Δύσκολο να πείσει η επιφυλλίδα, ή έστω να προβληματίσει τον αναγνώστη, αν το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι ικανό και ποιοτικά επαρκές για να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της καινούργιας τουρκικής απειλής. Προκαλεί η Τουρκία απροσχημάτιστα την ακεραιότητα του ελλαδικού κρατιδίου συνοδεύοντας τη θρασύτητα με επιδεικτική υπεροπλία.
Και την ίδια ώρα στην Ελλάδα, οι δημόσιες λειτουργίες πληροφόρησης των πολιτών (κυβερνητικές και ιδιωτικές – εμπορικές) λειτουργούν μάλλον με τη λογική της διαφημιστικής προπαγάνδας και καθόλου ή παρεμπιπτόντως με τη λογική κοινωνικού λειτουργήματος. Μεταφέρεται η λογική της εμπορικής διαφήμισης στο πεδίο της πολιτικής, μεταγγίζοντας στον πολίτη τη νοοτροπία πελάτη.
Τι σημαίνει «νοοτροπία πελάτη»: Να μετασχηματίζεται, στη συνείδηση του πολίτη, η πολιτική σε εμπόρευμα. Να μετέχουμε στα κοινά με κριτήρια χρηστικά, ωφελιμιστικά. Να είμαστε πελάτες των κομμάτων (που κυβερνούν ή αντιπολιτεύονται) και ως πελάτες της εξουσίας (αφού εμείς την εκλέγουμε) απαιτούμε ιδιοτελείς «εξυπηρετήσεις». Η ίδια η λογική του «συστήματος» μάς θέλει πελάτες, όχι πολίτες, μας θέλει μαντρωμένους σε κομματικά ποιμνιοστάσια, να μας δίνει ηδονή η κομματική ετικέτα.
Η κομματική ετικέτα στρατεύει το αδύναμο άτομο στην ισχυρή συλλογικότητα. Δεν είσαι μόνος, «ανήκεις», αντλείς κύρος, αυθεντία από την ποσοτική ισχύ της ομάδας. Η εμπορευματική λογική κομμάτων και μέσων ενημέρωσης επιβάλλει την ταύτιση της πολιτικής με ένα παιχνίδι εντυπώσεων, στημένων και κατευθυνόμενων «πεποιθήσεων» – δεν επιτρέπονται ρωγμές ανησυχίας, αμφιβολίας ή άγνοιας. Ο πελάτης «έχει πάντα δίκιο» και ο πολίτης – πελάτης «ξέρει καλά», έχει πάντα δίκιο στις εκτιμήσεις και κυρίως στις «πεποιθήσεις» του.
Ολοι τα ξέρουμε όλα στη σημερινή Ελλάδα, κατέχοντας την «πληροφορία» έχουμε την ψευδαισθητική βεβαιότητα ότι μετέχουμε στην εξουσία. Οπως ακριβώς και στην ποδοσφαιρομανία. Εχοντας μάθει τα ονόματα παικτών, παραγόντων, διαιτητών, κεφαλαιούχων διακινητών της ραφιναρισμένης σωματεμπορίας, έχουμε και την ψευδαίσθηση ότι αγαπάμε το άθλημα, είμαστε «φίλαθλοι». Κι όταν αμφισβητηθεί η πληροφόρησή μας, στο ποδόσφαιρο ή στην πολιτική, η τεκμηρίωση θα στηριχτεί αυτονόητα και με ανεπίγνωστη θρασύτητα, σε απολύτως υποκειμενικές εμπειρίες, μη επαληθεύσιμες: «Μια ξαδέλφη μου, που έχει φίλη τη γραμματέα υπουργού, με βεβαίωσε… Το παιδί μου που δουλεύει στην Ολλανδία, διάβασε ότι…» – οι βεβαιότητες, σε κάθε παρακμιακή κοινωνία, δεν έχουν ούτε λογικό ειρμό ούτε στοιχειώδη προκαλύμματα σοβαρότητας.
Απέναντι σε μια Τουρκία που σαφώς βρίσκεται σε ανεξέλεγκτη διέγερση αχαλίνωτης υπερφροσύνης, αγερωχίας, αλαζονείας, η Ελλάδα εμφανίζεται να επιμένει, με παιδαριώδη επιπολαιότητα, στον αυτοκτονικό μικροκομματισμό της. Η πολιτική στελέχωση του υπουργείου Εξωτερικών κραυγάζει την ανυπαρξία εμπειρίας, ταλέντου και ειδικής κατάρτισης – είναι πρόκληση εξωφρενικής επιπολαιότητας να συγκροτείς, απέναντι σε έναν δαιμόνιο και αδίστακτο Ερντογάν, επιτελική ηγεσία της διπλωματίας σου με κριτήριο τα οικογενειακά ονόματα ή τις αρέσκειες ξένων πρεσβειών. Είναι αδιανόητο, απέναντι στην επιδεικτική και σκαιότατη υπεροπλία της Τουρκίας, να μην έχει επισυναχθεί στο ΓΕΕΘΑ ό,τι ευφυέστερο σε στρατηγική και τέχνη πολεμική γνώρισαν στα επιτελεία τους οι Ενοπλες Δυνάμεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Και, το σπουδαιότερο από όλα: Φροντίζεις για τον εξοπλισμό και για τις επιτελικές ιδιοφυΐες που θα οργανώσουν την άμυνα, όταν ξέρεις γιατί πολεμάς, όταν δεν θέλεις να σου αρπάξουν κάτι, που χωρίς αυτό η ζωή σου δεν έχει νόημα. Σήμερα οι Ελληνώνυμοι δεν μοιάζει να έχουμε τίποτα που το λογαριάζουμε πολυτιμότερο από τη βιολογική μας επιβίωση, την οικονομική άνεση και τα ατομικά μας δικαιώματα. Το ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τον πολιτισμό του παρελθόντος είναι μειοψηφικό, η συντριπτική πλειονότητα δεν θα καταλάβαινε διαφορά στη ζωή της, αν υπουργός Παιδείας ήταν κάποιος Σουλεϊμάν ή Ισμέτ ή Αχμέτ, στη θέση του Γαβρόγλου, της Κεραμέως ή της Γιαννάκου. Δηλώνεις «προοδευτικός», της Αριστεράς, της Δεξιάς ή του Κέντρου, όταν απαιτείς η Ελλάδα, ταυτισμένη με «ιερά»-ναούς (Παρθενώνα, Αγια-Σοφιά) να αυτοπροσδιορίζεται συνταγματικά σαν άθρησκο κράτος. Και όταν οι μόνες «ηθικές» σκοπεύσεις που ανέχεσαι είναι η ζωοφιλία, η οικολογία και η καταξίωση των σεξουαλικών διαστροφών.
Η «πατρίδα» δεν είναι χρηστική συμβατική οριοθέτηση, δεν είναι αποκύημα διεθνών συμφωνιών και πρωτοκόλλων ούτε χρηστικός κρατικός οργανισμός. Η πατρίδα είναι «αίσθηση» – και η αίσθηση, από τον Ηράκλειτο κιόλας, τον Πρωταγόρα και τον Πλάτωνα, σήμαινε τη γνώση που προκύπτει από τον συνδυασμό εντυπώσεων και φρόνησης, από τη σύνθεση εμπειρίας και λογισμού. Τέτοια συνείδηση πατρίδας δεν επιβιώνει στο σημερινό Ελλαδιστάν, η λέξη «πατρίδα» είναι ύποπτη εθνικισμού, επικίνδυνη υπονόμευση του ιστορικο-υλιστικού, παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού, προλεταριακού ή κεφαλαιοκρατικού.
Αυτές τις πιστοποιήσεις ο δαιμόνιος Ερντογάν δεν περιμένει να τις πληροφορηθεί από περιθωριακές επιφυλλίδες στον ελλαδικό Τύπο, τις γνωρίζει καλά και τις έχει πυξίδα για την εξωτερική του πολιτική. Αν δεν εκμεταλλευτεί τον μηδενιστικό διεθνισμό και τον ασφυκτικά κυρίαρχο αμοραλισμό του πολιτικού μας προσωπικού, των ΜΜΕ και μάλλον της πλειονότητας των Ελληνωνύμων, θα είναι μόνο γιατί ξέρει να περιμένει το αζημίωτο στη διεθνή του στρατηγική. Αλλά, «κοντός ψαλμός», μέρα με τη μέρα χτίζει σταθερά την οθωμανική Υπερδύναμη. Χωρίς (ακόμα) κάποιον Σουλεϊμάν ή Ισμέτ ή Αχμέτ στα εντόπια εδώ υπουργεία Παιδείας και Εξωτερικών, η Οθωμανική Υπερδύναμη οικοδομείται, από τον Τίγρη και τον Ευφράτη ώς τη Λιβύη.