Διόρθωσε ελαφρώς προς το καλύτερο κάποιες από τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις του για την οικονομία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην έκθεση του άρθρου 4, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, χωρίς ωστόσο να αλλάξει τον πυρήνα των απόψεών του: Παραμένει απαισιόδοξο για την προοπτική ανάπτυξης και για τη βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα και επιμένει στις συνταγές των περικοπών, συντάξεων και αφορολογήτου και της κατάργησης της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Οπως τονίζει, η βιωσιμότητα του χρέους, βάσει ρεαλιστικών μακροοικονομικών παραδοχών, δεν είναι διασφαλισμένη. Με ένα συνδυασμό αρνητικών εξελίξεων (χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα επιτόκια), το χρέος σύμφωνα με το Ταμείο θα φτάσει στο 221% του ΑΕΠ το 2024.
Τις αιτιάσεις του Ταμείου αντέκρουσε η ελληνική κυβέρνηση, η οποία μέσω του εκπροσώπου της Μ. Ψαλιδόπουλου απάντησε σε μάλλον αυστηρό ύφος ότι η έκθεση δεν είναι ισορροπημένη και ότι δίνει υπερβολική έμφαση στο παρελθόν. Καλείται μάλιστα το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να προχωρεί σε πολύ πιο ισόρροπη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον.
Μάλιστα, σημειώνει ότι αρκετές περιγραφές είναι ανακριβείς και δεν αποτυπώνουν την εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος. Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι η κυβέρνηση «έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση».
Στην έκθεση το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 2,3% για το 2020 από 2,2% που προέβλεπε στο World Economic Outlook, διατηρώντας ωστόσο την απαισιοδοξία του για τα επόμενα έτη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκτιμήσεις του Ταμείου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Οπως προαναφέρθηκε, μέσα σε λίγες εβδομάδες καταγράφεται μία στροφή η οποία προκύπτει κυρίως από τα νεότερα στοιχεία που απέστειλε η ελληνική κυβέρνηση. Αρχικά το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3% του ΑΕΠ, ενώ πλέον υποστηρίζει ότι αυτό θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ. Βελτιωμένες είναι και οι εκτιμήσεις για το 2020 αν και κινούνται κάτω από τον στόχο του 3,5%. Σύμφωνα με την έκθεση, το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι βελτιωμένο κατά 1 δισ. ευρώ περίπου και θα διαμορφωθεί στο 3,1% του ΑΕΠ από 2,6% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση, επισημαίνοντας ότι κάποια από τα αντίμετρα των ελαφρύνσεων είναι ανεπαρκή ή αβέβαιης αποτελεσματικότητας.
Πιο αναλυτικά, στην έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα για την Ελλάδα με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του, το ΔΝΤ αναφέρει:
• Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα (+10 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με τις εκτιμήσεις του περασμένου Μαρτίου, λόγω των χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της τάσης των πλεονασμάτων την περίοδο 2019- 2025, απορροφώντας τα οφέλη από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης. Το Ταμείο επιμένει ότι η βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι διασφαλισμένη, υπό ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές. Σε ένα συνδυασμό αρνητικών εξελίξεων (χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα επιτόκια), το χρέος θα φτάσει στο 221% του ΑΕΠ το 2024.
• Η αναστροφή πολιτικών τον προηγούμενο χρόνο (αφορολόγητο, συντάξεις, εργασιακά) «φρενάρουν» τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ανάπτυξης. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει τα οργανωμένα συμφέροντα.
• Οι ελληνικές αρχές ενεργοποίησαν προεκλογικά ένα πακέτο επεκτατικών μέτρων 0,8% του ΑΕΠ, που διάβρωσε τις προηγούμενες προσπάθειες στο πεδίο του ΦΠΑ και των συντάξεων.
• Πρέπει να βελτιωθεί το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις και στις κοινωνικές δαπάνες.
• Οι μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος είναι ευπρόσδεκτες αλλά θα έπρεπε να συνδυαστούν με διεύρυνση της φορολογικής βάσης- μείωση του αφορολογήτου. Συγκεκριμένα ζητεί μετατόπιση των προτεραιοτήτων προς περισσότερες επενδυτικές δαπάνες και στοχοθετημένες κοινωνικές δαπάνες. Κάποια μέλη του Δ.Σ. πρότειναν μείωση πλεονασμάτων σε συνεννόηση με τους εταίρους της Ε.Ε. Ωστόσο, «αρκετά άλλα μέλη» αναφέρεται πως «τόνισαν την ανάγκη για τήρηση του στόχου» με στόχο τη βιωσιμότητα του χρέους.
• Το σχέδιο για ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών μπορεί να βοηθήσει στην εισπραξιμότητα του ΦΠΑ, αλλά μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους σε θέματα κατανάλωσης των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα.
• Το Ταμείο επιμένει ότι η ευθυγράμμιση των παλιών συντάξεων με τον νέο τρόπο υπολογισμού, δηλαδή η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες.
• Το Ταμείο επιμένει στην ύπαρξη υποκατώτατου μισθού για τους νέους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση σε αυτές τις ηλικίες.