Νέο εισόδημα από ξένους κυρίως, αλλά και Ελληνες, φορολογουμένους στο εξωτερικό, που θα μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία εδώ, επιδιώκει να προσελκύσει η κυβέρνηση με το φορολογικό νομοσχέδιο που εισάγει το καθεστώς non-dom για την προσέλκυση νέων φορολογικών κατοίκων υψηλού εισοδήματος. Τα διεθνή τους εισοδήματα θα φορολογούνται εδώ με ένα κατ’ αποκοπή ετήσιο σταθερό ποσό (lump sum) ενώ τα εισοδήματα που θα παράγονται στην Ελλάδα θα φορολογούνται κανονικά, με τους ίδιους συντελεστές και κανόνες όπως και όλων των άλλων Ελλήνων φορολογουμένων.
Παράλληλα, η παραμονή τους εδώ σημαίνει δαπάνες για στέγαση και διαβίωση που θα προστεθούν στην οικονομία. Σε συνδυασμό με τις Συνθήκες Αποφυγής Διπλής Φορολόγησης που έχει η Ελλάδα, αυτό σημαίνει για τους περισσότερους επιλέξιμους ενδιαφερομένους (με μεγάλη εξαίρεση τους Αμερικανούς υπηκόους που υποχρεούνται να φορολογούνται στις ΗΠΑ όσο έχουν αμερικανικό διαβατήριο) πως μπορούν να μειώσουν σημαντικά τη φορολογική τους επιβάρυνση αφού δεν θα καταβάλλουν φόρους αλλού. Πολλά μένουν να διευκρινιστούν για το ελληνικό πλαίσιο. Ομως οι κατ’ αρχήν όροι και οι προϋποθέσεις, με τα οποία κάποιος μπορεί να ενταχθεί και να διατηρήσει αυτό το δικαίωμα, γνωστό διεθνώς ως non-dom, δείχνουν να προσδιορίζουν ως κοινό-στόχο ένα πολύ συγκεκριμένο τμήμα του διεθνούς πληθυσμού, τους ιδιαίτερα πλούσιους δηλαδή (ή αλλιώς High Net Worth Individuals), χωρίς απαραίτητα να ικανοποιούνται όλες οι αξιώσεις που άνθρωποι σαν και αυτούς έχουν και κυρίως η διακριτικότητα (ζητείται δήλωση ΑΦΜ χώρας προέλευσης) και η ελευθερία μετακίνησης, που δείχνει να περιορίζεται από τις 183 ημέρες υποχρεωτικής παραμονής.
Ενα σημαντικό κομμάτι της αγοράς εκτιμά πως στόχος θα πρέπει να είναι η προσέλκυση ενός μεγάλου αριθμού ατόμων για να ενισχυθεί η ελληνική οικονομική δραστηριότητα από τις δαπάνες τους, ωστόσο το ύψος του ετήσιου τέλους και των υποχρεωτικών επενδύσεων δεν το επιτρέπει. Παράλληλα διατυπώνονται και ανησυχίες για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να θεωρηθεί φορολογικός παράδεισος που προσελκύει χρήματα άγνωστης προέλευσης. Οι προτεινόμενες δια-τάξεις «εμπνέονται» από το αντίστοιχο καθεστώς της Ιταλίας, που εισήχθη το 2017, εξηγεί στην «Κ» η Tax Director της PwC Σταυρούλα Μαρουσάκη. Σκοπός τους είναι η προσέλκυση στην Ελλάδα φυσικών προσώπων που ήταν φορολογικοί κάτοικοι αλλοδαπής τα προηγούμενα 7 από τα τελευταία 8 έτη. Αφορά κυρίως φορολογουμένους με σημαντική περιουσία στην αλλοδαπή, διευκρινίζει η PwC, καθώς απαιτείται επένδυση στην Ελλάδα τουλάχιστον 500.000 ευρώ, ενώ ο ετήσιος κατ’ αποκοπή φόρος (flat tax), ανεξαρτήτως του ύψους του εισοδήματος αλλοδαπής, ανέρχεται σε 100.000 ευρώ και προσαυξάνεται κατά 20.000 ευρώ για κάθε συγγενικό πρόσωπο, ο συνολικός φόρος δηλαδή για μια τετραμελή οικογένεια θα ανέλθει σε 160.000 ευρώ.
«Ιδιαιτέρως σημαντικό και προς τη σωστή κατεύθυνση είναι επίσης ότι τα εισοδήματα πηγής Ελλάδος φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις. Ωστόσο το ευνοϊκό αυτό καθεστώς έχει και χρονικό περιορισμό 15 ετών, χωρίς δυνατότητα παράτασης», προσθέτει. Πολύ σημαντική κρίνεται επίσης η απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιών και δωρεών της περιουσίας αλλοδαπής, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τη φορολογία κληρονομιών, αντίστοιχη απαλλαγή δίνεται σε Ελληνες υπηκόους με την προϋπόθεση ότι ήταν εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή για τουλάχιστον 10 συναπτά έτη, υπογραμμίζει η PwC.
Λειτουργώντας με αυτό τον τρόπο όμως, οι προβλέψεις του άρθρου 5Α στον κώδικα φορολογίας εισοδήματος «για την εναλλακτική φορολόγηση εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα» δέχονται κριτική και ως προς το περιοριστικό τους χαρακτήρα: ότι δηλαδή είναι τόσο αυστηρές που αποκλείουν ένα μεγάλο κομμάτι του ευρωπαϊκού και όχι μόνον πληθυσμού, όπως συνταξιούχους, που θα ενδιαφερόταν να έρθει στην Ελλάδα, να πληρώνει χαμηλότερο φόρο για τα διεθνή εισοδήματα και να πραγματοποιεί δαπάνες κατά την εδώ διαμονή του προς όφελος της οικονομίας. «Το ερώτημα εντέλει είναι τι πραγματικά θέλουμε: πολλούς που θα ξοδεύουν πολλά ή λίγους που θα ξοδεύουν λίγο περισσότερα;», αναφέρει οικονομολόγος που ασχολείται με τον τομέα. Και οι δύο κριτικές, τόσο αυτή σύμφωνα με την οποία είναι για πολύ λίγους και πολύ πλούσιους, χωρίς να τους καλύπτει όμως τις απαιτήσεις, όσο και εκείνη που λέει πως το ελληνικό καθεστώς non-dom είναι πολύ αυστηρό για να περιλάβει ενδιαφερομένους που δεν ανήκουν απαραίτητα στην κατηγορία των πολυεκατομμυριούχων, διατυπώνονται σε μια συγκυρία κατά την οποία μεγάλος αριθμός άλλων ευρωπαϊκών χωρών και σχεδόν όλων των νοτιοευρωπαϊκών έχουν ήδη εισαγάγει τέτοιο πλαίσιο εδώ και χρόνια, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες ενδιαφερόμενοι να έχουν ήδη επιλέξει κάποια από αυτές ως φορολογική κατοικία. Να σημειωθεί επίσης πως όπως εξηγεί η Tax director της PwC Σταυρούλα Μαρουσάκη, η εισαγωγή του καθεστώτος non-dom δημιουργεί τις απαιτούμενες συνθήκες για να γυρίσουν στην Ελλάδα και Ελληνες που «μετοίκησαν», προ επτά ετών τουλάχιστον, στην αλλοδαπή.
Οι προσφορές άλλων χωρών και ο φόβος για νέο φορολογικό παράδεισο
Ιταλία και Πορτογαλία αλλά και Κύπρος, Ιρλανδία και Μάλτα, και βέβαια το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν μοντέλα non dom, ενώ παρόμοια πλαίσια με σημαντική αποδοτικότητα διαθέτουν και άλλες χώρες όπως το Βέλγιο. Καθίσταται έτσι σαφές πως το ελληνικό «προϊόν» έχει να ανταγωνιστεί άλλα που είναι ίσως ελκυστικότερα, ανάλογα με το ποιος ενδιαφέρεται να αποκτήσει non dom status, όπως και ότι έρχεται ίσως με καθυστέρηση κάποιων ετών.
Ετσι, στην Πορτογαλία που το non dom καθεστώς στοχεύει και σε χαμηλότερα εισοδήματα χωρίς ετήσιο σταθερό φόρο, είχε ήδη το 2016 10.684 δικαιούχους, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και σε συνδυασμό με το καθεστώς «χρυσής βίζας», έφτασε να προσελκύσει εκεί περισσότερους από 20.000 αλλοδαπούς. Ακόμα και έτσι πάντως η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα και κυρίως τη φυσική ομορφιά και το κλίμα της, ενώ το επικείμενο Brexit δημιουργεί προϋποθέσεις για νέο κύμα ενδιαφερομένων για το non dom καθεστώς της Ελλάδας. Ηδη τα στοιχεία δείχνουν πως η έξοδος των non dom από τη Βρετανία την τελευταία διετία έχει ρυθμό της τάξης του 17% ετησίως. Ακόμα και έτσι πάντως, υπολογίζεται πως υπάρχουν περί τους 78.000 non dom στη Βρετανία, μέρος των οποίων θα συνεχίσει να αναζητεί εναλλακτικές χώρες.
Την ίδια ώρα στην Ιταλία και ακόμα περισσότερο στην Πορτογαλία οι αριθμοί των non dom αυξάνονται. Η Ελλάδα όμως έχει και αντικίνητρα, επισημαίνουν στην αγορά, όπως η δύσκολη ελληνική γλώσσα σε σχέση π.χ. με την ισπανική ή πορτογαλική, ενώ οι ανάγκες βελτίωσης του κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών είναι ακόμα πολλές και μπορεί να προβληματίσουν τους υποψηφίους. Δεν λείπουν πάντως και οι ανησυχίες εκείνων που μιλούν για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να θεωρηθεί φορολογικός παράδεισος που προσελκύει χρήματα άγνωστης προέλευσης, όπως έχουν ενοχοποιηθεί συχνά Κύπρος και Μάλτα. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα αν μπορούν να εκμεταλλευτούν τα ευεργετήματα του εν λόγω μέτρου πρόσωπα τα οποία έχουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και επιθυμούν να τα νομιμοποιήσουν έτσι μέσω της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Νίκο Σιακαντάρη, Managing Partner της Andersen Tax, «σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα αυτά θα θεωρούνται φορολογικοί κάτοικοι της χώρας μας και συνεπώς θα πρέπει να δηλώνουν τα εισοδήματα αυτά, τα οποία οι ελληνικές φορολογικές αρχές θα έχουν δικαίωμα να ελέγξουν αναφορικά με την πηγή προέλευσής τους, ασχέτως εάν επί αυτών θα οφείλεται μόνο ο σταθερός φόρος των 100.000 ευρώ».
«Αγκάθι» η υποχρεωτική διαμονή των αλλοδαπών στην Ελλάδα για 183 ημέρες
Το προωθούμενο στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο καθεστώς non dom είναι στην ουσία ένα «φορολογικό προϊόν» με το οποίο επιχειρείται η προσέλκυση ατόμων «υψηλής καθαρής θέσης» (HNWI, Ηigh Net-Worth Individuals), προκειμένου να επιλέξουν τη διαμονή τους στην Ελλάδα για σημαντικό διάστημα κάθε ημερολογιακό έτος και τη μεταφορά της φορολογικής τους κατοικίας, εξηγεί o Δημήτρης Μωραλόγλου, Tax Associate της Andersen Tax στην Ελλάδα.
Παρά το γεγονός αυτής της στόχευσης όμως δεν ικανοποιεί όλες τις ανάγκες, σχολιάζουν νομικές και άλλες πηγές εξοικειωμένες με το πώς λειτουργούν αυτά τα πρόσωπα ή όπως άλλες χώρες εξασφαλίζουν. Κατ’ αρχήν κρίνεται ορθότερο για αυτόν τον κοινό στόχο μια ρητή αναφορά σε μια ελάχιστη ετήσια διαμονή στην Ελλάδα, π.χ. 60 ημερών, ώστε να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία ως προς το θέμα αυτό. Με τη σημερινή διατύπωση του νόμου, δημιουργείται υποχρέωση για κατ’ ελάχιστον διαμονή 183 ημερών στην Ελλάδα του μεταφέροντος τη φορολογική του κατοικία.
Διάστημα που κρίνεται μεγάλο για τους Ηigh Net-Worth Individuals δεδομένης της συνεχούς κινητικότητάς τους ανά τον κόσμο και τις συχνά πολλαπλές κατοικίες που διαθέτουν και χρησιμοποιούν, σημειώνουν οι ίδιες πηγές. Θα έπρεπε επίσης ρητώς να απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση δηλώσεως ή αναφοράς των προκυπτόντων στην αλλοδαπή εισοδημάτων και των πηγών τους, καθώς οι απαιτήσεις τους για διακριτικότητα, ένεκα ζητημάτων ασφαλείας, είναι υψηλότατες και η αντίληψη που υπάρχει επί του παρόντος περί της εχεμύθειας των ελληνικών αρχών δεν είναι η βέλτιστη. Ομοίως, η υποχρέωση δήλωσης του κράτους στο οποίο το φυσικό πρόσωπο είχε την τελευταία φορολογική του κατοικία δημιουργεί καχυποψία, εξηγούν οι ίδιες πηγές, έναντι του βασικού κινήτρου του καθεστώτος, που είναι ότι η εγχώρια φορολογική διοίκηση δεν έχει καμία σχέση με τις οικονομικές σχέσεις του φυσικού προσώπου που μεταφέρει τη φορολογική κατοικία του στην αλλοδαπή.
Από την πλευρά του ο Νίκος Σιακαντάρης, Managing Partner της Andersen Tax, σχολιάζει πως σε άλλες χώρες (όπως η Κύπρος ή η Πορτογαλία) δεν απαιτείται η καταβολή κάποιου φόρου για τα εισοδήματα αλλοδαπής «και συνεπώς, το ποσό των 100.000 ευρώ θεωρείται από κάποιους υψηλό και αντικίνητρο για όσους ενδιαφέρονται να μεταβάλουν τη φορολογική τους κατοικία». «Ωστόσο, αφενός όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το μέτρο δεν εξετάζει μόνο τον τόπο φορολογικής κατοικίας αλλά και τον τόπο πραγματικής διαμονής, αφετέρου το ποσό αυτό θεωρείται μικρό σε σύγκριση με το ποσό του φόρου που θα κατέβαλε ο ενδιαφερόμενος στη χώρα του», συμπληρώνει.
Κρίσιμο επίσης είναι να διασφαλιστεί ότι, εφόσον κάποιος επιλέξει να μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία, δεν θα μεταβληθούν οι όροι διατήρησης της ιδιότητας του non dom (ημέρες διαμονής στην Ελλάδα, ποσό επένδυσης, ποσό flat tax) με αποτέλεσμα να βρεθεί εκτός προγράμματος, παρότι τηρεί τους όρους που είχαν αρχικά συμφωνηθεί, εξηγεί ο Δ. Μωραλόγλου.
Επαναπατρισμός
Το μέτρο απευθύνεται σε φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα και όχι σε αυτούς που είναι ήδη φορολογικοί κάτοικοι στην Ελλάδα. Ωστόσο δίνει ισχυρό κίνητρο και σε Ελληνες που έχουν μεταφέρει τη φορολογική τους κατοικία στο εξωτερικό για τουλάχιστον επτά χρόνια να την επαναπατρίσουν.
Η «χρυσή βίζα»
Δεδομένου ότι «τρέχει» το πρόγραμμα της «χρυσής βίζας» με ελάχιστη επένδυση σε ακίνητα της τάξης των 250.000 ευρώ ή σε χρηματοοικονομικά προϊόντα ύψους 400.000 ευρώ, παρέχεται ίσως κίνητρο σε όσους σκέφτονται να ενταχθούν σε αυτό να αυξήσουν το ποσό της επένδυσής τους και να ενταχθούν και στο καθεστώς του non dom.
Στην Κύπρο
Υπάρχει παράδειγμα προσώπου το οποίο ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδος με αποκλειστικά εισοδήματα από χαρτοφυλάκιο αλλοδαπής (τόκους, μερίσματα κ.λπ.) κλήθηκε να πληρώσει εδώ φόρο και εισφορά αλληλεγγύης της τάξης των 250.000 ευρώ και αποφάσισε να μετακομίσει στην Κύπρο (non dom status) με αποτέλεσμα να μην πληρώνει κανέναν φόρο.