Οι διεθνείς εξελίξεις στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης –σε συνδυασμό με σημαντικές διοικητικές αδυναμίες σε ελληνικές εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (εισηγμένες εταιρείες), γεγονός το οποίο έχει χαρακτηριστεί «ένας από τους λόγους χαμηλής απόδοσης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών»– ώθησαν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.), ως Αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εν λόγω εταιρειών, να ηγηθεί των θεσμικών προσπαθειών για την αναθεώρηση του νόμου 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση (ΦΕΚ 110/17.05.2002).
Υπό αυτό το πρίσμα, ο υπό αναθεώρηση νόμος για την εταιρική διακυβέρνηση αναμένεται να διέλθει τα στάδια της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας εντός του πρώτου τριμήνου του 2020. Ο νέος νόμος, όταν τεθεί σε ισχύ, θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών, πέραν των άλλων νομοθετικών αλλαγών που επηρέασαν ήδη σημαντικά το τοπίο της διακυβέρνησης των ανωνύμων εταιρειών (κυρίως ο νόμος 4548/2018 – ΦΕΚ Α΄ 104/13-06-2018).
Ο νόμος 3016/2002, όπως ισχύει, καθόρισε τις βασικές υποχρεώσεις εταιρικής διακυβέρνησης για τις εισηγμένες εταιρείες αποσκοπώντας στην ενίσχυση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Οι κυριότερες υποχρεώσεις του νόμου 3016/2002 αφορούν τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, την αμοιβή των μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου, τη λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου και την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει αρμοδιότητα να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης ορισμένων διατάξεων.
Οι κύριες αλλαγές που αναμένεται να εισαγάγει ο υπό αναθεώρηση νόμος είναι οι ακόλουθες:
• Εισάγονται σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου. Συγκεκριμένα, τα κριτήρια ανεξαρτησίας για τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη θα καταστούν αυστηρότερα, οδηγώντας σε μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο της «σχέσης εξάρτησης». Επιπλέον, ο αριθμός των ανεξάρτητων μελών αναμένεται να μην είναι κατώτερος από το ένα τρίτο (1/3) του συνολικού αριθμού μελών του διοικητικού συμβουλίου, ενώ θα τεθούν ορισμένες διασφαλίσεις για τη συμμετοχή ανεξάρτητων μη εκτελεστικών μελών στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου – ειδικά για τα σημαντικά θέματα ημερήσιας διάταξης.
• Η καθιέρωση επιτροπής υποψηφιοτήτων και αποδοχών σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, της οποίας τα μέλη θα είναι ανεξάρτητα, ούτως ώστε η επιτροπή να μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική λειτουργώντας σε πραγματικά ανεξάρτητη βάση.
• Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου [πέραν εκείνων που ισχύουν ήδη από τον νόμο 4449/2017 (ΦΕΚ Α΄ 7/24.1.2017) και τον Κανονισμό (Ε.Ε.) αριθμ. 537/2014 σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος].
• Επέκταση του πεδίου εφαρμογής του πλαισίου κυρώσεων, το οποίο θα καταστεί αυστηρότερο και θα καλύπτει περισσότερες διατάξεις του υπό αναθεώρηση νόμου.
• Η μεταρρύθμιση των διαδικασιών αντικατάστασης των μελών του διοικητικού συμβουλίου, βάσει λεπτομερών κανόνων, θα αντιμετωπίσει προβλήματα που προέκυψαν στην πράξη από τον τρόπο με τον οποίο μέλη του διοικητικού συμβουλίου (εκτελεστικά, μη εκτελεστικά και ανεξάρτητα μη εκτελεστικά) αντικαταστάθηκαν.
• Το περιεχόμενο του εσωτερικού κανονισμού της εταιρείας επεκτείνεται και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η πολιτική αποδοχών (άρθρα 110 και 111 του νόμου 4548/2018), πληροφορίες για την αξιολόγηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, πληροφορίες σχετικά με την κανονιστική συμμόρφωση, το πλαίσιο δεοντολογίας, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τις ρυθμίσεις κατά της δωροδοκίας, τα κριτήρια υποψηφιότητας για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κ.λπ.
• Εισάγονται, επίσης, πρόσθετες απαιτήσεις διαφάνειας. Σε περίπτωση δημοσιοποίησης από τρίτο πρόσωπο ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, η εταιρεία θα οφείλει με ανακοίνωσή της, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι βάσιμες ή αληθείς, να τις επιβεβαιώσει άμεσα, ενώ, εφόσον οι πληροφορίες είναι ανυπόστατες ή ψευδείς ή ανακριβείς, να τις διαψεύσει άμεσα ή να επισημάνει την ανακρίβειά τους, αντιστοίχως.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει και η προσέγγιση του Ελληνα νομοθέτη ως προς τον συνδυασμό των ρόλων του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορθές πρακτικές διακυβέρνησης υπαγορεύουν (ιδίως για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις) ότι οι αρμοδιότητες του προέδρου θα πρέπει να διακρίνονται σαφώς από εκείνες του διευθύνοντος συμβούλου ή, όταν μια εταιρεία επιλέγει να συνδυάσει τους παραπάνω ρόλους, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να ορίσει ανεξάρτητο αντιπρόεδρο.
Οι προαναφερόμενες αλλαγές, των οποίων η νομοθέτηση αναμένεται από τη Βουλή των Ελλήνων, θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις ρυθμίσεις εσωτερικής διακυβέρνησης των εισηγμένων εταιρειών. Για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου θα πρέπει να υιοθετήσουν μια ολιστική προσέγγιση. Ειδικότερα, οι προβλεπόμενες στον υπό αναθεώρηση νόμο αλλαγές πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4548/2018 (ιδίως εκείνες που ενσωματώνουν στο ελληνικό δίκαιο την οδηγία Ε.Ε. 2017/828 – Shareholder Rights Directive), τη νομοθεσία για τον υποχρεωτικό έλεγχο χρηματοοικονομικών καταστάσεων (νόμος 4449/2017 και Κανονισμός Ε.Ε. αριθμ. 537/2014) και τις υπάρχουσες βέλτιστες πρακτικές (π.χ. ελληνικός κώδικας εταιρικής διακυβέρνησης).
Σημαντικότατη είναι η παρατήρηση ότι οι νέες ρυθμίσεις διακυβέρνησης που θα υιοθετηθούν από τις εταιρείες δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην ανάπτυξη ή στην επικαιροποίηση των απαιτούμενων εγγράφων (π.χ. κώδικας εταιρικής διακυβέρνησης, κανονισμοί λειτουργίας επιτροπών, εσωτερικός κανονισμός, σχετικές πολιτικές και διαδικασίες και εκθέσεις). Ειδικότερα, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη υιοθέτηση κανόνων, αρχών και δικλίδων ασφαλείας σχετικών με τη διακυβέρνηση που, πέραν της καταλληλότητάς τους για τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε εταιρείας εντός των ορίων της ισχύουσας νομοθεσίας, θα κατατείνουν σε στενότερη διάδραση με τους επενδυτές και βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, τόσο από άποψη εσωτερικής οργανωτικής αποτελεσματικότητας όσο και από πλευράς χαμηλότερου κόστους κεφαλαίου. Η κατάλληλη προσαρμογή στο νέο πλαίσιο θα αποδώσει μεγαλύτερη αξία στους μετόχους των εταιρειών (και στα ενδιαφερόμενα μέρη εν γένει).
Τέλος, οι ορθές πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης μπορούν, επίσης, να διαδραματίσουν επωφελή ρόλο στην εξέλιξη των μη εισηγμένων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των νεοφυών επιχειρήσεων, οικογενειακών επιχειρήσεων, θυγατρικών εισηγμένων εταιρειών κ.λπ. Ορισμένα απτά οφέλη που απορρέουν από την υιοθέτηση ρυθμίσεων χρηστής διακυβέρνησης είναι τα ακόλουθα:
• Βελτίωση των προοπτικών χρηματοδότησης της εταιρείας, καθώς η επακόλουθη διαφάνεια σε ζητήματα που άπτονται των ενδιαφερόντων των επενδυτών θα οδηγήσει σε χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου.
• Ενίσχυση της φήμης και της αναγνωρισιμότητας της εταιρείας.
• Αποτελεσματικότερη διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσω της σαφούς οριοθέτησης των ρόλων μεταξύ μετόχων και διοίκησης.
• Αποτελεσματικότερο σύστημα εσωτερικού ελέγχου μέσω πρακτικών διαχείρισης κινδύνων και κανονιστικής συμμόρφωσης που διασφαλίζει ότι η εταιρεία αντιμετωπίζει αποτελεσματικά πιθανούς λειτουργικούς κινδύνους.
Συνολικά, η καλή εταιρική διακυβέρνηση βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στην προβλεψιμότητα, αυξάνοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Αυτό είναι ακόμη εμφανέστερο στην ολοένα αυξανόμενη επίδραση των σχετικών με ζητήματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης δεικτών (Environmental, social and governance – ESG) στο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον ως καθοριστικών παραγόντων για την ικανότητα μιας εταιρείας να παραγάγει αξία μακροπρόθεσμα. Εκτός αυτού, η εταιρική διακυβέρνηση αποτελεί έναν εκ των βασικών παραγόντων για την επιτυχή προετοιμασία μιας εταιρείας που επιθυμεί την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά (π.χ. στις αγορές του Χρηματιστηρίου Αθηνών).
* Ο κ. Νικόλαος Μουσάς είναι διευθύνων εταίρος της Μουσάς Δικηγορικής Εταιρείας.