Οι τροπολογίες που έφερε πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Εργασίας κ. Βρούτσης στη Βουλή (ομολογουμένως με κάπως άγαρμπο τρόπο) δεν έσβησαν το φως του ουρανού. Μια απλή επαναφορά της λογικής στην κανονιστική διαχείριση των απολύσεων επεδίωκαν και όχι στην «κατάργηση βασικών διατάξεων προστασίας των εργαζομένων», όπως η κ. Αχτσιόγλου οργίλως υποστήριξε. Καμία βασική διάταξη και κανένα δικαίωμα των εργαζομένων δεν καταργήθηκε με την τροπολογία Βρούτση. Εκτός και εάν η τέως υπουργός Εργασίας θεωρεί ότι οι αποσπασματικές νομοθετικές ανορθογραφίες που έφερε η ίδια στη Βουλή λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, συνιστούσαν μνημειώδες και ανέγγιχτο κανονιστικό έργο της τότε κυβέρνησης. Ας γίνει λοιπόν σαφές: Οι καταργηθείσες τροπολογίες δεν ήταν παρά οι τελευταίες κανονιστικές μολότοφ κατά του εργατικού δικαίου και των εργασιακών σχέσεων, που πρόφτασε η απερχόμενη κυβέρνηση να εκτοξεύσει διά χειρός Αχτσιόγλου. Κάποιος όφειλε να σβήσει τον εμπρησμό που προκάλεσαν.
Και τώρα, μια πρώτη επισήμανση: Το δίκαιο της λύσης της σύμβασης εργασίας θεσπίστηκε στη χώρα μας, καλώς ή κακώς, πολύ πριν γεννηθεί η κ. Αχτσιόγλου και κλείνει σχεδόν 100 χρόνια ζωής. Στην ουσία, αποτελείται από ένα βασικό νομοθέτημα του 1920, που συμπληρώθηκε με ένα δεύτερο επίσης σημαντικό νομοθέτημα του 1955. Μολονότι τα νομοθετήματα αυτά ήταν ιδιαίτερα αυστηρά για τους εργοδότες, φάνηκαν ομολογουμένως ιδιαίτερα στέρεα.
Αλλωστε, γι’ αυτό άντεξαν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ρυθμιστικό σύστημα που διαμορφώθηκε με βάση αυτά, βασιζόταν σε μία σημαντική υποχρέωση για τον εργοδότη: όταν ήθελε να απομακρύνει έναν εργαζόμενο έπρεπε να του καταβάλλει μια ιδιαίτερα υψηλή «αποζημίωση απόλυσης». Η μη καταβολή της αποζημίωσης αυτής καθιστούσε άνευ άλλου άκυρη την απόλυση. Ανεξάρτητα από το τι ακούγεται από εδώ και από εκεί, η βασική αυτή εργοδοτική υποχρέωση ίσχυε ακλόνητα από το 1955 και εξακολουθεί να ισχύει και μετά την τροπολογία Βρούτση.
Δεύτερη σημαντική επισήμανση: Εθεσα παραπάνω τη λέξη «αποζημίωση απόλυσης» σε εισαγωγικά γιατί δεν πρόκειται κυριολεκτικά για αποζημίωση, έτσι όπως τουλάχιστον εννοιολογείται η λέξη αυτή στο αστικό δίκαιο. Δηλαδή δεν καταβάλλεται από τον εργοδότη προς αποκατάσταση μιας οικονομικής ή ηθικής βλάβης που έχει προκαλέσει στον μισθωτό. Ο εργοδότης που καταβάλλει την αποζημίωση απόλυσης δεν έχει αθετήσει κάποια νόμιμη ή συμβατική του υποχρέωση. Η απόλυση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα απολύτως νόμιμο εργοδοτικό δικαίωμα. Συνεπώς, η λεγόμενη «αποζημίωση απόλυσης» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «βοήθημα» προς τον απολυθέντα, το οποίο ο νόμος αποφάσισε να επιρρίψει εις βάρος του εργοδότη, προκειμένου να αντεπεξέλθει ο μισθωτός στις οικονομικές του ανάγκες για το εύλογο χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι να εξεύρει μια νέα απασχόληση. Αλλωστε, για τον λόγο ακριβώς αυτό ο νόμος χορηγεί στον εργοδότη την εναλλακτική δυνατότητα να απαλλάσσεται από τη μισή αποζημίωση απόλυσης εάν προειδοποιεί τον μισθωτό κάποιο χρονικό διάστημα πριν από την επικείμενη απόλυσή του, δεδομένου ότι με την πρόωρη αυτή γνώση ο μισθωτός διαθέτει και πάλι κάποιο χρόνο για να αναζητήσει μια άλλη εργασία. Μάλιστα, ας μη μας διαφεύγει ότι τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και τα «επιδόματα ανεργίας», στο κόστος των οποίων συνεισφέρουν επίσης οι εργοδότες με την καταβολή «εισφορών υπέρ ανεργίας». Και πάλι πρόκειται για ένα κόστος, το οποίο επωμίζεται κυρίως ο εργοδότης, χωρίς προφανώς να λαμβάνει αντίστοιχης αξίας εργασία από τον μισθωτό.
Τρίτη επισήμανση: Ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στον μισθωτό την «αποζημίωση απόλυσης» ανεξαρτήτως λόγου απόλυσης. Δηλαδή ακόμη και όταν ο λόγος της απομάκρυνσης του μισθωτού οφείλεται σε δική του αδυναμία ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της εργασίας για την οποία είχε προσληφθεί, και πάλι ο εργοδότης οφείλει να του καταβάλλει την αποζημίωση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν η απόλυση οφείλεται σε ανάρμοστη συμπεριφορά του μισθωτού.
Το μόνο ενδεχόμενο να εγερθεί ζήτημα μη καταβολής αποζημίωσης προέκυψε από την τροπολογία Αχτσιόγλου, δεδομένου ότι όταν η απόλυση γίνεται με επίκληση και απόδειξη «βάσιμου λόγου» απόλυσης δεν απαιτείται κατά τις διεθνείς και ευρωπαϊκές ρυθμίσεις η καταβολή αποζημίωσης. Επίσης, μια άλλη συνέπεια της τροπολογίας αυτής, για την οποία δεν μπορεί να είναι περήφανη η κ. Αχτσιόγλου, είναι ότι το ηλεκτρονικό σύστημα «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας άρχισε κατ’ εντολήν της να λειτουργεί ως αρχείο ηλεκτρονικού φακελώματος εργαζομένων που αποπέμπονται για «βάσιμο λόγο».
Τέταρτη επισήμανση: Επειδή η ελληνική νομοθεσία ουδέποτε συνδύαζε τη νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με την υποχρέωση του εργοδότη να διατυπώνει τον λόγο της απόλυσης, καθιερώθηκε να λέμε ότι στη χώρα μας ισχύει η «αναιτιολόγητη απόλυση». Προφανώς, πρόκειται για έναν χαρακτηρισμό με καθαρά νομικό σημαίνον, που μπορεί, ωστόσο, να οδηγήσει στη στρεβλή αντίληψη ότι στη χώρα μας ο εργοδότης μπορεί να απολύει χωρίς λόγο. Ωστόσο, είναι ζήτημα κοινής λογικής ότι καμία απόλυση δεν γίνεται χωρίς κάποιο λόγο, βάσιμο ή μη βάσιμο. Ποτέ ένας εργοδότης δεν θα απέλυε έναν καλό εργαζόμενο, ποτέ δεν θα μείωνε αναίτια το προσωπικό του εάν η επιχείρησή του δεν παρουσίαζε οικονομικά ή άλλα προβλήματα. Βεβαίως, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος: και τι γίνεται εάν η απόλυση του μισθωτού οφείλεται σε μη βάσιμους λόγους, όπως π.χ. σε εκδικητικά και κακόβουλα εργοδοτικά κίνητρα; Μήπως η τροπολογία περί «βάσιμου λόγου» της κ. Αχτσιόγλου ήλθε να καλύψει αυτό το κενό; Απερίφραστα όχι. Η εργοδοτική απόφαση περί απόλυσης υποβαλλόταν παλαιόθεν στον μέχρι υπερβολής αυστηρό έλεγχο των δικαστηρίων, τα οποία εξέταζαν και συνεχίζουν να εξετάζουν ενδελεχώς τις ενστάσεις περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Ο έλεγχος της απόλυσης με τα κριτήρια της κατάχρησης δικαιώματος είναι κατ’ ουσίαν έλεγχος της ύπαρξης «βάσιμου λόγου». Αν αυτό δεν το γνώριζε η κ. Αχτσιόγλου, πολλοί γύρω της (πρώην υπουργοί και υφυπουργοί Εργασίας) που ασχολούνταν αρκούντος με τη δικαστηριακή πρακτική γνώριζαν πολύ καλά ότι οι υποθέσεις περί καταχρηστικής απόλυσης κατέκλυζαν και κατακλύζουν καθημερινά τα πρωτοδικεία της χώρας.
Συνεπώς, τα πράγματα είναι ιδιαίτερα απλά, όσο και εάν προσπαθούν κάποιοι να τα μπερδέψουν. Το ελληνικό εργατικό δίκαιο πάντοτε προέβλεπε και προβλέπει να γίνονται οι απολύσεις με καταβολή αξιόλογης αποζημίωσης και, ταυτόχρονα, ποτέ δεν επέτρεπε να γίνονται απολύσεις χωρίς βάσιμο λόγο. Ο «βάσιμος λόγος» της κ. Αχτσιόγλου ήταν απλώς ένα φτηνό «καθρεφτάκι», που η προηγούμενη κυβέρνηση επιχείρησε να πουλήσει στη γνωστή αγορά του λαϊκισμού. Ωστόσο, κλείνοντας, εύχομαι μια βελτιωτική επαναδιατύπωση της τροπολογίας Βρούτση για να αποσοβηθεί μια ελλοχεύουσα σύγχυση περί την ερμηνεία της νέας διάταξης.
* Ο κ. Ιωάννης Ληξουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου.