Σε υψηλότατα επίπεδα βρίσκεται σήμερα το παγκόσμιο δημόσιο χρέος, το οποίο βαίνει διογκούμενο από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση, όπως καταδεικνύεται σε ανάλυση της γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank. Τα δε επίπεδα αυτά είναι πρωτοφανή για ειρηνική περίοδο και όχι για περίοδο πολέμου. Λόγου χάριν, εάν εξετάσει κανείς τι συνέβαινε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα διαπιστώσει ότι σε ορισμένες μεγάλες οικονομίες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Σουηδία, Ελβετία, Βρετανία, Γερμανία, Καναδάς, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Ολλανδία και Ελβετία) το χρέος είχε εκτιναχθεί στο 130% του ΑΕΠ. Σήμερα διαμορφώνεται κατά μέσον όρο στις προαναφερθείσες οικονομίες στο 70% και η Deutsche Bank επισημαίνει πως πρόκειται για επίπεδα-ρεκόρ μέσα στα τελευταία 150 χρόνια, εξαιρουμένου του πολέμου.
Στο δημοσίευμα των Financial Times, όπου και αναφέρονται τα πορίσματα της ανάλυσης, διατυπώνεται και το εύλογο ερώτημα για το πόσο βιώσιμο είναι ένα τόσο υψηλό χρέος – κάτι το οποίο υπογραμμίζουν συχνά τα τελευταία χρόνια και διεθνείς οργανισμοί. Βέβαια, όπως επισημαίνει η ανάλυση, οι πιέσεις της σύγχρονης δημοκρατίας συνολικά και των προνοιακών συστημάτων ειδικότερα έχουν δημιουργήσει μια νέα κανονικότητα – οι κυβερνήσεις έχουν ελλείμματα, τα οποία παραμένουν επί μακρόν, ενώ αντιθέτως σε παλαιότερες εποχές κατά τις περιόδους ειρήνης εμφάνιζαν πλεονάσματα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει, αντίστοιχα, πως το παγκόσμιο χρέος το 2017 είχε εκτιναχθεί σε ιστορικά επίπεδα-ρεκόρ των 184 τρισ. δολαρίων, όπερ ισοδυναμεί με το 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσον όρο το χρέος ξεπερνάει τις 86.000 δολάρια ή 78.200 ευρώ κατά κεφαλήν, δηλαδή είναι υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε διεθνή κλίμακα. Υπερχρεωμένες εμφανίζονται οι ισχυρότερες οικονομίες, όπως των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ιαπωνίας, ενώ τις ακολουθούν κατά πόδας οι αναδυόμενες και οι αναπτυσσόμενες με χαμηλά εισοδήματα. Οι τρεις οικονομίες αντιστοιχούν στο 50% του συνολικού παγκόσμιου δανεισμού. Οπως αναφέρει η εταιρεία μεγάλων δεδομένων και ανάλυσης GlobalData, το διάστημα 1995-2017 η οικονομία της Κίνας αναπτύχθηκε 586,9%, όταν το συνολικό χρέος από το 107,9% του ΑΕΠ εκτινάχθηκε στο 253,6% του ΑΕΠ το 2017. Επί του συνολικού της χρέους, το 81,5% είναι των ιδιωτών και των εταιρειών και το λοιπό δημόσιο. Εξίσου υψηλά ποσοστά στο χρέος των ιδιωτών και των επιχειρήσεων παρουσιάζουν και το Κουβέιτ, η Ρωσία, η Χιλή και τα ΗΑΕ (άνω του 80% του συνολικού).
Επ’ αυτού, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπολογίζει ότι το χρέος των ιδιωτών συνολικά στον κόσμο έχει τριπλασιαστεί από το 1950, δημιουργώντας πιέσεις αντίστοιχες και στον δημόσιο τομέα. Από δε την εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, παρατηρείται διόγκωση στο χρέος ιδιωτών και εταιρειών στις αναδυόμενες οικονομίες με πρώτη την Κίνα, μεγαλύτερη από εκείνη που σημειώνεται στις ανεπτυγμένες. Στις φτωχότερες αναπτυσσόμενες οικονομίες τα δάνεια των ιδιωτών παραμένουν σε χαμηλότατα επίπεδα.
Κατά τον Τζιμ Ράιντ, διευθυντή διεθνούς στρατηγικής πιστώσεων στην Deutsche Bank Βρετανίας, με τα σημερινά δεδομένα, «δεν μπορεί κανείς να περιμένει να επαναληφθεί η ευρύτατη απομόχλευση της περιόδου 1945-1980, όταν σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία και ο Καναδάς η αναλογία δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ είχε σημειώσει πτώση περισσότερο από 100 ποσοστιαίες μονάδες, χάρις σε μια σειρά ευνοϊκών παραγόντων (ανοικοδόμηση, παραγωγικότητα κ.λπ.)». Αναφερόμενος, μάλιστα, στις μεγάλες κεντρικές τράπεζες τόνισε ότι θα εξακολουθήσουν να παρεμβαίνουν στην αγορά, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να χρεώνονται ολοένα και περισσότερο μετά την κρίση του 2008, ενώ δεν αποκλείεται να τυπώσουν και απευθείας νέο χρήμα. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Καουσανί Μπασάκ της GlobalData, «το ολοένα και μεγαλύτερο κόστος εξυπηρέτησης του τεράστιου δημοσίου χρέους ίσως υποχρεώσει τις κυβερνήσεις να ελαττώσουν την δαπάνες σε τομείς προτεραιότητας, όπως η υγεία, η παιδεία και οι υποδομές, αλλά και ίσως τις εμποδίσει να κάνουν φοροαπαλλαγές».