Ούτε ΠΑΣΟΚ. Ούτε σοσιαλδημοκρατία. Ούτε ριζοσπαστική Αριστερά. Ο Τσίπρας πάτησε το κουμπί του συριζαϊκού μετασχηματισμού με ένα δείγμα μεϊμαρακικής Αριστεράς. Ισχυρίστηκε, διά του γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δεν έχει ισχυριστεί ούτε ο ίδιος ο Μεϊμαράκης: ότι ο παπαμιμίκειος άθλος του κρασαρίσματος στην πρώτη απόπειρα εσωκομματικής εκλογής το 2015 ήταν αποτέλεσμα συμπαιγνίας του Μητσοτάκη με τον Σαμαρά, με στόχο να αποτραπεί η βέβαιη επικράτηση του Μεϊμαράκη. Η ανακοίνωση συνοδεύεται από ένα (αυτο)λατρευτικό λιβάνισμα για τη διεθνή «αποδοχή και αναγνώριση» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αυτό δεν ήταν έκπληξη.
Εκπληξη ήταν η καταφυγή σε ένα είδος μικροπολιτικού μακελειού που, ακόμη κι αν ξεπεράσει το ερώτημα του πολιτικού καθωσπρεπισμού, ήταν αντιπολιτευτικά αχρείαστο. Αν η αξιωματική αντιπολίτευση θέλει να αποδομήσει το πρόσωπο του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού, πόσο αποδίδει να το προσπαθεί με κατακίτρινα στίγματα; Τι απήχηση έχουν πια αυτά; Η ίδια ερώτηση μοιάζει εκτός θέματος. Μοιάζει να αναζητεί προμελέτη, εκεί όπου υπάρχουν μόνο νεύρα. Χωρίς να έχει βρει ακόμη κεντρική αφηγηματική γραμμή, ο αντιπολιτευτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ αναλίσκεται στη μασημένη δαιμονολογία: Η κυβέρνηση είναι «ακροδεξιά» επειδή εκκενώνει τις καταλήψεις στα Εξάρχεια και νεοφιλελεύθερη επειδή σκοπεύει να εξυγιάνει τη ΔΕΗ, προτού την πουλήσει. Ομοίως, ο πρωθυπουργός είναι ανάλγητος, επειδή έκανε μπάνια, και σκευωρός, επειδή έκοψε με σαμαρικό σουγιά το ρεύμα του Μεϊμαράκη. Πολλοί βρίσκουν ότι η ζάλη μετά την ήττα είναι φυσική. Η εσωστρέφεια είναι, λένε, αναπόφευκτη για να ξαναβρεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον βηματισμό του. Το αντικείμενο της εσωστρέφειας, όμως, δεν είναι τι αντιπολίτευση θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν κρίνει κανείς από τις συζητήσεις που γίνονται μέχρι στιγμής, το κόμμα δεν ψάχνει τον εαυτό του. Ψάχνει οργανωτικό κέλυφος για να βάλει τον παλιό εαυτό του.