Αυτήν την εβδομάδα ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά. Αγχωμένα αλλά και ευτυχισμένα «πρωτάκια», αγχωμένοι και, κυρίως, σκοτισμένοι γονείς. Ταυτόχρονα ξεκινάει –αργά τα πρώτα χρόνια, για να ενταθεί στα τελευταία του δημοτικού σχολείου– ο αγώνας των εξωσχολικών δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνει από βασικά εφόδια (ξένες γλώσσες) μέχρι πιο εξεζητημένα. Ξεκινούν, επίσης, και οι συζητήσεις για την περιουσία που θα πρέπει να καταθέσουν οι γονείς στα φροντιστήρια, συχνά με στερήσεις, για να καλύψουν ανάγκες των παιδιών πραγματικές ή πλασματικές. Οσο για τα ίδια τα παιδιά, ζουν με εξαντλητικά ωράρια ως ενήλικοι, χωρίς να απολαμβάνουν τα δώρα του παιχνιδιού ή του ελεύθερου χρόνου.
Υστερα, έρχεται η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που αποτυπώνει στην ετήσια έκθεσή της για το 2019 ανησυχητικά απογοητευτικές επιδόσεις των μαθητών (χθεσινή «Κ», σελ. 7).
Τα δύο σκέλη μοιάζουν αταίριαστα κι ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η υπεραπασχόληση των παιδιών από τα πρώτα χρόνια του σχολικού βίου οδηγεί στο ναυάγιο του λυκείου. Μπορεί όμως να αποτελεί και κρίκο στην αλυσίδα των μη λύσεων που πολλαπλασιάζονται στους κόλπους της δημόσιας εκπαίδευσης. Γιατί πώς εξηγείται, από τη μια, οι ελληνικές οικογένειες να δαπανούν πάνω από 2,5 δισ. ευρώ τον χρόνο για να καλύψουν συνολικά όλο το «πακέτο» εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου και, από την άλλη, τα αποτελέσματα να είναι τόσο ισχνά αν όχι στρεβλά; Κάποια τρύπα υπάρχει, μέσα στην οποία χάνεται η προσπάθεια, διαλύονται οι όποιες επιθυμίες, μένουν τραυματικά αναξιοποίητες δεξιότητες, πολλαπλασιάζονται τα κενά, μπερδεύονται τα κριτήρια, θολώνει η κρίση.
Εδώ και αρκετά χρόνια μια άλλη μορφή «αναλφαβητισμού» επελαύνει. Χιλιάδες μαθητές, που ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στο γυμνάσιο και στο λύκειο, αδυνατούν να κατανοήσουν ένα κείμενο, να εκφραστούν, να αφηγηθούν από την υπόθεση μιας ταινίας μέχρι το πώς πέρασαν τη μέρα τους, να συντάξουν εγγράφως μια πρόταση, να συνδυάσουν γνώσεις, που υποτίθεται πως έχουν, για να εξηγήσουν ένα γεγονός ή να αναζητήσουν την ερμηνεία ενός φαινομένου.
Αυτή η άπνοια έκφρασης, που συνδέεται αναπόφευκτα με την άπνοια σκέψης, διατρέχει την ελληνική κοινωνία: από την οικογένεια και τα ΜΜΕ μέχρι την εκπαίδευση και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εν γένει. Η τρύπα μέσα στην οποία χάνεται η προσπάθεια έχει και βάθος και μεγάλη διάμετρο.