Η «σύγχρονη νομισματική θεωρία» (ΣΝΘ) έχει μεγάλη πέραση στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας αυτή την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ. Επίσης, της μόδας είναι και οι φόροι των πλουσίων. Το δεύτερο είναι ένας καλός τρόπος για να δοκιμαστεί η αντοχή του πρώτου. Κι ας αρχίσουμε με τις μεγαλόπνοες διακηρύξεις γύρω από τη σύγχρονη νομισματική θεωρία. Η πανεπιστημιακός Στέφανι Κέλτον διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Στόνι Μπρουκ και είναι από τους πρωτοπόρους συμβούλους του υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος Μπέρνι Σάντερς και ένας από τους ανθρώπους που εκλαΐκευσαν τη θεωρία αυτή. Ωστόσο, η ΣΝΘ οδηγεί σε σοβαρά ελλείμματα, και ο τίτλος του επόμενου βιβλίου της Κέλτον είναι «Ο μεγάλος μύθος των ελλειμμάτων». Η ΣΝΘ αναγνωρίζει ότι τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν κάνουν πάντοτε καλό. Οταν εισέλθουν επιπλέον χρήματα στο σύστημα της οικονομίας, θα ξοδευτούν άσκοπα, εάν κατά βάση χρησιμοποιηθούν σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία ή για να πληρωθούν εισαγωγές. Με την πρώτη τοποθέτηση αυξάνονται οι τιμές, ενώ τίποτε από τα δύο δεν ενισχύει τις επενδύσεις των αμερικανικών εταιρειών, ώστε να τονώσουν την παραγωγικότητα ή να προσλάβουν επιπλέον προσωπικό και να αναθερμάνουν την εγχώρια κατανάλωση.
Τα χρήματα που προκύπτουν από τα ελλείμματα της σημερινής κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον πιθανώς να μην επενδύονται πουθενά αποδοτικά. Το πιο τολμηρό επιχείρημα της σύγχρονης νομισματικής θεωρίας και του Τζον Μέιναρντ Κέινς επί του θέματος αυτού είναι ένα, το οποίο δεν αφορά πραγματικά τον δυνητικά αβλαβή αντίκτυπο του υψηλού δημόσιου δανεισμού. Αφορά τον θετικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στην οικονομία οι δημόσιες δαπάνες, που διοχετεύονται με σύνεση και προγραμματισμό. Εν ολίγοις, η ΣΝΘ αναφέρει ότι είναι συχνό φαινόμενο να μην υπάρχει στον μηχανισμό αρκετό ρευστό ώστε να μπορέσει η οικονομία να αναπτύξει όλο το δυναμικό της. Ειδικότερα, μια κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά της καλά όταν απλά και μόνο αναδιανέμει χρήμα που ήδη κυκλοφορεί εντός του οικονομικού μηχανισμού. Μόνον δαπανώντας χρήμα το οποίο πριν δεν υπήρχε μπορεί μια κυβέρνηση να υλοποιήσει μεγάλα έργα με δημιουργία θέσεων εργασίας για όσους δύσκολα προσλαμβάνονται και σε υποδομές για το απώτερο μέλλον.
Μήπως η Στέφανι Κέλτον και οι θιασώτες της έχουν δίκιο; H δημόσια συζήτηση είναι ενδιαφέρουσα, πλην όμως ατελέσφορη. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να εξεταστεί το επιχείρημα της ΣΝΘ σχετικά με την ισχύ του χρήματος, χωρίς να αναλάβει κανείς το ρίσκο να πνίξει την οικονομία με νέο δημόσιο χρέος. Η απλούστερη τεχνική για να μπορέσει να ασκήσει νομισματική πολιτική επέκτασης μια κυβέρνηση, χωρίς να χρεωθεί, είναι να τυπώσει χρήμα. Στην πράξη, είναι αυτό που κάνει ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εντούτοις, όταν οι κεντρικές τράπεζες μετασχηματίζουν τα υπάρχοντα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία σε νέο ρευστό, η αντίστοιχη κυβέρνηση δεν ελέγχει το πώς αυτό δαπανάται. Εν τω μεταξύ, το περισσότερο από αυτό το χρήμα απλώς παραμένει εντός χρηματοπιστωτικού συστήματος και δεν ωφελεί την οικονομία.
Από την άλλη, το να τυπώσει μια κυβέρνηση χρήμα απευθείας είναι ταμπού. Η Στέφανι Κέλτον δεν καταφεύγει σε αυτή την πρόταση για να προωθήσει τη σύγχρονη νομισματική θεωρία. Αντιθέτως, ένας φόρος του πλούτου προσφέρει ένα πολιτικά πιο αποδεκτό εργαλείο για να μπορέσει μια κυβέρνηση να ξοδέψει περισσότερο, χωρίς να δανειστεί και πιο πολύ. Φυσικά, η ιδέα τού να αφαιρεί ετησίως μια κυβέρνηση 1%, 2% ή ακόμα και 6% από τον καθαρό πλούτο των ζάπλουτων είναι αμφιλεγόμενο, ειδικά ανάμεσα στους ίδιους τους ζάπλουτους. Ωστόσο, πλέον έχει ήδη επικρατήσει ως άποψη στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος, κυρίως χάρις στη δημοσιότητα που του έδωσε ο Γκάμπριελ Ζούκμαν, καθηγητής Οικονομικών στο Μπέρκλεϊ.