Στέλιος Παππάς: Αντι-οιδιπόδειο
Αυτά τα νωπά παραδείγματα συριζαϊκού «μάνατζμεντ» χρησιμεύουν τώρα ως άλλοθι για τη Ν.Δ., αλλά όχι για πολύ. Η λογική «ναι, αλλά οι άλλοι ήταν χειρότεροι» δεν βοήθησε μακροπρόθεσμα καμία κυβέρνηση.
Αντιθέτως, το παράδειγμα Παππά χρησιμεύει ως οιωνός στη άλλη μετεκλογική μελλοντολογία: στη διερώτηση για τον μετασχηματισμό ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα δοκιμάσει να τοκίσει τις προσδοκίες που τον κράτησαν πάνω από το 30%. Θα προσπαθήσει να εμπεδωθεί ως κόμμα εξουσίας – δηλαδή, ανακατάληψης της εξουσίας για λογαριασμό εκείνων που έχουν συνδέσει την τύχη τους με το κράτος.
«Προγραμματικά», ο μεταμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι ούτε σοσιαλδημοκρατικός ούτε αριστερός. Θα είναι κόμμα αντιδεξιό. Θα δίνει φωνή στα παλιά πασοκικά αντανακλαστικά. Η κοινότοπη κριτική προειδοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν μπορεί να μπει στα σανδάλια του ΠΑΣΟΚ, επειδή δεν έχει τα οργανωτικά ερείσματα· επειδή δεν μπορεί να βασιστεί στα παλιά συνδικάτα και στα παλιά κομματικά δίκτυα.
Και όμως. Μπορεί να του λείπει κάτι πολύ βασικότερο. Αυτό φάνηκε ήδη στην πρώτη μείζονα αναμέτρηση για το άσυλο: Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ότι, ας πούμε, δεν έχει πια φοιτητικές νεολαίες για να «του» κλείσουν τα πανεπιστήμια. Το πρόβλημα είναι ότι είναι γενετικά καταδικασμένος να κουβαλάει μια ατζέντα που δεν έχει πια πλειοψηφικές αξιώσεις. Μια ατζέντα που αφορά περισσότερο το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ –το οποίο αγωνιά να μην υστερήσει σε αντιδεξιά ζέση έναντι των επιγόνων του– παρά την κοινωνία.
Σε μια σειρά από κορυφαία ζητήματα, από τις επενδύσεις (Ελληνικό) και τις ιδιωτικοποιήσεις (ΔΕΗ) μέχρι την ασφάλεια και την εκπαίδευση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να περιχαρακωθεί σε θέσεις που έχουν αποδειχθεί και εκλογικά μειοψηφικές. Ως «κόμμα εξουσίας», έχει πάντα το δέλεαρ για αποκατάσταση των «δικών μας» παιδιών. Και, βεβαίως, των δικών μας μπαμπάδων.
Σίμος Κεδίκογλου: Φτηνά ναυάγια
Η «διόρθωση» δεν διόρθωσε την αρχική εντύπωση – ότι ένας κυβερνητικός βουλευτής θεωρεί τόσο φυσικό να έχει στη διάθεσή του τα δημόσια μέσα, ώστε να το διατυμπανίζει ο ίδιος.
Η αλήθεια είναι ότι όσοι κατήγγειλαν τον Κεδίκογλου για τη βιασύνη του να επιστρέψει πειρατικώς στη φλεγόμενη εκλογική του περιφέρεια, θα ήταν έτοιμοι να τον καταγγείλουν στον ίδιο τόνο εάν είχε αμελήσει να φωτογραφηθεί εγκαίρως στο κάδρο της φωτιάς.
Αυτή την αγωνία –να είναι παντού παρόντες και πάντα «επιτόπου»– τη διακρίνει κανείς σε όλα τα στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η φούρια της εκκίνησης συνδυάζεται με τον ζήλο να μην επαναληφθούν τα λάθη των προηγουμένων. Το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το άγχος της διαφοροποίησης καταλήγει στα αντίθετα αποτελέσματα δεν οφείλεται μόνο στη χειροποίητη επικοινωνιακή τακτική ορισμένων προσώπων.
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και τα σημάδια ενός παλιού κομματικού ήθους, που αποδεικνύεται πολύ σκληρό για να τιθασευτεί από τις εξαγγελίες για «άλλο πολιτικό πολιτισμό».
Ετσι, τρέχοντας να ξορκίσουν τον λαϊκισμό, ορισμένοι υπουργοί παράγουν περισσότερο λαϊκισμό, υπερεκτιθέμενοι στα media για το πέταγμα της μύγας. Ομοίως, τρέχοντας να αποκαθηλώσουν το πελατειακό κράτος του ΣΥΡΙΖΑ, μαρτυρούν οι ίδιοι πελατειακές έξεις και εξουσιαστική αυτοδικαίωση – του τύπου «μπορεί να μην έχει πτυχίο, αλλά είναι σαν να έχει δέκα».
Δεν είναι τόσο ζήτημα κεντρικού σχεδιασμού. Δεν είναι η κυβέρνηση αμφίθυμη. Είναι «αμφί» κάποιοι από τους χαρακτήρες που τη στελεχώνουν. Είναι οι ίδιοι τόσο έτοιμοι για τον νεωτερισμό όσο δέσμιοι του συστήματος που τους ανέδειξε. Τόσο μεταρρυθμιστές όσο και πολιτευτάκια.
Σε ορισμένους, όλη αυτή η συζήτηση περί νέας και παλαιοκομματικής κουλτούρας ακούγεται σαν τυπολατρική ηθικολογία. Μετράει, λένε, το αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση δεν θα κριθεί από τη δραστηριότητα των υπουργών στο τουίτερ ή από την ασήκωτη ελαφρότητα του ενός ή του άλλου βουλευτή, αλλά από τις επιδόσεις της στην οικονομία.
Ισχύει και το αντίστροφο: Επειδή ακριβώς οι αναμετρήσεις της επόμενης πολιτικής σεζόν –της πιο κρίσιμης της τετραετίας– θα χρειαστούν πολιτικό κεφάλαιο, η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να το σπαταλά. Ιδίως όταν το σπαταλά ξεκούδουνα.