ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Το μουσείο των τύψεων
εκδ. Πατάκη, σελ. 148
O Αχιλλέας Κυριακίδης είναι ένας συγγραφέας που ούτε εγκαταλείπει ούτε συγκαλύπτει τις εμμονές του. Μείζων δε τούτων ο Μπόρχες. Και στο πρόσφατο βιβλίο του τα διηγήματα αποτίουν πνευματωδώς τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον πρώτο διδάξαντα. Ο Αργεντινός λογοτέχνης περιδιαβαίνει στις σελίδες με φιλοπαίγμονα διάθεση, βοηθώντας τον Ελληνα ομότεχνο να διερευνήσει και αυτός με την προσήκουσα θυμηδία την πολύτροπη λογική της αφήγησης. Οι αφηγητές των διηγημάτων έλκονται από τους γρίφους και τους χρησμούς του λόγου και γι’ αυτό δείχνουν εξοικειωμένοι με την παραδοξολογία, τον ερμητισμό του ύφους και τα σοφιστικά τεχνάσματα. Ενας διακεκριμένος επιμελητής αποπέμπεται από τη βιβλιόφιλη κοινότητα εξαιτίας της έξης του να παρεμβαίνει στις κατακλείδες των μυθιστορημάτων, όχι μόνο πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, αλλά και κλασικών. Τον απωθούσαν τα ημιτελή, αμφίσημα φινάλε, τον ενοχλούσε η διασάλευση της ισορροπίας ανάμεσα στο ρητό και στο άρρητο.
Ηθελε το τέλος απερίφραστο, όπως ήταν στην αληθινή ζωή. Ενας καταθλιπτικός γίνεται μέλος μιας «λέσχης μυστικής μελαγχολίας», αφήνοντας έξω από το ιδιαίτερο ενδιαίτημα των θλιμμένων τον άλλο του εαυτό, ο οποίος θριάμβευε πασίχαρος σε μια ιδεατή ζωή. Ενας συγγραφέας απολαμβάνει τον καλοκαιριάτικο ήλιο δίπλα στη θάλασσα, ενώ το μυαλό του μαυλίζει η φωνή της Βιρτζίνια Γουλφ που τον καλεί στον βυθό.
Ενας άλλος καλεί σε γεύμα τον Μπόρχες, αλλά αμφότεροι καταλήγουν να ερίζουν για την αντίληψη του χρόνου, μολονότι και οι δύο αναγνώριζαν την υποκειμενική του διάσταση χάρη στην οποία συναντήθηκαν. Αλλού ο Μπόρχες, πάλι, προσπαθεί να γράψει ένα πρωτοχρονιάτικο διήγημα, αλλά η ζωή που θορυβεί έξω από το παράθυρο τον αποσπά από τη μεταγραφή της στο χαρτί. Την άγραφη, αόριστη μυθοπλασία παραπληρώνει το αέναο, ακαταδάμαστο παρόν της πραγματικότητας. «Η μνήμη κάθε ανθρώπου είναι η μοναδική ισχυρή εκδοχή του χρόνου». Στον Κυριακίδη η μνήμη είναι το λίκνο της μυθοπλασίας. Εκεί, στον χρόνο που φυλάσσεται και στον χρόνο που διαφεύγει, επωάζονται οι μύθοι που κάποτε υποστασιοποιούνται σε λέξεις.
Κάποιες εικόνες, μας λέει ο Κυριακίδης, «χωρίς τις λέξεις δεν υπάρχουν», όπως επίσης κάποιες λέξεις «χωρίς εικόνες δεν υπάρχουν». Μέσα από την αναμέτρηση της μνήμης με τη λήθη αναθάλλει η ιδιωτική μας μυθοπλασία, μια φαντασμαγορία σε μικρή κλίμακα, ένα υβρίδιο φαντασιώσεων, αναμνήσεων και παραχαράξεων. Ωστόσο, τον Κυριακίδη τον απασχολεί ο χρόνος σαν γλωσσικό και μυθοπλαστικό ζήτημα, όπως γενικότερα τον γοητεύει η μεταποίηση των υπαρξιακών γρίφων σε γλωσσικά ερωτήματα. Η λογοτεχνία, ως κάτι τετελεσμένο, άπαξ δημιουργημένο, επιβάλλεται στον χρόνο που ρέει και ακατάπαυστα αναδημιουργείται. Παρ’ όλα αυτά, η καλή λογοτεχνία αφήνει την παλλόμενη, βοούσα ζωή έξω από το παράθυρο να αναρριπίζει τις σελίδες της, να κλονίζει την αποκρυσταλλωμένη όψη των λέξεων και να δονεί την ακινησία των εικόνων.
Ο Κυριακίδης είναι αναμφίβολα ένας συγγραφέας ο οποίος αναλογίζεται επισταμένως την ποιητική της γραφής του και επιμελείται δεόντως την υφολογία και την αισθητική των στοχασμών του, τα βιβλία του, όμως, δεν είναι στεγνά, εγκεφαλικά τεχνουργήματα. Στις πρόσφατες ιστορίες πνέει μια αύρα ιλαρότητας που υπονομεύει παιγνιωδώς τις διανοητικές μονομανίες. Τόπος χλοερός η λογοτεχνία οπωσδήποτε, εύφορη επικράτεια θανάτου, αλλά και παιχνίδι, φενάκη, μας υπενθυμίζει ο Κυριακίδης. Το βιβλίο του ανεγείρεται σαν ένα μικρό μουσείο, όχι όμως μεταμέλειας, αλλά, αντιθέτως, πολυαγαπημένων εμμονών. Απολαυστικό το βιογραφικό σημείωμα που παρατίθεται ως έσχατη ιστορία και το οποίο στοιχειοθετούν ατάκτως ερριμμένοι τίτλοι έργων, μουσικών, κινηματογραφικών και λογοτεχνικών, καθώς και λίστες ονομάτων ετερόκλητων δημιουργών. Η γλώσσα του Κυριακίδη είναι το εκλεκτό απόσταγμα αυτού του φανταστικού βιογραφικού.