Σε μια περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που περνάει η Ελλάδα, η έννοια του δημόσιου χώρου μεταβάλλεται, ενίοτε δοκιμάζεται. Ακολουθεί τη σύγχρονη αντίληψη για τα κοινά, μεταλλάσσεται ανάλογα με τις απαιτήσεις για ασφάλεια, καθορίζεται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Ως πεδίο προβολής των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών αλλαγών, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης, δέχεται την οργή των πολιτών και την απαξία του κράτους.
Το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο του ΤΕΕ – τομέας Κεντρικής Μακεδονίας, με θέμα «Δημόσιος Χώρος +», που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη, προσέφερε το πεδίο για να αναπτυχθεί μια πλούσια και πολυεπίπεδη συζήτηση για τον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα. Στις 99 εισηγήσεις του συνεδρίου αναπτύχθηκαν θέματα διαχείρισης κοινόχρηστων χώρων, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών, η θέση του δημόσιου χώρου στον δημόσιο λόγο, αξιολογήθηκαν σχεδιασμοί και παραδείγματα, προτάθηκαν νέες ιδέες, εξερευνήθηκαν ζητήματα θεωρίας που απασχολούν τη διεθνή συζήτηση, σκιαγραφήθηκε η σχέση της τέχνης, των κινημάτων και της οικονομίας με τον κοινό τόπο.
Το συνέδριο ήρθε να καταγράψει τα ζητήματα που έχουν εγερθεί τα τελευταία χρόνια στους δημόσιους χώρους, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Για παράδειγμα, ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, μίλησε για τη νέα αντίληψη για την ασφάλεια και τη χρήση της αρχιτεκτονικής των δημόσιων χώρων ως «καμουφλάζ», μέσα από το παράδειγμα της σταδιακής οχύρωσης των αμερικανικών πρεσβειών στην Αθήνα και στο Λονδίνο. «Εξελίξεις όπως αυτές δεν αποτελούν μεμονωμένα επεισόδια, αλλά συνιστούν ένα ζήτημα κρίσιμο για την πόλη και τον σχεδιασμό των δημόσιων χώρων γενικότερα. Η αρχιτεκτονική σύνθεση των δυσεπίλυτων απαιτήσεων ασφάλειας και ελεύθερης πρόσβασης εντοπίζεται και στις πρόσφατες προτάσεις που κυοφορούνται στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις (Βαρκελώνη, Φλωρεντία, Λονδίνο, Νίκαια, Βερολίνο κ.ά.) για αμυντική θωράκιση των ανοικτών δημόσιων χώρων. Αυτή η μετάλλαξη των δημόσιων χώρων, με τη δημιουργία αστικών τοπίων εν είδει καμουφλάζ, αναδεικνύει τους σύγχρονους προβληματισμούς που καθορίζουν τις σχεδιαστικές επιταγές των αρχιτεκτόνων και επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των πολιτών», ανέφερε.
Ο περιορισμός του δημόσιου χώρου ή η «οργάνωσή» του για λόγους ασφαλείας δεν είναι η μόνη μεταβολή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. «Στην περίοδο της κρίσης, η πολιτεία, αδύναμη οικονομικά και ιδεολογικά, αποσύρθηκε από τη φροντίδα και τον σχεδιασμό του αστικού δημόσιου χώρου, οδηγώντας στην απαξίωσή του», ανέφερε στην εισήγησή του ο Γιάννης Αίσωπος, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών. «Η διαμαρτυρία απέναντι στη νέα συνθήκη των μνημονίων στοχοποίησε τον δημόσιο χώρο και τα διαφορετικά στοιχεία που τον συγκροτούν. Στη διάρκεια πολλαπλών βίαιων διαδηλώσεων, τμήματα όψεων, πεζοδρομίων και δημόσια γλυπτά αποξηλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως “πυρομαχικά” στις συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και στην αστυνομία. Το κενό που δημιούργησε η απόσυρση της πολιτείας καλύφθηκε από τη μια πλευρά από ομάδες πολιτών και συλλογικότητες που λειτουργούν στη μικρή κλίμακα της γειτονιάς και από την άλλη από κοινωφελή ιδρύματα που λειτουργούν στη μεγάλη κλίμακα της πόλης. Τώρα, μετά την κρίση, η πόλη δεν μπορεί παρά να αναζητήσει ένα νέο όραμα για τον επανασχεδιασμό των ανοικτών δημόσιων αστικών χώρων της “επόμενης Αθήνας”, που θα ξαναφέρουν κοντά κατοίκους και επισκέπτες».
Το νέο Πάρκο Τρίτση και η διεθνής εμπειρία
Η απουσία εξασφαλισμένης και μόνιμης οικονομικής αυτοτέλειας για το Πάρκο Τρίτση αποτρέπει τον σχεδιασμό στρατηγικής σε βάθος χρόνου.
Μπορεί η ραγδαία ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας να έχει προ πολλού σταματήσει, οι λιγοστοί δημόσιοι χώροι της, όμως, δεν παύουν να δέχονται πιέσεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι το Πάρκο Τρίτση, που τα τελευταία χρόνια πασχίζει να αποκτήσει νέα ταυτότητα και σταθερή θέση στη ζωή της πόλης.
«Η πλέον ισχυρή διαμάχη που καλείται να δώσει η εκάστοτε διοίκηση του πάρκου αφορά τη διεκδίκηση και την προστασία χώρων εντός ή στα όρια του πάρκου. Η ολιγωρία ετών έχει δημιουργήσει θολές καταστάσεις σε ό,τι αφορά καθεστώτα παραχωρήσεων, χρήσεων και ιδιοκτησιών. Οι πιο έντονες πιέσεις πραγματοποιούνται από τον δήμο στα διοικητικά όρια του οποίου εντάσσεται το πάρκο», αναφέρει η αρχιτέκτων-πολεοδόμος Κατερίνα Χριστοφοράκη στην εισήγησή της για το Μητροπολιτικό Πάρκο Τρίτση. «Ενα ακόμα ζήτημα είναι η οικονομική αυτονομία. Η απουσία εξασφαλισμένης και μόνιμης οικονομικής αυτοτέλειας και επάρκειας αποτρέπει τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής σε βάθος χρόνου, ενώ δημιουργεί καθεστώς ανασφάλειας στους ενδιαφερόμενους επενδυτές».
Η κ. Χριστοφοράκη αποτιμά ως θετική την κίνηση του φορέα διαχείρισης του πάρκου να εκπονήσει ένα ειδικό χωρικό σχέδιο για να καθορίσει ακριβή όρια και επιτρεπόμενες χρήσεις. Υπάρχει όμως και το ζήτημα της καθημερινής διαχείρισης του χώρου, που δεν είναι και τόσο απλή υπόθεση, λόγω του πολύπλοκου νομοθετικού πλαισίου. «Η νομοθετική πολυπλοκότητα των συμβάσεων που διέπει τον φορέα διαχείρισης δημιουργεί προβλήματα στη διαδικασία ανάθεσης υποχρεώσεων και παροχής υπηρεσιών. Αυτό οδηγεί στην αναποτελεσματική αντιμετώπιση καθημερινών ζητημάτων που χρήζουν επείγουσας λύσης», αναφέρει. Παραθέτει, δε, το παράδειγμα του δήμου Newham του Λονδίνου, που δοκίμασε το μοντέλο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, δημιουργώντας με ιδιώτη εταιρικό σχήμα. «Στο σχήμα το Δημόσιο διατηρεί τη διαχείριση του χώρου και ο ιδιώτης έχει την ευθύνη της φύλαξης και συντήρησης του πάρκου για λογαριασμό του. Το Πάρκο Τρίτση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προσέγγιση αντίστοιχη για την αντιμετώπιση ζητημάτων επείγουσας φύσης».
Οι επεκτατικές διαθέσεις των καφέ
Μεγάλο τμήμα των καφετεριών αναπτύσσεται στον εξωτερικό χώρο, με αποτέλεσμα τα τραπεζοκαθίσματα να καταλαμβάνουν πεζοδρόμια, πλατείες κ.ά.
Οι καφετέριες είναι ένας συλλογικός χώρος. Ακόμα κι αν βρίσκονται σε ιδιωτικό και όχι σε δημόσιο χώρο, δημιουργούν με τη συμμετοχή του κόσμου μια μορφή κοινωνικής ζωής. Στην Ελλάδα, η ζωτικότητα των πόλεων συνδέεται άρρηκτα με τις καφετέριες, ποια είναι όμως τα αποτελέσματα αυτής της σχέσης για τις πόλεις και τους κατοίκους της;
Την απάντηση επιχειρεί να δώσει η αρχιτέκτων Αγγελική Αναγνώστου. «Οι κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλο τμήμα των καφετεριών να αναπτύσσεται στον εξωτερικό χώρο, με τα τραπεζοκαθίσματα να καταλαμβάνουν πεζοδρόμια, πλατείες, πάρκα κ.ά. Εκτός όμως από τα τραπεζοκαθίσματα, έντονη είναι και η ανάγκη οικειοποίησης αυτών των χώρων από τους ιδιοκτήτες των καφετεριών με στοιχεία, όπως διαφημιστικές πινακίδες, σόμπες-μανιτάρια, γλάστρες και κάθε είδους διαχωριστικό χώρισμα, που ορίζει τον προσωπικό χώρο της κάθε καφετέριας.
Αν και πολλές χώρες, κυρίως της Βόρειας Ευρώπης, επιλέγουν αυτές τις τακτικές ως μέσο ενεργοποίησης της κοινωνικής ζωής και της ζωτικότητας των πόλεων, στην Ελλάδα παρατηρείται έντονη και επεκτατική χρήση αυτών των “στρατηγικών”, οδηγώντας πολλές φορές σε αρνητικά αποτελέσματα», παρατηρεί η κ. Αναγνώστου.
Τι μπορεί να γίνει; «Η περίοδος της κρίσης μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης μιας επαναδιαπραγμάτευσης του σύγχρονου ρόλου του ελληνικού δημόσιου χώρου», καταλήγει η αρχιτέκτων. «Υπό αυτές τις συνθήκες και με τους Ελληνες πολίτες να έχουν ήδη ξεκινήσει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους στον δημόσιο χώρο –π.χ. κίνημα πολιτών κατά των τραπεζοκαθισμάτων στη Νέα Παραλία–, οι αρχιτέκτονες και οι σχεδιαστές πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο ώστε η σύγχρονη Ελλάδα να επανακτήσει τον δημόσιο χώρο της με βάση τα σύγχρονα δεδομένα και τις ανάγκες των πολιτών.
Αναζητούνται λοιπόν νέοι υβριδικοί χώροι, προσεκτικού σχεδιασμού για κοινωνική χρήση και σε ακολουθία με τις διαρκώς εξελισσόμενες ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής».
Τα πολλαπλά οφέλη της πράσινης πόλης
Οι πόλεις «ανταγωνίζονται» μεταξύ τους ως τουριστικοί προορισμοί και ως προσφέρουσες ιδανικό περιβάλλον ζωής και εργασίας.
Το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δημιουργεί πεδίο «ανταγωνισμού» ανάμεσα στις πόλεις: ως τουριστικοί προορισμοί, ως ιδανικοί υποδοχείς επιχειρηματικότητας, ως προσφέρουσες ιδανικό περιβάλλον ζωής και εργασίας. Το City Branding είναι επέκταση του πεδίου του marketing που αντιμετωπίζει ως «προϊόντα» τα χαρακτηριστικά των αστικών κέντρων, δημιουργώντας μια «ταυτότητα». Ανεξάρτητα με το αν κάποιος συμφωνεί με την προσέγγιση αυτή ή όχι (η κριτική παραμένει ισχυρή), η τάση που αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η υιοθέτηση περιβαλλοντικών στρατηγικών ως παράγοντος βελτίωσης της ζωής στην πόλη, αλλά και αύξησης της «ανταγωνιστικότητάς» της.
Για την τάση αυτή μίλησαν οι αρχιτέκτονες Διονυσία Τριανταφύλλου και Κωνσταντίνος Σακαντάμης, μελετώντας τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό ως παράμετρο του City Branding. Αποτιμώντας τους θεσμούς «Πράσινη Πρωτεύουσα της Ευρώπης» και «Ευρωπαϊκό Βραβείο Πράσινου Φύλλου», οι δύο αρχιτέκτονες παρατηρούν πως η δημιουργία μετρήσιμων στόχων και παρακολούθησης αυτών λειτουργεί τελικά ευεργετικά ως δίαυλος των δήμων με τους πολίτες. «Παράλληλα με τη διαμόρφωση στόχων για τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό, δημιουργούνται και συνθήκες σημαντικής βελτίωσης της εικόνας των πόλεων μέσω ενός συστήματος “επικοινωνίας” με μετρήσιμα και απτά αποτελέσματα στην καθημερινή εμπειρία των πολιτών. Στα οφέλη που αποκόμισαν οι πόλεις, πέρα από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, εντοπίζεται και η μεγαλύτερη ορμή στη συνέχιση της βελτίωσης της περιβαλλοντικής τους βιωσιμότητας. Περαιτέρω, αποτυπώνεται η ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτιστικής βιωσιμότητας μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, την τόνωση της τοπικής υπερηφάνειας και της αίσθησης του ανήκειν, την προώθηση πρωτοβουλιών και την ενθάρρυνση της κοινότητας».
Ετσι, «ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός αποτελεί εργαλείο για τη μορφοποίηση και την προβολή της ταυτότητας της πόλης, συμβάλλοντας στην αειφορία του τόπου αλλά και της προβαλλόμενης εικόνας του», καταλήγουν.