Η πανδημία του κορωνοïού, εκτός από κρίση στην υγεία, έχει προκαλέσει, ως γνωστόν, και σοβαρά προβλήματα στην οικονομία. Κρατικά μέτρα που λαμβάνονται σε πολλές χώρες προς αποτροπή της διάδοσης του ιού (κλείσιμο επιχειρήσεων ή ακόμη και απομόνωση ολόκληρων περιοχών) έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή λειτουργίας ολόκληρων επαγγελματικών κλάδων, την επιβράδυνση της παραγωγής αγαθών και την τεράστια δυσχέρανση της διακίνησής τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μεγάλα εμπόδια στην εκπλήρωση πολλών συμβάσεων, τόσο στιγμιαίων (όπως συμβάσεις πώλησης αγαθών) όσο και διαρκών (συμβάσεις εργασίας, μισθώσεις επαγγελματικών χώρων, συμβάσεις leasing κ.ά.).
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπου ένας συμβαλλόμενος (στο εξής οφειλέτης) αδυνατεί, συνήθως εξαιτίας κρατικών περιοριστικών μέτρων (ενίοτε και εξαιτίας πραγματικών εμποδίων όπως λ.χ. η ασθένεια μεγάλου αριθμού εργαζομένων στην επιχείρησή του), να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του (π.χ. να παραδώσει εμπρόθεσμα τα πωληθέντα εμπορεύματα), ανακύπτει το ζήτημα ποια θα είναι η επίδραση των πρωτόγνωρων αυτών συνθηκών στην ισχύ και την εξέλιξη της σύμβασης: ο οφειλέτης εξακολουθεί να υποχρεούται σε εκπλήρωση; Ο αντισυμβαλλόμενός του (στο εξής δανειστής) οφείλει τη δική του παροχή (π.χ. το τίμημα των εμπορευμάτων); Μπορούν οι συμβαλλόμενοι να αποδεσμευθούν από τη σύμβαση; Γεννώνται στο πρόσωπο του δανειστή άλλες αξιώσεις, όπως π.χ. αποζημίωση;
Στα ζητήματα αυτά ενδέχεται, κατ’ αρχάς, να παρέχει απάντηση η ίδια η σύμβαση. Τούτο, διότι σε αρκετές συμβάσεις (ιδίως στο διεθνές εμπόριο) περιέχονται ρήτρες, οι οποίες ορίζουν ποια είναι τα δικαιώματα των μερών όταν η εκπλήρωση της σύμβασης εμποδίζεται από λόγους ανώτερης βίας (στους οποίους ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται η αιφνίδια εκδήλωση πανδημίας, όπως είναι ο κορωνοïός). Επίσης, πρέπει να διερευνάται η τυχόν ύπαρξη συμβάσεων ασφάλισης (π.χ. ασφάλιση ταξιδιού, η οποία καλύπτει τη ζημία από την ακύρωσή του για συγκεκριμένους λόγους). Ελλείψει όμως συμβατικής ρήτρας, πρέπει να εφαρμοστούν όσα ορίζει ο νόμος.
Ενόψει του ότι τα μέτρα που λαμβάνονται προς αποτροπή διασποράς του ιού έχουν από τη φύση τους προσωρινό χαρακτήρα, η αδυναμία του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή του εξαιτίας αυτών των μέτρων δεν είναι κατά κανόνα οριστική (μόνιμη), αλλά μόνο παροδική (με εξαίρεση τις λεγόμενες συμβάσεις απόλυτα ακριβόχρονης εκτέλεσης, όπου δηλαδή η καθυστέρηση εκπλήρωσης καθιστά την εκπλήρωση αδύνατη ή τελείως άχρηστη για τον δανειστή, όπως π.χ. συμφωνία για τη βιντεοσκόπηση ορισμένης εκδήλωσης που ματαιώνεται). Αυτό σημαίνει ότι, με βάση το δίκαιό μας, πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις που ρυθμίζουν (όχι την αδυναμία, αλλά) την καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής.
Μάλιστα, η καθυστέρηση αυτή στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είναι, αν αναλογιστούμε την αιτία που την προκαλεί, ανυπαίτια, δηλαδή δεν οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) των οφειλετών.
Εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα, γιατί το δίκαιό μας δεν ρυθμίζει στην ουσία την ανυπαίτια καθυστέρηση εκπλήρωσης. Η βασική έννομη συνέπεια είναι ότι ο οφειλέτης, για το χρονικό διάστημα που εμποδίζεται η εκπλήρωση της παροχής του, εξακολουθεί να οφείλει την παροχή χωρίς βέβαια να μπορεί να εξαναγκαστεί δικαστικώς στην εκπλήρωσή της.
Αυτό όμως φέρνει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση τον δανειστή, ιδίως όταν η αδυναμία εκπλήρωσης παρατείνεται για αρκετό χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, αυτός αδυνατεί να λάβει την παροχή από τον οφειλέτη του· αν έχει ήδη καταβάλει τη δική του παροχή (π.χ. το τίμημα για τα εμπορεύματα), δεν μπορεί να τη ζητήσει πίσω, όσο η σύμβαση παραμένει σε ισχύ· και συγχρόνως, δεν μπορεί ούτε να ζητήσει αποζημίωση για τυχόν ζημία που υφίσταται από την καθυστέρηση εκπλήρωσης (στο παράδειγμά μας, λ.χ., διαφυγόν κέρδος από την τυχόν σχεδιαζόμενη μεταπώληση των εμπορευμάτων) ούτε να προκαλέσει τη λύση της σύμβασης, διότι τα δικαιώματα αποζημίωσης και υπαναχώρησης τα παρέχει ο νόμος κατά βάση μόνο στις περιπτώσεις που η καθυστέρηση εκπλήρωσης είναι υπαίτια (με εξαίρεση μόνο τις αποκαλούμενες συμβάσεις σχετικά ακριβόχρονης εκτέλεσης, όπως π.χ. η προμήθεια εποχικών ειδών). Συνεπώς, ο δανειστής βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια σύμβαση, που είναι αβέβαιο πότε θα μπορέσει να εκπληρωθεί, και η διατήρηση της οποίας ενδέχεται να του προκαλεί ζημία.
Ποιες νομικές διέξοδοι υπάρχουν λοιπόν στην περίπτωση αυτή για τους συμβαλλομένους; Κατ’ αρχάς, υπάρχει η δυνατότητα να καταλήξουν συναινετικά, ενδεχομένως επικουρούμενοι από τους νομικούς συμβούλους τους, σε μια αμοιβαίως επωφελή λύση (π.χ. να συμφωνήσουν από κοινού τη λύση της σύμβασης ή την αναπροσαρμογή του τιμήματός της). Προς τον σκοπό αυτό συνιστάται στον οφειλέτη να ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τον δανειστή του για την αδυναμία του να εκπληρώσει τη σύμβαση. Αν η συναινετική λύση δεν είναι εφικτή, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μήπως η αρχικά παροδική αδυναμία εκπλήρωσης της σύμβασης έχει στην πραγματικότητα μετατραπεί σε οριστική (διαρκή).
Τούτο θα συμβαίνει ιδίως όταν είναι τελείως αβέβαιο πότε θα αρθεί το κώλυμα εκπλήρωσης ή όταν προβλέπεται βάσιμα ότι θα διαρκέσει τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να απαιτηθεί από τον έναν ή και τους δύο συμβαλλομένους να παραμείνουν δεσμευμένοι στη σύμβαση. Αυτό θα κριθεί αντικειμενικά (δηλαδή με βάση την εντιμότητα που απαιτείται στις συναλλαγές), αφού συνεκτιμηθούν όλες οι συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (π.χ. η αιτία του κωλύματος εκπλήρωσης και η φύση της σύμβασης). Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, απαλλάσσονται και τα δύο μέρη από τις υποχρεώσεις τους και επιστρέφουν ό,τι τυχόν είχαν αμοιβαία καταβάλει με την προσδοκία εκπλήρωσης της σύμβασης. Η απαλλαγή επέρχεται αυτόματα, αλλά αν υπάρχουν αμφισβητήσεις, πιθανόν να χρειαστεί να βεβαιωθεί τούτο με δικαστική απόφαση. Περαιτέρω, μια άλλη δυνατότητα για τον δανειστή είναι να προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει την ανατροπή ή την αναπροσαρμογή της σύμβασης με το σκεπτικό ότι ορισμένα «άγραφα» γεγονότα, που είχαν σιωπηρά θέσει οι συμβαλλόμενοι ως βάση της σύμβασής τους (π.χ. στο παράδειγμά μας η ανεμπόδιστη κυκλοφορία των εμπορευμάτων), έχουν παύσει να υφίστανται (η λεγόμενη ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ασφαλώς προτιμότερη είναι η συνεννόηση μεταξύ των μερών, διότι τους επιτρέπει να αποκτήσουν άμεσα βεβαιότητα ως προς την τύχη της σύμβασής τους και να δώσουν τη λύση που ανταποκρίνεται καλύτερα στα συμφέροντά τους. Τέλος, δεν αποκλείεται διέξοδος να παρασχεθεί από την ίδια την πολιτεία μέσω της θέσπισης «έκτακτων» νομοθετικών ρυθμίσεων (όπως είναι η ήδη νομοθετηθείσα αυτοδίκαιη απαλλαγή από το 40% των μισθωμάτων που οφείλουν ορισμένοι επαγγελματίες, των οποίων οι εργασίες έχουν ανασταλεί από το κράτος).
* Ο κ. Γεώργιος Α. Γεωργιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της δικηγορικής εταιρείας «Απόστολος Σ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες».