Το φως έμπαινε στο σαλόνι από τον μικρό αλλά φροντισμένο κήπο στην πίσω πλευρά της παλιάς μονοκατοικίας. Τα μεταλλικά κάγκελα μπροστά από τις μεγάλες τζαμένιες πόρτες μπήκαν μετά τη διάρρηξη. Ο Ραούλ Σουρίτα και η σύζυγός του βρέθηκαν αιχμάλωτοι ληστών που τελικά –μη έχοντας κάτι άλλο μεγάλης αξίας– έκλεψαν τον υπολογιστή του. «Δεν με ένοιαξε για τον υπολογιστή, αλλά μετά προσπαθούσα να θυμηθώ τι είχα γράψει», θα μας πει αργότερα χαμογελώντας.
Ωστόσο, ο 70χρονος Σουρίτα, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή ποιητές της Χιλής, θύμα βασανισμών από τη δικτατορία του Πινοσέτ, τιμημένος μεταξύ άλλων με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Χιλής και το Βραβείο Πάμπλο Νερούδα, δεν άλλαξε τόπο κατοικίας παρά την τρομάρα που πήρε. Εμεινε αμετακίνητος στο σπίτι του με τον ίδιο τρόπο που παραμένει αμετακίνητος στις θέσεις του και στην ποίησή του εδώ και πολλά χρόνια. «Αν κάποιος διάβαζε τους ποιητές του ’80 όλα αυτά (σ.σ. που ζούμε σήμερα) ήταν γραμμένα στα ποιήματά τους. Σαν να είναι η Κασσάνδρα της εποχής μας η ποίηση, αλλά κανείς δεν την ακούει», μας λέει και προσθέτει ότι οι ποιητές παραγκωνίζονται αλλά εκείνοι επανέρχονται «γιατί είναι δυνατοί».
Η πρώτη του συνάντηση με την ποίηση έγινε στα παιδικά του χρόνια και οφείλεται στην Ιταλίδα γιαγιά του, η οποία νοσταλγώντας τη χώρα της, διάβαζε στον ίδιο και στην αδελφή του αποσπάσματα από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. «Πάντα στη ζωή μου ήθελα να δημιουργώ ήχους που να μου θυμίζουν τη φωνή της γιαγιάς μου που μας διάβαζε αυτά τα έργα. Hταν ένας από τους λόγους που αγάπησα την ποίηση και ήθελα να δημιουργήσω ποίηση». Αργότερα του έγινε «έμμονη ιδέα» όταν σπούδαζε πολιτικός μηχανικός, ένα επάγγελμα που δεν άσκησε ποτέ. «Μετά έγραψα από απελπισία, από την απελπισία μου, στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της δικτατορίας. Σε χώρες που έχουν μια παράδοση στην ποίηση 150 ετών, η ποίηση σε καταλαμβάνει και αν σε καταλάβει κυριαρχεί επάνω σου», τονίζει.
Ο Σουρίτα ήταν 23 ετών όταν επιβλήθηκε η δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ που έριξε πάνω από τη Χιλή ένα πέπλο τρόμου. Ο νεαρός ποιητής, μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, φυλακίστηκε και βασανίστηκε για τρεις εβδομάδες. Με κανέναν τρόπο όμως δεν επιθυμεί να πάρει κάποια ειδική αναγνώριση γι’ αυτό. Το ίδιο, λέει, έκαναν σε όλους. «Είμαι ζωντανός, είμαι εδώ. Δεν θέλω να σκέφτεται κανείς αυτό και να με λυπάται. Εγώ πιστεύω ότι βγήκα πολύ εύκολα απ’ όλο αυτό. Οι υπόλοιποι πέθαναν. Εκείνη την περίοδο έμεινα μουγγός, δεν μπορούσα να γράψω τίποτα, ήταν τόσο έντονη η εμπειρία που έζησα, τα γεγονότα, που είχα μείνει άφωνος. Μου κόστισε πολύ μέχρι να βρω τη φωνή μου και να ξαναγράψω. Eμεινα χωρίς λέξεις. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να γράψω για τη βία της ομορφιάς», λέει, «ότι ακόμη και η ομορφιά μπορεί να είναι βίαιη όταν έρχεται αντιμέτωπη με τέτοια γεγονότα και ανθρώπους που συμπεριφέρονταν με αυτόν τον τρόπο».
Στα ελληνικά κυκλοφορεί η ανθολογία έργων του Ραούλ Σουρίτα «Ποιήματα» (εκδ. Γαβριηλίδη) σε μετάφραση Στ. Χουρμουζιάδη και Ν. Λάμπρου.
Οταν άρχισε να ξαναγράφει δεν προσπάθησε να ερμηνεύσει τα γεγονότα του παρόντος. Ηθελε να αποκαταστήσει, μας λέει, τις έννοιες και τα νοήματα που αλλοίωσε ο λόγος των στρατιωτικών της δικτατορίας. «Οι στρατιωτικοί χρησιμοποιούσαν πολύ τις λέξεις πατρίδα και έθνος για τη Χιλή. Αυτές οι λέξεις δεν ήταν των στρατιωτικών, ήταν της Βιολέτα Πάρα, του Βίκτορ Χάρα, του Πάμπλο Νερούδα, ποιητών που τις είχαν χρησιμοποιήσει πολύ πριν από αυτούς και η έννοια τους των λέξεων δεν ήταν αυτή που είχαν δώσει οι στρατιωτικοί. Εκανα έναν αγώνα για να διατηρήσω την έννοια των λέξεων, να μην παραποιηθεί η έννοιά τους».
Υπάρχει απειλή πραξικοπήματος στη Χιλή, σχεδόν τη βλέπουμε
Μπορεί να μη διακρίνεται το χαρακτηριστικό τρέμουλο που συνοδεύει τους ασθενείς με Πάρκινσον, αλλά τα σημάδια της εκφυλιστικής νόσου είναι εμφανή στη λεπτή του κράση. Σκυφτός, ντυμένος στα λευκά, μιλάει χαμηλόφωνα, με μια ένταση που αλλάζει όταν διαβάζει ποίηση. Σε ένα τέτοιο βίντεο από τις μέρες που ο Σουρίτα βρέθηκε στην Αθήνα, καλεσμένος του Φεστιβάλ ΛΕΑ, το 2017, είδα τον χαμηλών τόνων διανοούμενο που είχαμε μπροστά μας να μεταμορφώνεται και να παρασέρνει τους ακροατές σε μια παθιασμένη, βροντερή απαγγελία.
Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, παραμένει με έναν τρόπο αυτό που ήταν πάντα: ένα από τα «τρομερά παιδιά» της καλλιτεχνικής σκηνής της Χιλής. Μέσα στα χρόνια της χιλιανής δικτατορίας ο Σουρίτα έγραψε και εξέδωσε τη μεγάλη τριλογία του, «Καθαρτήριο», «Αντιπαράδεισος» και «Η Νέα Ζωή», που περιγράφει τη φρίκη της δικτατορίας και των βασανισμών. Ως ακτιβιστής έγραψε στίχους στον ουρανό της Νέας Υόρκης και στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, που φαίνονται μόνο από ψηλά. Για να περάσει τον «Αντιπαράδεισο» από την επιτροπή λογοκρισίας παρουσίασε ένα βιβλίο με το ίδιο εξώφυλλο, αλλά με διαφορετικό, ανώδυνο περιεχόμενο και έπειτα εξέδωσε το αληθινό. «Αυτό που έκανα ήταν τόσο ανόητο και τόσο φανερό», λέει, «ελπίζοντας ότι δεν θα ανοίξουν ποτέ το ίδιο το βιβλίο για να το ελέγξουν», όπως και έγινε. Το 1975, έπειτα από μια νέα σύλληψη, έκαψε το μάγουλό του με ένα πυρωμένο σίδερο. Λίγα χρόνια μετά προσπάθησε να τυφλωθεί ρίχνοντας αμμωνία στα μάτια του. «Την πρώτη φορά η αστυνομία με ταπείνωσε, με κορόιδεψε και αμέσως σκέφτηκα ότι έπρεπε να δώσω και το άλλο μάγουλο (σ.σ.: Αγία Γραφή), αισθάνθηκα μια παρόρμηση να το κάνω. Τη δεύτερη φορά είχα μάθει πως σε πολλούς κρατούμενούς τους είχαν βγάλει τα μάτια και αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο στην απόφασή μου», εξηγεί.
Επηρεασμένος από την ποίηση των αυτοχθόνων Μαπούτσε και το μεγαλείο της φύσης, ο Σουρίτα υμνεί επίσης τις Κορδιλιέρες, τα ποτάμια και τα δέντρα της Χιλής του, μιλάει για τον έρωτα, καταδύεται σε υπαρξιακές αναζητήσεις. Πάντα όμως επιστρέφει στη δικτατορία, στα βασανιστήρια, στην εξορία. «Η δικτατορία ήταν πάντα το θέμα μου. Δείχνει τη βία που ένας άνθρωπος είναι ικανός να δείξει σε έναν συνάνθρωπό του. Πάντα αυτό προσπαθούσα να εκφράσω στα ποιήματά μου», μας λέει κατηγορηματικά. Τον ρωτάμε εάν η Χιλή κατάφερε να βρει τον εαυτό της μετά τη δικτατορία του Πινοσέτ και απαντάει αρνητικά. Γιατί όμως υπάρχουν ακόμη τόσα θέματα ανοιχτά, όπως οι αγνοούμενοι, μετά τόσα χρόνια, επιμένουμε. «Γιατί εδώ στη Χιλή φύτεψαν τον νεοφιλελευθερισμό. Ηταν το πιο τραγικό πράγμα που μπορούσαν να κάνουν στη χώρα. Η γραμμή ήταν να κοιτάς μπροστά και ποτέ πίσω. Οι άνθρωποι που έψαχναν τους δικούς τους και ακόμη τους ψάχνουν είναι ένα ενοχλητικό θέμα.
Πάντα ήταν και είναι ακόμη. Δυστυχώς, όλη αυτή την ιδεολογία την υιοθέτησαν οι πλούσιοι που έγιναν πλουσιότεροι και φτάσαμε σε αυτό που είμαστε σήμερα», εξηγεί.
Παρακολουθεί τις διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης του Σεμπαστιάν Πινιέρα με την ελπίδα ότι οι προνομιούχες τάξεις θα παραχωρήσουν κάποια προνόμια στον λαό, αλλά και με φόβο ότι η ιστορία θα επαναληφθεί. «Αν και τώρα δεν καταλάβει η Δεξιά ότι πρέπει να κάνει παραχωρήσεις, θα γίνουν τραγικά πράγματα. Υπάρχει μια απειλή πραξικοπήματος, σχεδόν τη βλέπουμε. Αν γίνει κάποιο πραξικόπημα, θα σκοτωθεί πολύς κόσμος. Ο Αλιέντε στον τελευταίο του λόγο κάλεσε τον κόσμο να μην βγει στον δρόμο, να μην θυσιάζονται. Φοβόταν ότι μπορεί να γίνει ό,τι έγινε, ένα πραξικόπημα. Αυτό με ανησυχεί, αλλά ας ελπίσουμε ότι δεν θα γίνει έτσι. Η ιστορία της Χιλής είναι μια ιστορία πολύ βίαιη».
Μια υποψία βίας παρατηρώ σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο σαλόνι του. Κάποιοι μοιάζουν να είναι πεσμένοι στο έδαφος και μάλλον δεμένοι πισθάγκωνα. Ο ποιητής με καθησυχάζει, εν μέρει. Πρόκειται για το αναμνηστικό μιας περφόρμανς με τον ίδιο ανάμεσά τους. «Την περισσότερη ώρα φωνάζαμε, ήταν τραγικό. Εκεί που έγινε, όμως, ήταν στο πανεπιστήμιο της Χιλής, που αργότερα μετατράπηκε σε ένα αρχηγείο της δικτατορίας. Οι φωνές μας ήταν λίγο πρώιμες σε σχέση με αυτό που συνέβη αργότερα. Κασσάνδρες πάλι».
Ευχαριστούμε τον Κώστα Βραχνό για τη βοήθειά του.