Πλατανα. Το δάσος αρχίζει λίγο έξω από τα Ψαχνά με σύνορα αγρούς με ελαιόδενδρα και ενώ ο δρόμος «σκαρφαλώνει» στο βουνό. Αλλά είναι καμένο ήδη τη δεύτερη ημέρα της μεγάλης πυρκαγιάς στην Εύβοια. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υπάρχουν μικροί χωματόδρομοι όπου έχουν πάρει θέσεις μάχης τα πεζοπόρα τμήματα της Πυροσβεστικής. Σε κάποιες περιπτώσεις έχουν απλώσει μάνικες παίρνοντας νερό από υδροφόρες.
Η φωτιά ξεκίνησε από μια κοιλάδα κάτω από το μοναστήρι του Μακρυμάλλη στον δρόμο προς το Κοντοδεσπότι, εκεί όπου βρίσκονται οι τρεις γεωτρήσεις από τις οποίες υδροδοτούνται τα Ψαχνά και τα δύο χωριά. Δηλαδή, «καθόλου βαθιά μέσα στο δάσος αλλά στην άκρη και πλάι στον ασφαλοτοστρωμένο δρόμο» όπως λέει ο δήμαρχος Μεσαπίων Διρφύων, Γιώργος Ψαθάς και τρεις κάτοικοι των δύο χωριών που μίλησαν στην «Κ». Ο κ. Ψαθάς είναι ένας πρακτικός άνθρωπος που έχει αναρτημένο στην ιστοσελίδα του ένα ρητό του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Να μάθωμεν γνώση αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν». Δεν του αρέσει να ακολουθεί κάθε αλλαγή διάθεσης των συνδημοτών του (σ.σ. τον παρατήρησα στη διάρκεια της φωτιάς στην Πλατάνα όταν πολλοί κάτοικοι του έλεγαν πανικόβλητοι «θα καεί το χωριό!» και εκείνος τους απαντούσε λιγόλογα «δεν θα καεί!»).
Μέσα στη φωτιά, με τους συνεργάτες του άνοιξε αντιπυρικές ζώνες σε σημεία που ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε πριν ότι θα του επέτρεπε το δασαρχείο να τις ανοίξει. Οταν μιλάει με συνεργάτες του αναρωτιέται «πώς είναι δυνατόν αυτές τις μέρες με τη δαμόκλειο σπάθη της φωτιάς να έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε όλο τον χρόνο;».
Οι ζώνες και η διάνοιξη και η συντήρηση δασικών δρόμων είναι απολύτως απαραίτητες για να κερδηθεί η μάχη με τις φλόγες. Ο κ. Ψαθάς δεν δαπανά όλα τα χρήματα που λαμβάνει ο δήμος κάθε χρόνο για αυτές τις εργασίες, αλλά σχηματίζει μια «καβάντζα». «Αν δεν κάνουμε διαχείριση του δάσους», λέει στην «Κ», ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η φωτιά έξω από το χωριό Πλατάνα, «θα έχουμε κάθε χρόνο τα ίδια». Η ευρύτερη περιοχή καίγεται για 3η φορά από το 2016.
Στο τμήμα του δάσους που εκμεταλλεύεται ο δασικός συνεταιρισμός της Αττάλης υπάρχουν δεξαμενές νερού και δασικοί δρόμοι. Αιτία και το γεγονός ότι οι ντόπιοι «καλλιεργούν», όπως λένε, τα πεύκα παίρνοντας το ρετσίνι τους (η Εύβοια είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ρετσινιού της χώρας). Πάντως και σε αυτό το σημείο του δάσους υπάρχουν ξύλινες κολόνες της ΔΕΗ με τους γνωστούς πορσελάνινους δίσκους στην κορυφή τους.
Στην έκθεση της επιτροπής του Γερμανού καθηγητή Γκολντάμερ που συγκροτήθηκε μετά την τραγωδία στο Μάτι γίνεται λόγος για τη «δασική καύσιμη ύλη που είναι ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί η διαχείριση να επηρεάσει, προκειμένου να μετριάσει τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς και να μπορέσει ο μηχανισμός αντιμετώπισης να την ελέγξει, με την προϋπόθεση ότι οι άλλοι δύο παράγοντες που καθορίζουν τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς (τοπογραφία και καιρός) δεν έχουν ακραία χαρακτηριστικά. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που καίγονται βρίσκονται κατά κανόνα σε χαμηλά υψόμετρα και είναι εκτός διαχείρισης επειδή δεν είναι παραγωγικά. Παρ’ όλα αυτά η διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης με καθαρισμούς, κλαδεύσεις, απομάκρυνση της βιομάζας ακόμη και καύση των υπολειμμάτων υλοτομιών είναι απαραίτητη για να αποφεύγεται υπερσυγκέντρωση βιομάζας και να διασπάται η συνέχεια του στρώματος του δασικού καυσίμου…».
Το μέλος της επιτροπής δρ Γ. Μητσόπουλος που έχει μελετήσει τα δάση της Εύβοιας είπε στην «Κ» αυτήν την εβδομάδα ότι η «σύνταξη τοπικών σχεδίων για τη διαχείριση του δάσους και της δασικής πυρκαγιάς παραμένει πρώτη προτεραιότητα», ενώ ο τέως υπουργός Γεωργίας κ. Βαγγέλης Αποστόλου (ΣΥΡΙΖΑ), βουλευτής Ευβοίας ο ίδιος, πιστεύει ότι οι διαχειριστικές εκθέσεις για τα δάση και οι αντιπυρικές παρεμβάσεις «πρέπει να γίνουν με ευθύνη των δασαρχείων. Οι αιρετοί είναι πιο ευάλωτοι σε πιέσεις».
Η διαχείριση
Και όμως μέσα στο δάσος υπάρχουν αποδείξεις ότι ένα είδος διαχείρισης γίνεται. Στην περιοχή δραστηριοποιούνται τρεις δασικοί συνεταιρισμοί και η ΛΑΡΚΟ (από τις τεχνητές λίμνες της μάλιστα στην περιοχή Παγκόντα άντλησαν νερό τα ελικόπετρα της Πυροσβεστικής για να μην φθάσουν μέχρι τον Ευβοϊκό). Στα χωριά Μακρυμάλλη και Κοντοδεσπότι, όπως και στην Πλατάνα και στην Αττάλη –στο δεύτερο «σκέλος» της φωτιάς– αρκετοί άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στο δάσος είτε για να συλλέξουν το ρετσίνι (η συγκέντρωση του οποίου επιδοτείται ακόμα με εθνική επιδότηση), είτε για να υλοτομήσουν, είτε για να φροντίσουν τα μελίσσια τους (σ.σ. πολλοί κάτοικοι των χωριών βοήθησαν τις δυνάμεις πυρόσβεσης). Ομως κάτω από τα πεύκα –τόσο στην περιοχή Μακρυμάλλη, Κοντοδεσπότι όσο και στην περιοχή Πλατάνα, Αττάλη– υπήρχαν στοίβες καύσιμης ύλης που είχε συγκεντρωθεί από την πτώση δένδρων και κλαδιών στον βαρύ φετινό χειμώνα.
Αρκετές από τις δραστηριότητες που υπάρχουν στο δάσος (π.χ. μελισσοκομία) αναπτύσσονται αυθαίρετα, ενώ το τοπικό μοναστήρι μικρή σημασία δείχνει στη διαχείριση της γης του, ενώ η δασική υπηρεσία μιλάει με τους συνεταιρισμούς, όπως άλλωστε και ο δήμος, αλλά οι υπηρεσίες του κράτους «αποφεύγουν» να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Ο Οθωνας και οι εμπρηστές
Ο πρώτος νόμος περί εμπρησμού των δασών δημοσιεύθηκε επί Οθωνα το 1861. Ενώ λίγο αργότερα με την εκδίωξη του Οθωνα απομακρύνθηκαν οι δασικοί υπάλληλοι που είχαν τοποθετηθεί από τον Βαυαρό βασιλιά και ήταν συμπατριώτες του (σ.σ. ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας είχε συνδέσει το δάσος μόνο με τα έσοδα του κράτους). Τα τελευταία χρόνια η δασοκάλυψη της χώρας αυξήθηκε λόγω της κρίσης και της αστυφιλίας μετά το 1970, καθώς ολοένα λιγότεροι κάτοικοι ασχολούνται με την υλοτομία, τη ρητινοκαλλιέργεια και τη μελισσοκομία. Μεγάλες δασικές εκτάσεις στη χώρα μας, πριν από τις τελευταίες δεκαετίες, κάηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (ένα εκατ. στρέμματα), στην Κατοχή (4 εκατ. στρέμματα) και στην αρχή και στο τέλος του εμφυλίου πολέμου (1,5 και 1 εκατ. στρέμματα αντιστοίχως).