περιγράφονται συχνά ως «κρίσεις αντιπροσώπευσης» γιατί αποτυπώνουν τη μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις ηγεσίες και στους θεσμούς. Η άνοδος των λαϊκιστών θρυμματίζει τα κομματικά συστήματα προκαλώντας συνεχείς αναταράξεις. Κάθε νέο εκλογικό ραντεβού προκαλεί χτυποκάρδια και το μείγμα φαντάζει εκρηκτικό. Μια διαδεδομένη ερμηνεία θέλει η κατάσταση αυτή να οφείλεται στην αποξένωση των ελίτ από τον λαό: ο λαός εξεγείρεται γιατί οι ηγεσίες έχουν πάψει να τον εκπροσωπούν, μάλλον γιατί διακατέχονται από έμφυτη αλαζονεία.
Είναι αλήθεια πως τα κοινωνιολογικά δεδομένα πιστοποιούν την ύπαρξη ενός ρήγματος στις δυτικές κοινωνίες. Η κοινωνία έχει χονδρικά διασπαστεί σε δύο τμήματα. Το ένα κατοικεί κυρίως στις μεγάλες πόλεις και διακρίνεται από πολιτισμική και οικονομική εξωστρέφεια. Διαθέτει αξιόλογο ανθρώπινο κεφάλαιο και δεξιότητες που μεταφράζονται σε μεγαλύτερο εισόδημα, που μάλιστα αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, συμβάλλοντας έτσι στην μεγέθυνση της ανισότητας μέσα στην κοινωνία. Το άλλο τμήμα κατοικεί στην περιφέρεια, ιδίως τις αγροτικές περιοχές, έχει περιορισμένες δεξιότητες και επομένως υφίσταται απώλειες εισοδήματος. Αισθάνεται παραγκωνισμένο και περιθωριοποιημένο, δίχως προοπτικές και μέλλον και γι’ αυτό αποτελεί την κατεξοχήν εκλογική πελατεία των λαϊκιστών. Το κυρίως ακροδεξιό πρόσημο της διαμαρτυρίας των μικροαστικών αυτών στρωμάτων αντανακλά την ανασφάλεια που τους προκαλούν οι ραγδαίες αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο: λιγότερες και χειρότερες δουλειές, νέες «περίεργες» αξίες, ξένες και άγνωστες φάτσες τριγύρω, αχαρτογράφητα νερά γενικά. Ο κόσμος αυτός βρίσκει λοιπόν καταφύγιο σε έναν κλειστό και φοβικό πατριωτισμό και στην αυταπάτη της επιστροφής σε ένα ωραιοποιημένο παρελθόν που πλασάρουν οι λαϊκιστές πολιτικοί.
Μολονότι ορθή σε γενικές γραμμές, η περιγραφή αυτή πάσχει όταν μετατρέπεται σε ερμηνεία, γιατί τσουβαλιάζει την εξωστρεφή και οικονομικά δυναμική μερίδα του πληθυσμού με την ελίτ, ενώ είναι εξίσου και αυτή μέρος του λαού. Πρόκειται μάλιστα για ένα σημαντικό κομμάτι του που υπερεκπροσωπείται στους νέους και παράγει μεγάλο ποσοστό του οικονομικού πλούτου. Το πιο σημαντικό είναι πως κοιτάζει μπροστά και αποτελεί την ασφαλέστερη εγγύηση μελλοντικής ευημερίας. Δυστυχώς, το αφήγημα των αποκομμένων και αλαζονικών ελίτ κυριαρχεί στη σημερινή Ευρώπη, συχνά μάλιστα μέσα στις ίδιες τις ελίτ, κυρίως λόγω πνευματικής οκνηρίας που οδηγεί στην υιοθεσία των κάθε είδους κλισέ.
Αναμφίβολα, οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις αλλαγές χρειάζονται συμπαράσταση και στήριξη. Οχι όμως και δικαίωση. Θα ήταν τραγικό λάθος οι εκπρόσωποί τους να γίνουν οι φορείς της διαχείρισης του μέλλοντός μας. Και αυτό γιατί η πραγματικότητα είναι αδήριτη: ο κόσμος αλλάζει και ο ρους της Ιστορίας δεν σταματά. Αυτό δεν σημαίνει πως οι κοινωνίες δεν έχουν δικαίωμα να την αγνοήσουν, αυτοκτονώντας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το ουσιαστικό διακύβευμα της εποχής μας: θα προχωρήσουν οι κοινωνίες μας μπροστά, με όλα τα προβλήματα και τις προκλήσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται; ΄Η θα υποχωρήσουν, καταρρέοντας στο επίπεδο του χαμηλότερου παρονομαστή και κληροδοτώντας ερείπια στις επερχόμενες γενιές; Η επιλογή είναι αναπόφευκτη και πρέπει να διατυπωθεί με τον καθαρότερο δυνατό τρόπο.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.