Πόσο εύκολη να ήταν η συγκατοίκηση της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Ελένης Παπαδάκη και της Κατίνας Παξινού; Αν εμπιστευθούμε τα θεατρικά ειωθότα, καθόλου.
Οι μεγάλοι ηθοποιοί είθισται να αλληλοσχολιάζονται καυστικά, σε μία μορφή αντιζηλίας που υπάρχει και για να πυροδοτεί το ενδιαφέρον των θεατών. «Συνάντησα τον εκπωματιστή φιαλών» φέρεται να είχε πει ο Γεώργιος Γληνός για τον Αλέξη Μινωτή, επειδή σε αμερικανική ταινία ο σπουδαίος Ελληνας ηθοποιός είχε παίξει ένα μικρό ρόλο σερβιτόρου! «Αν θες να γίνεις σαν τον Γληνό, να παίζεις έτσι, τόσο άθλια νεαρέ» κατακεραύνωσε ο Μινωτής ηθοποιό σε πρόβα στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Επίσης, έχουν καταγραφεί στα θεατρικά ιστορικά τα εξαιρετικά σχόλια που πήρε η Ελένη Παπαδάκη όταν έπαιζε, προκαλώντας τη ζήλια των άλλων ηθοποιών, και δη των γυναικών. «Και σήμερα γεννιούνται σπουδαίοι ηθοποιοί.
Ωστόσο έχει αλλάξει η έννοια του μεγάλου. Είμαστε σε μία εποχή που θέλει αγαλματίδια και όχι αγάλματα· μικρότερα, οικεία μεγέθη», λέει στην «Κ» ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρης Λιγνάδης, ξεναγώντας μας στις προτομές των μεγάλων που φιλοξενούνται στους χώρους του κτιρίου Τσίλλερ στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου: του Γληνού, της Κοτοπούλη, του Βεάκη, της Παξινού, του Μινωτή, της Παπαδάκη.
Ο κ. Λιγνάδης αποφάσισε να δώσει τον όνομα της Ελένης Παπαδάκη στην ισόγεια αίθουσα του «Ρεξ» επί της οδού Πανεπιστημίου, δίπλα σε εκείνα της Κοτοπούλη –η Μαρίκα ίδρυσε το Ρεξ το 1937– και της Παξινού, που έχουν δώσει τα ονόματά τους στις δύο άλλες αίθουσες του επιβλητικού κτιρίου.
Η Παπαδάκη κατηγορήθηκε για «φιλογερμανική στάση», συνελήφθη κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και στις 22 Δεκεμβρίου του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο δικαστήριο του ΕΛΑΣ και εκτελέστηκε.
Η απόφαση του κ. Λιγνάδη προκάλεσε την αντίδραση του ΣΕΗ – «γιατί το Εθνικό Θέατρο επιλέγει, ανάμεσα στους δεκάδες μεγάλους ηθοποιούς την Ελένη Παπαδάκη, που παρότι ταλαντούχος καλλιτέχνις, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα;» ανέφερε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, για να εισπράξει και εκείνο ισχυρές αντιδράσεις. «Υπάρχει σαρκοφαγία στο θέατρο;» ρωτάει με νόημα ο Δημήτρης Λιγνάδης.
ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Η πρώτη μεγάλη
Η Κοτοπούλη είχε πάρει θετικές κριτικές από τους Times της Νέας Υόρκης.
Οι Times της Νέας Υόρκης πρόσεξαν τη Μαρίκα Κοτοπούλη όταν τον Οκτώβριο του 1930 έκανε περιοδεία στις ΗΠΑ, παίζοντας και την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. «Μολονότι η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της» έγραψε η εφημερίδα.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας η ηθοποιός εισπράττει έναν ακόμη διθύραμβο. «Η Κοτοπούλη έχει σμιλεύσει με τρόπο ασύγκριτο τον επιβλητικό ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Δεν θυμούμαι στη ζωή μου να είδα τον υπέροχο αυτό ρόλο αποδομένο με περισσότερη πλαστική ενάργεια», έγραφε στις 22 Αυγούστου 1949 ο Σπύρος Μελάς στην «Εστία», σε ένα από τα ντοκουμέντα του, σημαντικού, ψηφιοποιημένου αρχείου του Εθνικού Θεάτρου με σπάνιο υλικό.
Και είναι παράδοξο: ενώ Κοτοπούλη και Κυβέλη – η άλλη μεγάλη κυρία του νεοελληνικού θεάτρου τις δεκαετίες εκείνες (η Κοτοπούλη γεννήθηκε το 1887, η Κυβέλη το 1888) – είχαν δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό θεατρικό ζευγάρι, οι δύο σπουδαίες ηθοποιοί είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές· για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1932. Λέγεται μάλιστα ότι συνεργάστηκαν και ως αντίδραση στην ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου από τον Γεώργιο Παπανδρέου, μετέπειτα σύζυγο της Κυβέλης.
Επίσης, η Κοτοπούλη το 1933 εμφανίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη, στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), με συμπρωταγωνιστές την Κυβέλη, τον Γιώργο Παππά και τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Η Κοτοπούλη δεν εθεωρείτο όμορφη, ενώ και το μικρό της ανάστημα θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για την επιτυχία της στο θέατρο. Και όμως, το όνομά της ακόμη και σήμερα μνημονεύεται στο πάνθεον των Ελλήνων ηθοποιών.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Η πρόωρα χαμένη
Η πρώτη παρουσία της Ελένης Παπαδάκη χαρακτηρίστηκε αποκάλυψη.
Η «Εκάβη» αποτελεί μία από τις δημοφιλέστερες δημιουργίες του Ευριπίδη. Η τραγωδία αποτελεί μελέτη πάνω στα όρια της ψυχικής αντοχής μέσα στο πλαίσιο της οδύνης και της αγριότητας που γεννά ο πόλεμος. Αυτό το έργο ήταν και το τελευταίο στο οποίο πρωταγωνίστησε η Ελένη Παπαδάκη. Παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1943 σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού. Λίγο αργότερα, η Ελένη Παπαδάκη ένιωσε την αγριότητα του πολέμου, και δη του εμφυλίου που συντάραζε τη χώρα μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή.
Η Ελένη Παπαδάκη (γεννήθηκε το 1908 στην Αθήνα) υπήρξε ως γνωστόν μία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς (και) του ελληνικού θεάτρου, η οποία στον Εμφύλιο κατηγορήθηκε για «φιλογερμανική στάση» και ως «φιλενάδα» του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη.
Συνελήφθη κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και στις 22 Δεκεμβρίου του 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο δικαστήριο του ΕΛΑΣ κι εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, από ομάδα υπό τον Καπετάνιο «Ορέστη». Το πτώμα της ανακαλύφθηκε έναν μήνα μετά σε άθλια κατάσταση. Η κηδεία ήταν πάνδημη. Ο θάνατός της φέρεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της κοινής γνώμης εναντίον του ΕΑΜ, και κατόπιν καταδικάστηκε από τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη.
Η πρώτη παρουσία της Ελένης Παπαδάκη στο θέατρο ήταν στα 17 της χρόνια στην παράσταση «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Λουίτζι Πιραντέλο.
Η πρώτη αυτή παρουσία της χαρακτηρίστηκε από τους τότε κριτικούς αποκάλυψη.
Ο Κωστής Μπαστιάς έγραψε πως «σήμερα η σκηνή απέκτησε μια μεγάλη ηθοποιό». Ολοι μιλούσαν για το σπουδαίο ταλέντο της, που χάθηκε νωρίς στη δίνη των πολιτικών παθών.
ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ
Επλεκε και κάπνιζε
Η Παξινού ήταν γνωστή για την αθυροστομία και τα δηλητηριώδη σχόλιά της.
«Ορίστε, ορίστε, πάλι ξέχασε τα λόγια του ο…». Εύλογα, τα αποσιωπητικά δεν κρύβουν έναν καλό λόγο για τον Αλέξη Μινωτή από την Κατίνα Παξινού. Το θεατρικό ζευγάρι τρωγόταν σαν το σκύλο με τη γάτα.
Η σπουδαία ηθοποιός αποτέλεσε βασική πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου έως τον θάνατό της το 1973, σε ηλικία 73 ετών. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι μαζί με τον Μινωτή θεμελίωσαν το Εθνικό, καθώς φέρεται να γνωρίστηκαν το 1932, όταν ιδρύθηκε το Εθνικό, ως μετεξέλιξη του Βασιλικού Θεάτρου. Το Εθνικό ξεκίνησε την πορεία του με την παράσταση «Αγαμέμνων – Θείος Ονειρος», με την Παξινού ως Κλυταιμνήστρα. Η ίδια συμμετείχε σε 76 παραστάσεις του Εθνικού, ενώ έχει κάνει και τρεις μεταφράσεις έργων που παίχτηκαν εκεί. Βεβαίως, αυτό που ξαφνιάζει είναι ότι συνέθεσε τη μουσική για τον Οιδίποδα Τύραννο του 1933.
Κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η ηθοποιός εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου και εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ. Ομως, η Παξινού έγινε γνωστή διεθνώς μέσα από τον ρόλο της Πιλάρ, μιας φλογερής πατριώτισσας της Ισπανίας, στην ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», ρόλο για τον οποίο τιμήθηκε το 1944 με το Οσκαρ Β΄ γυναικείου ρόλου. Ηταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Οσκαρ, όπως και η πρώτη και η μόνη έως τώρα από την Ελλάδα.
Η Παξινού ήταν γνωστή για την αθυροστομία της, τα δηλητηριώδη σχόλιά της, τη φυσικότητα με την οποία προσέγγιζε τους ανθρώπους, αλλά και για τον τοίχο που ύψωνε σε όσους δεν ταίριαζαν τα… χνώτα τους.
Μαγείρευε για τον θίασο (εκείνη έδωσε την ιδέα στον Λεωνίδα στο Λυγουριό να στήσει την ταβέρνα του για να ταΐζει το θίασο του Εθνικού), έπλεκε στα κενά των πολύωρων προβών. Επλεκε και κάπνιζε.