Στη συμβολή των οδών Μυλοποτάμου και Δαβάκη στους Αμπελοκήπους βρισκόταν μέχρι πριν από λίγες ημέρες μια φτωχική λαϊκή μονοκατοικία του περασμένου αιώνα. Ενα χαμηλοτάβανο σπίτι με δύο δωμάτια, μια μικρή εσωτερική αυλή και έναν πολύ ψηλό μαντρότοιχο, που έδειχνε ότι κάποτε στέγαζε τη ζωή μιας οικογένειας. Hταν από χρόνια εγκαταλελειμμένο, πόρτες και παράθυρα ανοιχτά, οι τοίχοι να έχουν «ανοίξει», η σκεπή είχε μισογκρεμιστεί. «Oταν ήρθαμε να δούμε την κατάστασή του και οι γείτονες κατάλαβαν ποιοι είμαστε και τι θέλαμε, κατέβηκαν και μας έλεγαν “επιτέλους, χρόνια παρακαλούμε να γίνει κάτι”. Ολη η γειτονιά ζητούσε να κατεδαφιστεί», λέει ο μεταβατικός δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Μπρούλιας.
Το κτίριο αυτό ήταν το πρώτο που κατεδαφίστηκε από τα 13 εγκαταλελειμμένα κτίρια που επέλεξε ο δήμος. «Κανένα δεν είναι διατηρητέο, καθώς αυτό θα περιέπλεκε τα πράγματα. Βρήκαμε τους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι θα χρεωθούν τα έξοδα της κατεδάφισης, βάσει της νομοθεσίας. Το συγκεκριμένο στους Αμπελοκήπους περιήλθε εδώ και δύο χρόνια στον δήμο, οπότε τα πράγματα είναι πιο απλά».
Το σπιτάκι στην οδό Μυλοποτάμου και Δαβάκη 2, στους Αμπελοκήπους, κατεδαφίστηκε ήδη.
Ο Δήμος Αθηναίων έρχεται εδώ και δεκαετίες αντιμέτωπος με τα προβλήματα που δημιουργεί στη ζωή της πόλης η εγκατάλειψη κτιρίων. Σύμφωνα με μια καταγραφή, που έγινε για λογαριασμό του δήμου πριν από μία δεκαετία, 1.614 μονοκατοικίες είναι αφημένες στην τύχη τους: 295 εγκαταλελειμμένες μονοκατοικίες στο 1ο δημοτικό διαμέρισμα (ιστορικό κέντρο), 125 στο 2ο διαμέρισμα (από Νέο Κόσμο έως Στάδιο), 467 στο 3ο (Πετράλωνα, Μεταξουργείο, Θησείο), 391 στο 4ο (Κολωνός, Ακαδημία Πλάτωνος, Σεπόλια), 108 στο 5ο (βορειοδυτικές συνοικίες έως Προμπονά), 108 στο 6ο (Πατήσια, Κυψέλη), 94 στο 7ο δημοτικό διαμέρισμα (Αμπελόκηποι, Ερυθρός, Πολύγωνο).
Την ίδια τύχη θα έχει το εγκαταλελειμμένο στην Ηούς 36-38 στα Πετράλωνα.
Το 2016-17 ο δήμος ξεκίνησε μια «διαλογή» ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα κτίρια, ξεχωρίζοντας σε μια λίστα 75 τα οποία είναι πλέον επικίνδυνα. Από αυτά, τα 33 είναι διατηρητέα, τα 27 δεν είναι, ενώ για 13 δεν είναι γνωστό. Πολλά από αυτά βρίσκονται ακόμα και στον πυρήνα της πόλης, λ.χ. στις οδούς Βουλής, Σταδίου, Αδριανού, Αθηνάς, Ευριπίδου. «Η υπόθεση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Εχεις “μαύρες τρύπες” μέσα στην πόλη, ακόμα και ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Ομως είναι μια υπόθεση εξαιρετικά περίπλοκη», λέει ο κ. Μπρούλιας. «Ενα ζήτημα αφορά το τι προβλέπει η νομοθεσία για τα επικίνδυνα και τα ετοιμόρροπα και ποια είναι τα περιθώρια επέμβασης ενός δήμου. Ενα δεύτερο ζήτημα είναι η ιδιοκτησία. Πλέον με την κτηματογράφηση της Αθήνας τα πράγματα είναι πιο απλά, καθώς αν ένα κτίριο έχει ιδιοκτήτες μπορείς να τους εντοπίσεις. Από την εμπειρία μας, οι κυριότερες περιπτώσεις είναι τρεις: ο ιδιοκτήτης να έχει φύγει στο εξωτερικό και να μην ενδιαφέρεται, το κτίριο να ανήκει σε πολλούς ιδιοκτήτες (περιπτώσεις με 14-15 συνιδιοκτήτες είναι συνηθισμένες), ή το κτίριο να ανήκει σε φορείς του κράτους, σε κάποιο ίδρυμα ή σε κάποιο κληροδότημα. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση δεν είναι σπάνιο η εγκατάλειψη να έρχεται ως αποτέλεσμα της νομοθεσίας περί ιδρυμάτων και κληροδοτημάτων, καθώς τα διοικητικά τους συμβούλια φοβούνται να προχωρήσουν στην αξιοποίηση φοβούμενα μην κατηγορηθούν. Σπάνια ένα αφημένο κτίριο θα ανήκει σε 1-2 άτομα που απλώς να δηλώνουν αδυναμία να το συντηρήσουν».
Καθώς και το εγκαταλελειμμένο στην Αλκμαίωνος στην Ακαδημία Πλάτωνος.
Η νομοθεσία διαχωρίζει τα επικίνδυνα από τα ετοιμόρροπα, προβλέποντας διαφορετικά πράγματα. Τα επικίνδυνα χαρακτηρίζονται βάσει του Προεδρικού Διατάγματος «περί επικινδύνων οικοδομών» του 1929 για λόγους δομικούς, υγιεινής και ασφάλειας. Ο χαρακτηρισμός γίνεται ύστερα από αυτοψία της πολεοδομίας (γραφείο επικινδύνων του τμήματος ελέγχου κατασκευών) και κοινοποιείται στον εισαγγελέα και στην αστυνομία.
Η ευθύνη του ιδιοκτήτη
Βάσει της έκθεσης αυτοψίας, ο ιδιοκτήτης πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την προσωρινή άρση της επικινδυνότητας και εντός εξαμήνου μέτρα για μόνιμη άρση της. Να σημειωθεί ότι σκαλωσιές και «λινάτσες» δεν επιτρέπεται να μένουν πάνω από ένα τρίμηνο, ανεξάρτητα αν πολλές φορές μένουν… για πάντα, επειδή καταλαμβάνουν δημόσιο χώρο (το πεζοδρόμιο). Τα ετοιμόρροπα, από την άλλη πλευρά κρίνονται (συνήθως έπειτα από καταγγελία πολίτη) από τριμελή επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν ο δήμος και το Τεχνικό Επιμελητήριο, ότι χρήζουν κατεδάφισης. Τέλος, διαφορετική είναι νομικά η έννοια του «εγκαταλελειμμένου ακινήτου», που (βάσει διάταξης του 1938) καθορίζει τις προϋποθέσεις για απόκτηση της κυριότητας ενός ακινήτου από το Δημόσιο, μία δεκαετία αφότου το διεκδικήσει.
Χαρακτηριστικό δείγμα σπιτιού των «κηπουπόλεων» του Μεσοπολέμου, στις οδούς Ανθέων και Αμασίου στον Προμπονά. Προς κατεδάφιση και αυτό.
Τον Νοέμβριο του 2014 το υπουργείο Περιβάλλοντος παρουσίασε μια πρόταση νόμου για τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, βασισμένη σε μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το σχέδιο δεν έφθασε στη Βουλή, καθώς περιείχε ορισμένες καταφανώς αντισυνταγματικές διατάξεις (για παράδειγμα προέβλεπε ότι ένας οποιοσδήποτε ιδιωτικός φορέας μπορούσε να αποκτήσει ένα κτίριο… χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του!) και πολλές ασάφειες και αστοχίες (όπως το πώς πιστοποιούνταν ότι ένα κτίριο έχει εγκαταλειφθεί). Περιείχε όμως και μερικές ενδιαφέρουσες διατάξεις, όπως μια διαδικασία μέσα από την οποία ο δήμος μπορεί να διεκδικήσει δικαστικά τη διαχείριση ενός κενού ή εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Πριν από λίγους μήνες το υπουργείο Περιβάλλοντος συνέστησε μια επιτροπή για να εξετάσει το ζήτημα, η υπόθεση όμως δεν πρόλαβε να καταλήξει κάπου. Πρόσφατα, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε νομοθετική αλλαγή, ώστε να του αποδοθούν τα αγνώστου ιδιοκτήτη (κτίρια ή διαμερίσματα), προκειμένου να ασκήσει στεγαστική πολιτική όπως άλλοι δήμοι της Ε.Ε. Τίποτα άλλο δεν έχει συμβεί.
Το ζήτημα βέβαια είναι η απλοποίηση της διαδικασίας κατεδάφισης να μην οδηγήσει σε μαζική «θυσία» δεκάδων διατηρητέων και στην οριστική απώλεια ενός σημαντικού κομματιού της μνήμης της πόλης. «Χρειάζεται ειδική μέριμνα για τα διατηρητέα», εκτιμά ο κ. Μπρούλιας. «Η σημερινή διαδικασία, όμως, είναι εξαιρετικά περίπλοκη, ακόμα και για να καθαρίσεις έναν τοίχο διατηρητέου από γκράφιτι, πόσο μάλλον να επέμβεις με άλλο τρόπο».